Υπάρχουν άτομα που τα θαυμάζεις και άτομα που τα συμπαθείς. Τα δυο δεν πάνε κατ’ ανάγκη μαζί. Για μένα ο Βαγγέλης ανήκε στη δεύτερη κατηγορία. Συμφοιτητές στην τότε Ανωτάτη Γεωπονική Σχολή Αθηνών, σημερινό Γεωπονικό Πανεπιστήμιο, είχαμε πολλά από κοινού: καταγωγή από την επαρχία και ανέχεια. Δεν υπήρχαν τότε φοιτητικά εστιατόρια και εισιτήρια. Υπήρχαν όμως και τότε «οι αριστεροί» και ο Βαγγέλης ήταν ένας από αυτούς. Αλλά τι διαφορά από το σήμερα!
Τότε κρατούσες τα αριστερά σου φρονήματα σιωπηρά δια τον φόβο του πιστοποιητικού κοινωνικών φρονημάτων. Σήμερα τα διαλαλείς στεντορείως γιατί σου δίνουν τον φωτοστέφανο του αγωνιστή και προλειαίνουν το δρόμο μέσα στην κομματική και συνδικαλιστική ιεραρχία – αριστερόθεν και δεξιόθεν. Κατ’ ευφημισμό, το λέμε πολιτικοποίηση. Ο Βαγγέλης δεν ήταν τίποτε από αυτά.
Έβλεπε το επάγγελμα του ως λειτούργημα για τον έλληνα αγρότη είτε δούλευε σε ίδρυμα εφαρμοσμένης έρευνας, είτε ως πολιτευτής είτε ως συγγραφέας. Όταν ανέτειλε και μεσουράνησε ο ήλιος των ακόμα καλύτερων ημερών αντί να δρέψει τις δάφνες που «δικαιωματικά» του ανήκαν από την φοιτητική και επαγγελματική του πολιτεία έστρεψε την πλάτη στον συμβιβασμό και στην ίντριγκα και ζήτησε, πάντα με τα πιο αθώα κίνητρα, την πλήρωση του ονείρου του μέσα από άλλα κομματικά σχήματα
. Το όνειρό του είχε συγκριμένο όνομα: αγροτικός συνεταιρισμός. Μόνο που ήταν ένας εξαγνισμένος συνεταιρισμός για έναν αγγελικό κόσμο. Με μια δόση υπερβολής, ο Βαγγέλης Βαρδάκης ήταν ο ιεραπόστολος του αγροτικού συνεταιρισμού και τα βιβλία του για τον συνεταιρισμό ηχούν σαν ιεροκήρυγμα. Μου τα έστελνε να τα σχολιάσω και με έφερνε σε δύσκολη θέση.
Έπρεπε να βρω λόγια να μην τον πικράνω. Ήξερε την άποψη μου, ότι θεωρούσα την επιδίωξη του ουτοπιστική. Αλλά αυτό δεν μείωσε στο ελάχιστο τη βαθιά εκτίμηση που είχε ο ένας για τον άλλον από τα φοιτητικά έδρανα. Το πείραμα του αγροτικού συνεταιρισμού ποτέ δεν πήρε τον δρόμο που ήθελε ο Βαγγέλης. Του ήταν δύσκολο να παραδεχθεί ότι για αυτό δεν έφταιγαν μόνο οι εξωτερικές αντιστάσεις του κατεστημένου, ότι το εσωτερικό σαράκι ήταν το χειρότερο. Δεν θέλω να κρίνω, ούτε καν να αναλογιστώ, αν ο Βαγγέλης έφυγε με την πικρία του ανεκπλήρωτου ονείρου.
Η καθημερινότητα που ποτέ δεν μας δίνει το χρόνο να ζήσουμε τις αγνές στιγμές και πάντα αναβάλλει τα σπουδαία για το αύριο δεν μας επέτρεψε να καθίσουμε μαζί και να κάνουμε έναν κοινό απολογισμό. Κάπως έτσι ήρθε το τέλος του Βαγγέλη. Έζησε, τουλάχιστον για μένα, σαν ένα αθώο παιδί σ’ ολόκληρη τη ζωή του. Υπέμενε την παιδική αναπηρία με υπομονή, τη φτώχια με χαμόγελο, την εκμετάλλευση με μεγαλοψυχία, το ναυάγιο των ονείρων του με στωικότητα. Ε, ρε Βαγγέλη, τί ωραίο που θα ήταν αν ήταν ποτέ δυνατό ο κόσμος να γίνει όπως τον ήθελες!
* Ο Λευτέρης Ζούρος είναι ομότιμος καθηγητής Πανεπιστήμιο Κρήτης