Ο καθορισμός του εορταστικού ωραρίου περιλαμβάνει σε μικρογραφία το βασικό διακύβευμα της ύπαρξης και του ρόλου του εμπορικού συλλόγου, και, ίσως, της πολιτικής γενικότερα.
Ένα από τα σημαντικότερα προβλήματα που αντιμετωπίζουμε ως συνδικαλιστικό όργανο είναι ότι οι ανάγκες και τα αιτήματα των μελών μας σε μια σειρά ζητημάτων είναι διαφορετικές μεταξύ τους. Αυτό είναι το βασικότερο πρόβλημα όλων των συνδικαλιστικών οργάνων, συλλόγων, συνδέσμων, ενώ αποτελεί σημαντική διάσταση της κρίσης της δημοκρατικής αντιπροσώπευσης γενικότερα.
Το πρόβλημα έγκειται στο ολοένα μειούμενο μέγεθος ομογενών κοινωνικών ομάδων, είτε αυτές προσδιορίζονται με βάση το επάγγελμα (εργατική τάξη, ιδιοκτήτες εμπορικών καταστημάτων κ.λπ.), το εισόδημα, την μόρφωση, ή τις κομματικές προτιμήσεις που ειδικά στην Ελλάδα δεν ήταν απλά ομογενείς αλλά συμπαγείς, διαμορφώνοντας τις καθημερινές αποφάσεις των μελών τους: μέχρι και που θα πιείς καφέ στα διαχωρισμένα σε ΠΑΣΟΚ-ΝΔ καφενεία.
Η διαφοροποίηση των αναγκών και των αιτημάτων έχει ως αποτέλεσμα τον συνεχή κατακερματισμό των κοινωνικών ομάδων και των εν δυνάμει πολιτικών υποκειμένων σε ολοένα μικρότερα και συνεπώς αδύναμα μέρη.
Ένα από τα θέματα στα οποία υπάρχει ριζική διαφοροποίηση στις απόψεις των καταστηματαρχών-εμπόρων της πόλης, είναι το εορταστικό ωράριο της περιόδου των Χριστουγέννων-Πρωτοχρονιάς, που ο Εμπορικός Σύλλογος κάθε πόλης έχει την ευθύνη να προτείνει στα μέλη του.
Για χρόνια αποφασίζαμε μέσω Δ.Σ., ποιο ωράριο εκπροσωπεί το κοινό καλό των μελών, προσπαθώντας να συγκεράσουμε τα αιτήματά τους με βάση την διάδραση μας στις γειτονιές που δραστηριοποιούμαστε, ακολουθώντας την αρχή της μεσότητας. Κανείς δεν ήταν ευχαριστημένος με το αποτέλεσμα.
Ένας ακόμα λόγος που το εορταστικό ωράριο εμπίπτει στην κατηγορία του «κοινού καλού» είναι ότι η δύναμη του έγκειται στην υιοθέτηση του από την πλειοψηφία των καταστημάτων. Αν ο πελάτης γνωρίζει ότι τα περισσότερα καταστήματα θα είναι ανοιχτά θα κατέβει στην αγορά. Αν πιστεύει ότι θα είναι ανοιχτά μόνο τα μεγάλα καταστήματα, που είναι ούτως ή άλλως, χειμώνα-καλοκαίρι, Χριστούγεννα ή απλές καθημερινές, ανοιχτά 9:00 με 21:00, τότε οι πιθανότητες να κατέβει για ψώνια μειώνονται.
Μετά από χρόνια διαπιστώσαμε ότι δεν υπάρχει σαφή συνάρτηση μεταξύ μεγέθους καταστήματος και προτίμησης ωραρίου. Μικρά μαγαζιά χωρίς εργαζόμενους, στα οποία δηλαδή λειτουργούν υπό κανονικές συνθήκες με τρία σπαστά την εβδομάδα (Τρίτη, Πέμπτη, Παρασκευή) σε κάποιες περιπτώσεις παραπονιούνται για το διευρυμένο ωράριο λέγοντας ότι δεν μπορούν να το υποστηρίξουν ενώ σε άλλες το ζητούν, επικαλούμενα αυξημένες οικονομικές ανάγκες. Αντίστοιχα διαφοροποιημένα ήταν και τα μεγάλα καταστήματα.
Το ίδιο ισχύει και για τις απόψεις περί του ποιος ωφελείται από το κάθε ωράριο. Ορισμένοι συνάδελφοι θεωρούν ότι το διευρυμένο είναι υπέρ των πολυεθνικών καθώς οι έμποροι-ιδιοκτήτες, άνθρωποι με οικογένειες σε πολλές περιπτώσεις, εξαντλούνται για να το τηρήσουν δεδομένου ότι εργάζονται οι ίδιοι στα καταστήματά τους ή ακόμα και τα λειτουργούν χωρίς καθόλου εργαζόμενους ή με τη συνδρομή ενός μικρού αριθμού.
