Λένε πως κάθε άνθρωπος, όσο και αν πλανηθεί, κάπου βαθιά μέσα του κρύβει μιαν Ιθάκη. Άλλοι τη φτάνουν με αίμα και πόνο, άλλοι με το τίμημα της σιωπής· και άλλοι, με το εισιτήριο της ματαιοδοξίας.
Ο Αλέξιος, ο έφηβος που κάποτε ονειρεύτηκε να γίνει προφητάνακτας σαν τον Μωυσή, επιστρέφει τώρα από τα πελάγη της εκπεσούσης εξουσίας του με ένα σύγγραμμα. Τίτλος του «Ιθάκη», σαν να ‘θελε να ξορκίσει το ταξίδι που (τον) έχασε.
Κάποτε, στα χρόνια της αυταπάτης, πίστεψε πως θα ανοίξει κι εκείνος τη δική του Ερυθρά Θάλασσα· πως με ραβδί από συνθήματα, ταμπούρλα, ζουρνάδες και κωλοτούμπες, θα οδηγούσε το Ρωμαίικο στη Γη της Επαγγελίας.
Μα τα νερά δεν υπάκουσαν, έμειναν ακίνητα, βαριά, και μόνο τα είδωλά τους άλλαζαν πρόσωπα. Και τώρα, από μακριά, στέκει στο ακρογιάλι και γράφει, όπως οι αρμυροτσακισμένοι ναυαγοί που ξέρουν πως δεν έχουν πια (από) πού να γυρίσουν. Γι’ αυτό η Ιθάκη του δεν είναι νησί. Είναι σειρά από καθρέφτες.
Στο γυαλί τους βλέπει τον έφηβο των καταλήψεων, τον ρήτορα και λαοπλάνο των πλατειών, τον άρχοντα και ανέστιο των ανακτόρων, τον εξόριστο του εαυτού του.
Και τους κοιτάζει όλους με τη μελαγχολία εκείνου που αντιλαμβάνεται πολύ αργά πια, πως το ταξίδι δεν μετριέται σε σταθμούς, αλλά σε μεταμορφώσεις, σε μάσκες.
Ίσως να πίστεψε, για μια στιγμή, πως η πένα θα του δώσει ό,τι του στέρησε η εξουσία: Νόημα, αθωότητα, εκείνο το πρώτο ρίγος του ονείρου που δεν εξαγοράζεται με χειροκροτήματα στις πλατείες και τιμές στα ανακτοβούλια.
Μα οι λέξεις του δεν είναι ποίηση· είναι κάτι σαν από το ξέφτισμα του χάρτινου κοστουμιού ενός πλανόδιου παραμυθά, που επιβίωσε μαζί με την ανυπαρξία του και την αφάνειά του. Και κάθε του φράση ηχεί σαν την ηχώ των αριστερόστροφων φαντασιώσεών του. Σαν τον αντίλαλο των ψευδών που ξεχάστηκαν στις σκιές μιας απολεσθείσης δόξας.
Κι όμως, υπάρχει κάτι ανθρώπινο, σχεδόν τρυφερό, σ’ αυτή την επιστροφή. Ο Αλέξιος που ονειρεύτηκε να γίνει Οδυσσέας, έγινε τελικά αφηγητής των ναυαγίων του.
Μέσα από τη δική του Ιθάκη, ψιθυρίζει χωρίς να το ξέρει το πιο τίμιο ποίημα του βίου του: Ότι κανείς δεν γυρίζει αλώβητος από τις θάλασσες. Ούτε καν εκείνοι που πίστεψαν πως κρατούσαν σφιχτά το δοιάκι στα πέλαγα.
Η έκδοση αυτή, θα έλεγε κανείς, πως πρόκειται για μια πράξη θάρρους ή τουλάχιστον για μια απόπειρα μνημοσύνου. Διότι, για να γράψεις για μιαν Ιθάκη, προϋποτίθεται ότι έχεις ταξιδέψει. Και, όπως θυμόμαστε, το μόνο ταξίδι που έκανε ο Αλέξης ήταν εκείνο από τα αμφιθέατρα του Ε. Μ. Πολυτεχνείου στο Μαξίμου.
Με ενδιάμεση στάση φυσικά, την πλατεία Συντάγματος, εκεί όπου οι μύθοι της Επανάστασης συναντούσαν τα γκράφιτι της μεσαίας τάξης.
Η Ιθάκη του Αλέξη δεν είναι η πατρίδα του Οδυσσέα. Ίσως είναι ένα παραθαλάσσιο Airbnb του Μωυσή. Διότι, όπως ο προφητάναξ, ο πρώην πρωθυπουργός μας, ονειρεύτηκε να χωρίσει τη θάλασσα της Ιστορίας στα δύο, για να οδηγήσει τον λαό του Ρωμαίικου σε μια νέα Γη της Επαγγελίας.
