Οι διακρατικές σχέσεις δεν είναι σταθερές και αμετάβλητες αλλά δυναμικές και μεταβαλλόμενες. Κατ’ αναλογία, οι ελληνοτουρκικές σχέσεις ως διακρατικές σχέσεις διέπονται από εναλλαγές σύμφωνα πάντοτε με τις εκάστοτε επικρατούσες συνθήκες. Η ίδρυση του τουρκικού κράτους το 1923 σηματοδότησε την έναρξη των επίσημων ελληνοτουρκικών σχέσεων κι έκτοτε έχουν υπάρξει τόσο στιγμές σημαντικής έντασης μεταξύ των δύο κρατών όσο και στιγμές προσέγγισης, κατανόησης και νηνεμίας. Άλλωστε, είναι γεγονός πως μετά από χρονικά διαστήματα σημαντικής έντασης έχουν ακολουθήσει στιγμές ύφεσης και σύγκλισης στις σχέσεις μεταξύ των δύο κρατών.
Το διάστημα μεταξύ 1995 και 1998 αποτέλεσε μία δύσκολη καμπή για τις ελληνοτουρκικές σχέσεις αλλά το γεγονός αυτό δεν εμπόδισε τα δύο κράτη να εγκαινιάσουν μία νέα πολιτική το έτος 1999. Πιο συγκεκριμένα, η κρίση των Ιμιών έφερε τα δύο κράτη πολύ κοντά σε γενικευμένη ένοπλη σύγκρουση αποτελώντας την τρίτη κατά σειρά και συνάμα τη σοβαρότερη κρίση στο Αιγαίο Πέλαγος. Η εν λόγω κρίση φανέρωσε με τον πλέον έντονο τρόπο το αδιέξοδο στο οποίο ήταν πιθανό να περιέλθουν τα δύο κράτη εάν δεν εφάρμοζαν ουσιαστική αλλαγή στην προσέγγιση τους.
Εκείνο το χρονικό διάστημα δεν υπήρξε μόνον η κρίση των Ιμιών αλλά και η επονομαζόμενη ως “Κρίση Οτσαλάν”. Η Τουρκία, επί σημαντικό χρονικό διάστημα, κατηγορούσε το ελληνικό κράτος ότι υποβοηθούσε την προετοιμασία και την εκπαίδευση των Κούρδων μαχητών του ΡΚΚ το οποίο είναι μία οργάνωση προώθησης των κουρδικών αιτημάτων. Εντούτοις, το ΡΚΚ είχε κηρυχθεί ως τρομοκρατική οργάνωση σε αρκετά κράτη ανά τον πλανήτη γεγονός που καθιστούσε ιδιαιτέρως δυσχερή την αναζήτηση καταφυγίου για τον Οτσαλάν ο οποίος ως επικεφαλής του ΡΚΚ εκδιώχθηκε από την τουρκική επικράτεια.
Εντός αυτών των συνθηκών ο Οτσαλάν κατέφθασε στην ελληνική επικράτεια δίχως να είναι επισήμως αποδεδειγμένο ότι η ενέργεια αυτή έλαβε χώρα υπό τη συναίνεση του Έλληνα πρωθυπουργού. Μετά την άφιξη του Οτσαλάν στην Ελλάδα, η ελληνική κυβέρνηση μη θέλοντας να ενδώσει στις τουρκικές πιέσεις απέστειλε τον Οτσαλάν στο κτίριο της ελληνικής πρεσβείας στο Ναϊρόμπι της Κένυας. Όμως, αυτή η επιχείρηση περιήλθε εις γνώση των τουρκικών αρχών με το ελληνικό κράτος να συμφωνεί στην παράδοση του επικεφαλής του ΡΚΚ υπό τον όρο ότι εκείνος δεν θα θανατωθεί από τις τουρκικές αρχές, όπερ και εγένετο. Επρόκειτο για μία πολιτική επιλογή που εν τέλει δεν έπληξε ανεπανόρθωτα τις ελληνοτουρκικές σχέσεις λίγους μόλις μήνες πριν εκκινήσουν οι εποικοδομητικές συζητήσεις μεταξύ Γ.Παπανδρέου (Ελληνας Υπουργός Εξωτερικών) και Ι.Τζεμ (Τούρκος Υπουργός Εξωτερικών).
