Λένε στους άντρες έχουνε τα όπλα σημασία, μα και στα χέρια γυναικών έχουν την ίδια αξία
Είναι απ’ όλους αποδεκτός ο διακριτός ρόλος της γυναίκας στη δημιουργία και διαμόρφωση του οικογενειακού ιστού. Είναι η μητέρα, η τροφός, η δασκάλα, η σύμβουλος ή με δυο λόγια το στήριγμα του σπιτιού. Όταν όμως οι περιστάσεις αλλάζουν, αναλαμβάνει και άλλους ρόλους, που υπηρετούν το ευρύτερο κοινωνικό σύνολο και στηρίζουν πλατύτερες εθνικές επιδιώξεις.
Μια αιματοβαμμένη περίοδος την οποία έζησε ο κρητικός λαός, είναι χωρίς αμφιβολία η μακρόχρονη τουρκική δουλεία. Οι καταπιέσεις, οι ωμότητες και βιαιότητες, οι αναγκαστικοί εξισλαμισμοί και η εξαντλητική φορολογία, όπλιζαν τα χέρια των υπόδουλων και πυροδοτούσαν τις αλλεπάλληλες εξεγέρσεις τους. Στα μηνύματα των καιρών η γυναίκα δεν στέκεται αμέτοχη, απρόθυμη ή αδρανής.
Από την έναρξη της επανάστασης συμπαραστέκεται στον άνδρα της, αναλαμβάνει επικίνδυνες αποστολές και με τη δράση και την έντονη παρουσία της ανατρέπεται ο κανόνας ότι «οι άνδρες πολεμούν και οι γυναίκες θρηνούν». Συμμετέχει λοιπόν και η ίδια στον αγώνα με κυριότερο όπλο την θέρμη της ψυχής της. Και η συμμετοχή της αυτή καλύπτει το διάστημα των αγώνων από το 1821 ως το 1897.
Στις γυναίκες αυτές, μέρος από τις οποίες καταχωρούνται στο παρόν δημοσίευμα, αφιερώνονται ως επιμνημόσυνη μαρτυρία οι στίχοι αυτοί με τη συμπλήρωση 200 χρόνων της Ελληνικής Επανάστασης. Τιμή ανήκει και στις άλλες αγωνίστριες γυναίκες, που κινούνται στο χώρο της άγνοιας και της σιωπής. Τις διαβεβαιώνουμε ακόμα ότι μαζί με τις άλλες γυναίκες που πουλήθηκαν ως σκλάβες στα σκλαβοπάζαρα της Ανατολής όπως η Καλίτσα Ψαράκη, μας αφήνουν αναμμένη τη λαμπάδα του παραδείγματός τους, η οποία μένει ανά τους αιώνες ως ασίγαστη μαρτυρία.
Τα σύντομα αυτά λόγια μου από το παρόν βήμα προσφέρονται ως τίτλος τιμής, ως επιμνημόσυνη μαρτυρία και ακόμα ως διαβεβαίωση ότι η εθνική γυναικεία προσφορά σας, λειτουργεί για μας ως πολύτιμη υπόμνηση και αδιασάλευτη παρακαταθήκη. Η συμμετοχή της γυναίκας της Κρήτης στον άνισο και σκληρό κατά των Τούρκων αγώνα, ενισχύει την δικαιολογημένη εθνική μας υπερηφάνεια και τονώνει το εθνικό μας φρόνημα.
Αποτελεί ακόμα ένα φωτεινό παράδειγμα, που εμπλουτίζει τις άγνωστες ή και ανεξερεύνητες πτυχές της ιστορίας μας, καθοδηγώντας και τους νέους μας στο δρόμο του καθήκοντος και της προσφοράς. Ένα αριθμό αγωνιστών γυναικών της Κρήτης, που ανασύρουμε από την ομίχλη του ιστορικού παρελθόντος, παρουσιάζουμε σήμερα. Στο πρόσωπό τους τιμούνται και όλες οι γυναίκες, που αγωνίστηκαν ή θυσιάστηκαν, υπερασπιζόμενες τα ιδανικά των πνευματικών αξιών, και της ανθρώπινης αξιοπρέπειας.