Αναφέρουν ότι το πρόβλημα είναι η μειωμένη αγοραστική δύναμη των πελατών και όχι η διεύρυνση του ωραρίου. Άλλοι πάλι, θεωρούν ότι το περιορισμένο ωράριο προσφέρει στις πολυεθνικές αλυσίδες μεγαλύτερο μερίδιο της λιγοστής αγοραστική δύναμης των συμπολιτών μας, υποστηρίζοντας ότι θα ψωνίσουν από αυτές λόγω έλλειψης επιλογής.
Για πρώτη φορά το 2024, και φέτος για δεύτερη, αποφασίσαμε να μην ακολουθήσουμε αυτή την προσέγγιση στην διαμόρφωση του ωραρίου αλλά να δώσουμε μια αμεσοδημοκρατική δυνατότητα στα μέλη μας να αποφασίσουν οι ίδιοι, διαμορφώνοντας δύο ωράρια, ένα διευρυμένο και ένα περιορισμένο, τα οποία στην συνέχεια προτείναμε προς ψήφιση.
Φυσικά ο ρόλος μας είναι επίσης να συμβουλέψουμε ως ειδικοί. Στο Δ.Σ. υπάρχουν μέλη με πολυετή εμπειρία ως έμποροι και ως εκλεγμένοι εκπρόσωποι εμπόρων. Αλλά και εδώ οι απόψεις διίστανται. Μια μελέτη για το τι είναι πραγματικά προς όφελος των εμπόρων της πόλης μας θα έπρεπε να είναι πολυδιάστατη, διεπιστημονική και να απαντά σε θέματα βιωσιμότητας, ξεκινώντας από το γεγονός ότι αυτή δεν μπορεί να προσδιοριστεί αποκλειστικά με οικονομικά κριτήρια.
Είναι όντως βιώσιμο ένα εμπορικό κατάστημα στο οποίο ο ιδιοκτήτης του εργάζεται κάθε βδομάδα 6ήμερο με τρία σπαστά; Μπορεί κανείς να έχει μια στοιχειώδη ποιότητα ζωής με ένα τέτοιο ωράριο όλες τις μέρες του χρόνου και μάλιστα αυξημένο σε περιόδους εορτών, εκπτώσεων κ.λπ.; Μπορεί να κάνει οικογένεια;
Από την άλλη: είναι «σωστό» να ακολουθούμε μια προστατευτική λογική, για τα μέλη μας; Μήπως θα ήταν καλύτερα ως σύλλογος να τους βοηθήσουμε να καταλάβουν ότι σε ένα αμείλικτο νεοφιλελεύθερο καπιταλιστικό οικονομικό περιβάλλον μια τέτοια λογική δεν έχει μέλλον;
Μήπως αντί να τους προσφέρουμε τη δυνατότητα να επιλέξουν μια προστατευτική εμπορική πολιτική ωραρίου, θα έπρεπε να επικεντρωθούμε αποκλειστικά στο να τους βοηθήσουμε να τοποθετηθούν ανταγωνιστικά σε αυτή την πραγματικότητα ή να συνειδητοποιήσουν ότι ίσως δεν έχουν μέλλον εντός αυτής;
Αυτά πρέπει να γίνουν αντικείμενο συζήτησης με τα μέλη του συλλόγου. Ποια είναι τα προβλήματά μας; Ποιοι είμαστε; Είναι ξεκάθαρο πως από κοινού μπορούμε να τα προσεγγίσουμε αποτελεσματικότερα. Όμως αρκετοί έμποροι δεν το βλέπουν έτσι. Ως έμποροι είμαστε τα πρώτα θύματα ενός νέο-φιλελεύθερου τρόπου σκέψης ο οποίος τελικά γίνεται μη-ανταγωνιστικός, αντιπαραγωγικός και αντι-ωφελιμιστικός.
Γιατί πραγματικά ανεξαρτήτως πολιτικό-οικονομικής ιδεολογίας κανείς δεν μπορεί να αρνηθεί τη δύναμη της συλλογικής δράσης. Να θυμίσω στους νέο-φιλελεύθερους το «ΝΑΙ» στο δημοψήφισμα, το κίνημα «Μένουμε Ευρώπη» και ότι ο Κωσταντίνος Μητσοτάκης κατέβηκε σε συγκέντρωση στο Σύνταγμα για να το στηρίξει.
Ο Θεοχάρης Παπαδάκης είναι γενικός γραμματέας του Εμπορικού Συλλόγου Ηρακλείου