Το τεταμένο αυτό κλίμα που επικράτησε στις ελληνοτουρκικές σχέσεις την περίοδο μεταξύ 1995 και 1998 δεν εμπόδισε τη σημαντική αναθέρμανση που οδήγησε σε σημαντικότατη σύγκλιση. Η νέα περίοδος στις ελληνοτουρκικές σχέσεις εγκαινιάστηκε μέσω των απρόσμενων και θλιβερών σεισμών στις δύο χώρες το 1999. Ο φονικός σεισμός στην Κωνσταντινούπολη τον Αύγουστο εκείνου του έτους και ο καταστροφικός σεισμός στην Αθήνα τον Σεπτέμβριου του ίδιου έτους οδήγησε στη λεγάμενη ως “σεισμική προσέγγιση” μέσω της αμφίδρομης αποστολής ανθρωπιστικής βοήθειας. Ο ανθρώπινος πόνος των δύο σεισμών έφερε κοντά τις δύο χώρες τόσο σε κυβερνητικό όσο και σε κοινωνικό επίπεδο.
Η νέα ελληνοτουρκική προσέγγιση υποβοηθήθηκε και από το γεγονός ότι σε καίριες κυβερνητικές θέσεις είχαν τοποθετηθεί άνθρωποι που δημιούργησαν τις προϋποθέσεις προς την κατεύθυνση των στενών και θερμών ελληνοτουρκικών επαφών.
Καίριο ρόλο, όμως, στην ύφεση των ελληνοτουρκικών σχέσεων διαδραμάτισε το δέλεαρ που προσέφερε η Ευρωπαϊκή Ένωση. Η βελτίωση των ελληνοτουρκικών σχέσεων θα ήταν δεδομένη με την ένταξη της Τουρκίας στην Ευρωπαϊκή Ένωση διότι αφ’ ενός τα δύο κράτη θα μείωναν τις αντιπαλότητές τους λόγω της συνύπαρξής τους εντός μίας ζώνης κοινών οικονομικών συμφερόντων και αφ’ ετέρου η Ελλάδα θα είχε πλέον δίπλα της έναν εξευρωπαϊσμένο γείτονα.
Η ύφεση των ελληνοτουρκικών σχέσεων έφθασε στο υψηλότερο σημείο με την άρση του μακροχρόνιου ελληνικού veto έναντι της ενταξιακής πορείας της Τουρκίας στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Η άρση του ελληνικού veto πραγματοποιήθηκε υπό όρους. Ο πρώτος όρος ήταν η ένταξη της Κυπριακής Δημοκρατίας στην Ευρωπαϊκή Ένωση ακόμα και δίχως επίλυση του κυπριακού ζητήματος ενώ ο δεύτερος όρος ήταν η προσφυγή στο Διεθνές Δικαστήριο της Χάγης το 2004 με σκοπό την οριοθέτηση της υφαλοκρηπίδας εάν μέχρι εκείνο το έτος δεν είχαν καρποφορήσει οι διαπραγματεύσεις.
Οι κρίσεις Ιμιών και Οτσαλάν ώθησαν τις δύο κυβερνήσεις στην εξέταση των συνθηκών γειτνίασης υπό ένα διαφορετικό πρίσμα προσέγγισης και συνεννόησης ενώ ώθησαν στην κατανόηση ότι οι συγκρούσεις δεν εξυπηρετούν το ευρύτερο ελληνοτουρκικό συμφέρον. Συλλήβδην, καθίσταται αντιληπτό πως οι ελληνοτουρκικές σχέσεις δεν είναι καταδικασμένες να αποτυγχάνουν μονίμως αλλά υφίστανται πάντοτε ευκαιρίες επαναπροσέγγισης ακόμα και μετά από τεταμένες περιόδους παρατεταμένων κρίσεων.
* Ο Αριστείδης Κολετζάκης είναι τεταρτοετής φοιτητής Νομικής στο δημόσιο Πανεπιστήμιο Κύπρου