Στην κατηγορία αυτή συμπεριλαμβάνονται και οι γυναίκες που με τα παιδιά τους πολλές φορές, αποτέλεσαν ως σκλάβες αντικείμενα συναλλαγών στα σκλαβοπάζαρα της Ανατολής. Χαρακτηριστική περίπτωση αποτελεί η Καλλίτσα Ψαράκη από το Ρέθυμνο.
Ροδάνθη ή Κριτσωπούλα ή Σπανομανόλης. Είχε γεννηθεί στο χωριό Κριτσά Μεραμβέλλου. Το ωραίο παρουσιαστικό και η μελωδική φωνή της μάγεψαν τον άγριο γενίτσαρο Χουρσίτ Πασά κάτοικο Χουμεριάκου. Στέλνει λοιπόν τον υποτακτικό του Ομέρ, που κατορθώνει και την αποσπά από τα χέρια της μάνας της, η οποία τελικά πληρώνει με τη ζωή της την άρνησή της να την παραδώσει. Όταν βρίσκεται στο κρεβάτι του ξαπλωμένου και ανεπιθύμητου πασά, εκείνη με τις παραπλανητικές κουβέντες της κατορθώνει και τον σκοτώνει με το ίδιο το σπαθί του. Ντύνεται αμέσως με τα ρούχα του, ζώνεται τ’ άρματά του και καταφθάνει στο λημέρι του καπετάν Καζάνη στα λασιθιώτικα βουνά, όπου εντάσσεται στην ομάδα του. Εκεί, πολεμώντας τους Τούρκους το Γενάρη του 1823 κοντά στο χωριό της, δέχεται μια κατάστηθη σπαθιά και πληγώνεται βαριά. Ο ιερέας πατέρας της πολεμά δίπλα της και δεν την αναγνωρίζει. Όταν όμως του λέει ποια είναι, εκείνος πέφτει λιπόθυμος χωρίς να συνέλθει πια. Σε λίγο αφήνει και η ίδια την τελευταία της πνοή. Ο φιλόξενος τάφος της μητέρας της, δέχεται και τα δυο θύματα της τουρκικής θηριωδίας. Η γενέτειρά της την τίμησε με ειδικό καλαίσθητο μνημείο.
Αντωνούσα Καστάνη. Γεννήθηκε στο χωριό Κερά της επαρχίας Κισάμου το 1844. Η παράλογη και επίπονη απαίτηση του Τούρκου να αφαιρέσει τα κατοικίδια ζώα της για το συσσίτιο των ανδρών του τουρκικού στρατοπέδου στο Καστέλλι δεν γίνεται δεκτή. Η άρνηση αυτή στέκεται η αφορμή μιας έντονης λογομαχίας και διαπληκτισμού, που καταλήγει στο φόνο του Τούρκου. Ως πολύτιμη λεία μένουν τα άρματά του, τα οποία ζώνεται η ίδια και βγαίνει στο βουνό με τους άνδρες πολεμιστές της Κισάμου. Με την τιμημένη αυτή ιδιότητα συμμετέχει σε πολλές κατά των Τούρκων μάχες από το 1866 ως το 1897.
Έγραψε με το παράδειγμά της τη δική της ιστορία, αλλά και η ιστορία δεν την ξέχασε. Τοποθετήθηκε η θρυλική μορφή της δίπλα στις φωτογραφίες των οπλαρχηγών και των άλλων ηρώων στο Ιστορικό Αρχείο Κρήτης. Η γενέτειρά της την τίμησε επίσης με την προτομή της στο χωριό της.
