Τι καλύτερη μαρτυρία για εκείνες τις στιγμές που ξέσπασε ο πόλεμος του σαράντα, από την συγγραφή των γεγονότων που έζησε από κοντά η κυρία Μαρία Πεπονάκη-Κιούλπαλη. Κατόπιν εορτής… ξετυλίγοντας το κουβάρι, είναι ο τίτλος του πονήματός της, την επιμέλεια του οποίου έχει κάνει σε άριστο βαθμό, η φιλόλογος Λιάνα Περράκη.

Αφήνω στην άκρη το μολύβι μου και δίνω τον λόγο στην συγγραφέα, την σεβαστή κυρία Μαρία Κιούλπαλη, να μας μεταφέρει με τον γεμάτο ζωντάνια και εικόνες γραπτό της λόγο σ’ εκείνες τις μέρες και τις στιγμές, στην παγερή και καταθλιπτική πρώτη μέρα της κήρυξης του πολέμου.

Στις θύμησες εκείνες που κάνουν τον οποιοδήποτε να πνίγεται από έναν εφιαλτικό κόμπο στον λαιμό του. Τέτοιες μέρες που από την σιγουριά της ειρήνης, οι άνθρωποι βρέθηκαν στην αβεβαιότητα του πολέμου. Τέτοιες μέρες που οι μανάδες προσπαθούσαν να καθησυχάσουν, να ενθαρρύνουν και να κάνουν τα παιδιά τους να μην φοβούνται, λέγοντάς τα ότι «ο μπαμπάς γρήγορα θα γυρίσει, μόλις τελειώσει ο πόλεμος». Τέτοιες μέρες που όλοι προσεύχονταν να τους φέρει ο Θεός πίσω με το καλό, πνίγοντάς τους κρυφά -από τα παιδιά- τα κλάματα και οι λυγμοί. Ο λόγος στην κυρία Μαρία:

«Η σειρήνα να ουρλιάζει ασταμάτητα! Ούου… Ούου… και παρόλον ότι είχαμε συνηθίσει τον οξύ και διαπεραστικό της ήχο, αφού μας καλούσε αντί της καμπάνας, πρωί και απόγευμα στο σχολείο, εκείνη τη φοβερή μέρα, ο ασταμάτητος ήχος της ανάμεσα στα κλάματα, τα τρεξίματα, τους αποχαιρετισμούς, τις οδηγίες που δίνονταν και παίρνονταν στα γρήγορα, ανέπτυσσε μαθήματα άγνωστου φόβου και εκνευρισμού, που μεταδίδονταν μεταξύ μας, όπως μια μεταδοτική ασθένεια.

Αποχαιρετισμός μάνας

Αν και δεν είχαμε συνειδητοποιήσει ακόμα την φρικτή και ανατριχιαστική έννοια του πολέμου, εντούτοις κυλούσε κρύος φόβος στο αίμα μας και παγώναμε, παρόλο που η μέρα ήταν ηλιόλουστη, απ’ όσο θυμάμαι.

Από τη μία άκρη έως την άλλη, βασίλευε σωστός ξεσηκωμός. Τρέχανε πάνω κάτω οι άνδρες στις μανάδες, στ’ αδέλφια, στους συγγενείς για αλληλοχαιρετισμούς. Καυτά δάκρυα έκαιγαν όλων τα μάτια… και βαθιές μαχαιριές λάβωναν τις καρδιές, καθότι ήταν άγνωστη η έκβαση των πραγμάτων.

Ποιος θα μπορούσε να ξέρει αν θα ξαναγύριζαν ή θα χάνονταν οι αγαπημένοι τους στην λαίλαπα του πολέμου; Και οι ευχές δίνονταν με αγάπη εκατέρωθεν. “Να προσέχεις…”. “Ο Θεός να είναι μαζί σου και η Παναγιά να σε φυλάει”. “Η Παναγιά και ο Χριστός… να σε προστατεύουν και να σε φέρουν ξανά κοντά μας…”.

Και η σειρήνα να ουρλιάζει… Ούου… Ούου…!». Οι πιο ψύχραιμοι προσπαθούσαν να δώσουν τις τελευταίες τους συμβουλές: «Φωτεινή, πάρε δυο-τρία τσουβάλια αλεύρι στο χωριό μαζί σου, μήπως πέσει έλλειψη, μέχρι να δούμε τι θα γίνει. Να προσέχεις τον εαυτό σου και το παιδί.

Μην ανησυχείς… Θα τους νικήσουμε γρήγορα και μέχρι τα Χριστούγεννα θα είμαστε πίσω!». Αυτά λέγονταν κατά την μεγάλη στιγμή του αποχωρισμού… Όλα έκλειναν με τον αποχαιρετισμό της μάνας!… αλλά και με το πέταγμα του παιδιού στον στρατευμένο του πατέρα!

Ηράκλειο 28η Οκτωβρίου 1940. Δήμαρχος Ηρακλείου είναι ο Μηνάς Γεωργιάδης και εκείνη την περίοδο η Νομαρχία Ηρακλείου ζητά από τον Δήμο μας να υποβάλει έκθεση περί της ενεργείας της απογραφής. Πράγματι, τα αποτελέσματα της απογραφής τα παραλαμβάνει ο υπάλληλος της Νομαρχίας, Νίκος Μηναδάκης.

Η συγκεκριμένη απογραφή έγινε την 16η Οκτωβρίου 1940 και στις παρατηρήσεις αναφέρονται και κάποιοι οικισμοί, μικροί πληθυσμιακά προφανώς, τους οποίους και αναφέρω για ιστορικούς λόγους. Είναι η Άνω και η Κάτω Φορτέτσα, η Μπεντεβή Καμάρα, του Μπουγάδα το μετόχι και οι Αθάνατοι. Όλα αυτές τέτοιες μέρες… λίγο πριν αρχίσει ο πόλεμος.