Κι όταν τα νερά δεν άνοιξαν, είπε ότι φταίει η παλίρροια και ο άνεμος. Και το Ρωμαίικο έκτοτε, τον έστειλε κακήν κακώς σπίτι του.
Τώρα λοιπόν, επιστρέφει ως πολυμήχανος συγγραφέας, να μας μιλήσει για την «Ιθάκη». Όχι για εκείνη που έφτασε, αλλά για εκείνη που φαντάστηκε ότι του ανήκει, αφού ως γνωστόν, η πολιτική μας ζωή έχει προ πολλού καταργήσει τη διάκριση ανάμεσα στο βίωμα, το αφήγημα και τον μύθο.
Ο Αλέξης υπήρξε η επιτομή αυτής της σύγχυσης: ένας άνθρωπος που μπήκε στην Ιστορία σαν σύνθημα και βγαίνει περίπου σαν λογοτεχνικό είδος.
Το βιβλίο είναι μια αναδρομή στις θαλασσόδαρτες περιπλανήσεις των ταξιδιών του. Από την εφηβεία του στο δεκαπενταμελές, στην ωριμότητα του δεκαπενταμελούς κράτους που κυβέρνησε. Από τις καταλήψεις στα σχολεία, στις καταλήψεις των θεσμών.
Και από τα μαθήματα φυσικής στο Ε. Μ. Πολυτεχνείο, στα πειράματα της πολιτικής χημείας, εκεί όπου οι αριστερές ιδέες αναμειγνύονται αρμονικά με τα σαλόνια των εργολάβων και των καναλαρχών. Ήταν όμως μόνον αυτά; Όχι.
Στο τέλος, ο Αλέξης αποφάσισε ότι το ταξίδι δεν μετριέται με επιτυχίες, αλλά με αφηγήσεις. Έτσι, τοποθέτησε τον εαυτό του πλάι στον Οδυσσέα, στον Μωυσή, ίσως και στον Καβάφη, ο οποίος, αν ζούσε, θα έγραφε ένα νέο ποίημα με τίτλο «Τα εις Αλέξιον»:
«Όταν θα φθάσεις στην Ιθάκη, Αλέξιε, εύχου να ‘ναι βραχύς ο δρόμος
γιατί αν είναι μακρύς, θα χρειαστείς και δεύτερο βιβλίο».
Και πράγματι, ο δρόμος του Αλέξη ήταν κοντός. Μακρύς σε τηλεοπτικά πλάνα, σύντομος σε βάθος. Όπως όλα τα ελληνικά έπη της μεταπολίτευσης, άρχισε με ιδανικά και τελείωσε με χορηγίες.
Το ωραίο, βέβαια, είναι ότι ο ίδιος φαίνεται να το πιστεύει. Πιστεύει ότι επιστρέφει τροπαιούχος στην Ιθάκη, ή ίσως την ψάχνει ακόμη, με το βλέμμα του σοφού ταξιδευτή, όχι του νικημένου και του απόστρατου. Πιστεύει πως οι καταιγίδες που ο ίδιος προκάλεσε, ήταν οκτωβριανές αιγαιοπελαγίτικες μπονάτσες.
Και πως οι ήττες του δεν ήταν πτώσεις και συντριβές, αλλά μυθολογικές κάθοδοι για αναγέννηση.
Όμως η μόνη θάλασσα που φαίνεται πως διάβηκε ο Αλέξης, είναι αυτή του πολιτικού μας αυτισμού. Και εκεί, μέσα στις φουρτούνες των συνθημάτων και στις μπουνάτσες των προσώπων, ο πρώην πρωθυπουργός επιμένει ακόμη κρατώντας τα απομεινάρια από τις σανίδες των ναυαγίων του, όχι σαν Οδυσσέας, αλλά σαν επιπλέουσα φελλοφόρος δρυς με αυτοπεποίθηση.
Η Ιθάκη του, λοιπόν, δεν είναι το τέλος ενός ταξιδιού. Είναι η επιβεβαίωση πως, στην Ελλάδα, αρκεί να μιλήσεις με λυρισμό για την πλάνη σου, και τα πλήθη θα σε χειροκροτήσουν σαν να ήσουν σοφός που επέστρεψε από τα βάθη της Οδύσσειας. Όταν, στην πραγματικότητα, απλά έχασες τον δρόμο σου στα ρηχά.
(Φωτογραφία: παραλλαγή από το έργο «The Pilgrim», 1966, του Rene Magritte)
Ο Κωστής Ε. Μαυρικάκης είναι πολιτικός μηχανικός ΕΜΠ