Άννα Καλλέργη. Γεννήθηκε στη Ρογδιά Μαλεβιζίου το 1841 και ήταν κόρη του οπλαρχηγού Κων/νου Καλλέργη. Υπερασπίζεται το χωριό της, που πολιορκείται από τους Τούρκους και πολεμά δίπλα στους Χριστιανούς μαχητές, αναγκάζοντας τους Τούρκους να εγκαταλείψουν την πολιορκία, τραυματισμένη και η ίδια. Η οικογένειά της, μπροστά στον άγριο διωγμό των Τούρκων που δέχεται, εγκαταλείπει το χωριό και μετοικεί μόνιμα στο Σέλινο. Εκεί, παντρεύεται τον Κοντογιάννη και συνεχίζει την πολεμική της δράση ως Κοντογιάνναινα ή καπετάν Γιάνναινα. Την πλούσια αγωνιστική της δράση αναγνώρισε η ελληνική κυβέρνηση της εποχής και χορήγησε σ’ αυτή ως ηρωίδα ισόβια σύνταξη οπλαρχηγού. Πέθανε τον Νοέμβριο του 1938 και της αποδόθηκαν τιμές οπλαρχηγού όπως της άξιζε.
Σοφία Βέργα. Καταγόταν από το χωριό Μοχός της επαρχίας Πεδιάδας. Ήταν αδελφή τριών παλικαριών, που είχαν σκοτώσει δυο Τούρκους γνωστούς για την αγριότητά τους στην περιοχή. Η δολοφονία αυτή τους ανάγκασε να καταφύγουν ως Χαΐνηδες στα γειτονικά βουνά. Την επαναστατική δράση τους την μετέφεραν αργότερα στα νησιά του Αιγαίου και την Μάνη. Το 1807 αρνούμενη να υποταχθεί στις ορέξεις του Καραμπίνη, γιου του Αρίφ Μόχλογλου, εκείνος σχεδιάζει και της αποκόβει τα στήθη της κι ενώ είναι αιμόφυρτη την πυροβολεί βρίσκοντας έτσι φρικτό θάνατο. Όταν τα αδέλφια της έμαθαν τον αποτρόπαιο χαμό της, ορκίστηκαν να εκδικηθούν το δράστη. Με το ίδιο βόλι που βρισκόταν στο αποσυνθεμένο πτώμα της αδελφής τους, σκότωσαν τον αχαλίνωτο και αιμοβόρο Τούρκο.
Χαρίκλεια Δασκαλάκη. Πρόκειται για τη γνωστή ηρωίδα του Αρκαδίου, που το τίμησε με την παρουσία της, στην ιστορική του πολιορκία. Παρά τον βαθύ και αβάστακτο πόνο που την καταπίεζε από τον θάνατο των τριών γιό της, θυμάτων της επανάστασης, εκείνη αναδείχτηκε ένας από τους αξιόλογους παράγοντες της άμυνας του μοναστηριού. Αψηφώντας τους κινδύνους έτρεχε εμψυχώνοντας τους μαχητές στους οποίους με άλλες κοπέλες μετέφερε πολεμοφόδια και άλλα πυρομαχικά. Πέθανε το 1893 σε ηλικία 75 ετών. Η λαϊκή μούσα εξυμνώντας τη δράση της μας λέει ποιητικά μεταξύ των άλλων:
Η Δασκαλάκαινά ‘στεκε κι εκράθειε τη σημαία,
έστεκε εις τα κλάουστρα κι εφώναζε όλη μέρα.
Ελένη Λουκάκη. Ήταν από τις γυναίκες της Μονής Αρκαδίου που βρέθηκαν έγκλειστες στο χώρο της τον Νοέμβριο του 1866, πολεμώντας τους Τούρκους πολιορκητές. Ήταν επίσης από τις ελάχιστες γυναίκες που κατόρθωσαν να επιζήσουν. Τη ζωή της που είχε σφραγισθεί με τα χαλάσματα του μοναστηριού, την οφείλει σε κείνο που την είδε και την απελευθέρωσε. Όταν συνάντησε τον πατέρα της στο χωριό τους, εκείνος δεν την αναγνώρισε, γιατί ήταν πληγωμένη, σκονισμένη και μαυρισμένη από τις συνθήκες που επικρατούσαν στο εσωτερικό της μονής. Το μυστήριο λύθηκε όταν η ίδια τον αποκάλεσε τατά (πατέρας) που την αναγνώρισε με τη χαρά αφού «απολωλός ήν και ευρέθη». Πέθανε στην Αθήνα σε βαθιά γεράματα, παίρνοντας μαζί της και τις φλεγόμενες αναμνήσεις της.
Σγουροφυλλιά και Κατσούλη Μπούρμπαχη. Σκοτώθηκαν πολεμώντας τους Τούρκους στην καταστροφή του πύργου του Ιμπραχήμ Αληδάκη το 1774, όπως διασώζει δημοτικό τραγούδι της εποχής.
Σοφία Μαυράκη, Κατερίνα Λουπάση και Πατσουραζαμπιά. Στην ίδια πολιορκία του Πύργου πήραν μέρος το 174 και οι τρεις αυτές αγωνίστριες.
Αρετή Νιώτη. Με τον πατέρα της, τον θείο της και τον αδελφό της έδρασαν στο Μυλοπόταμο, τη Γόρτυνα και την Κνωσό. Η ηρωική τους παρουσία αποτέλεσε φόβητρο στους Τούρκους των περιοχών αυτών.
Μαρία Θεοχώρα Φεραρόλη και Μαρία Τωράκη. Έδρασαν στους τόπους καταγωγής τους που ήταν οι Λάκκοι Κυδωνίας και τα Κεραμειά. Κάτω από βροχή σφαιρών και με κίνδυνο της ζωής τους μετέφεραν πολεμοφόδια στους μαχητές της περιοχής τους στην επανάσταση 1866-69.
Αρετή Τσιτσιροδοπούλα και Μαρία Καντηλιέρη. Φάνηκαν χρήσιμες στα χωριά τους Κεραμειά και Περιβόλια. Στην ίδια επανάσταση είχαν αναλάβει ταχυδρομική αποστολή, μεταφέροντας χρήματα και επίσημα έγγραφα στους επαναστάτες, περνώντας αναγκαστικά μέσα από τουρκικά στρατόπεδα.
Παντελιά Κονταξάκη. Διακρίθηκε στην επανάσταση του 1897 και πληγώθηκε κατά την πολιορκία του πύργου της Μαλάξας, που οι επαναστάτες ανάγκασαν την τουρκική φρουρά να παραδοθεί.
Μαριγώ Λαμπράκη-Καζαντζάκη. Η συμβολή της στην επανάσταση των Αρχανών το 1897, γενέθλιο τόπο της, υπήρξε σημαντική. Με κίνδυνο της ζωής της μετέφερε τακτικά φισέκια, μπαρούτι και μολύβι από το Ηράκλειο στις Αρχάνες προς κάλυψη των συναφών αναγκών των πολεμιστών.
Ειρήνη Μαυρογιαννοπούλα ή Μαυρορήνη. Γέννημα των Αρχανών. Έφερε ανδρική στολή και προκαλούσε θαυμασμό για το θάρρος της και την ανδρεία που επέδειξε στην επανάσταση των Αρχανών το 1897. Το σπίτι της είχε μετατρέψει σε νοσοκομείο για τις ανάγκες των πληγωμένων. Ο εξορυγμένος δεξιός οφθαλμός από εχθρικό βόλι την συνόδευε ως πειστήριο της εθνικής της προσφοράς σ’ ολόκληρη τη ζωή της.
* Ο Γ. Παναγιωτάκης είναι συγγραφέας, ιστορικός ερευνητής