Στα σημειωματάρια του 1914-1916, ο Wittgenstein προεπισκοπεί μέσα του την μικρή πραγματεία Tractatus Logico Philosophicus (1918), έργο – σταθμός, για την αγγλοσαξωνική τουλάχιστον, φιλοσοφική παράδοση.

Αν «το πώς είναι ο κόσμος, είναι εντελώς αδιάφορο για το ανώτερο» -όπως γράφει ο Wittgenstein- και «ο Θεός δεν αποκαλύπτεται μέσα στον κόσμο», τότε μπορούμε να συνάγουμε ότι ο Θεός αποκαλύπτεται ακριβώς στην αιχμή, οριακά ίσως, δηλαδή στο «όριο του κόσμου», που δεν είναι άλλο από «το υποκείμενο».

Γνωρίζουμε όμως από την καθημερινή ροή της πραγματικότητας ότι η κάθε ελεύθερη ή εξαναγκασμένη δράση, έχει και παρουσιάζει αργά ή γρήγορα και τις όποιες της, ευχάριστες ή δυσάρεστες, συνέπειες. Αυτό θα μπορούσαμε να το ταυτίσουμε με μία γένεση μιας εσωτερικής ηθικής αναγκαιότητας.

Σημειώνει όμως από την άλλη ο Wittgenstein στις 6 – 5 – 1916: «Στο κάτω-κάτω της γραφής, ολόκληρη η σύγχρονη δυτική κοσμοθεωρία [Weltanschauung] εμπεριέχει την ψευδαίσθηση ότι οι επονομαζόμενοι φυσικοί νόμοι αποτελούν ερμηνείες των φυσικών φαινομένων. [Το 6.371 του Tractatus].

Έτσι σταματούν μπροστά στους φυσικούς νόμους, σαν να πρόκειται για κάτι το απόρθητο, όπως οι άνθρωποι των παλαιότερων εποχών έκαναν μπροστά στο Θεό και στη μοίρα». Και συνεχίζει, παραλλάσσοντας το τελικό συμπέρασμα της σκέψης του στο 6.372, όπου λέει «σαν όλα να έχουν εξηγηθεί». «Και οι δύο», γράφει, «έχουν και δίκιο και άδικο.

Οι παλιότεροι είναι πραγματικά διαυγέστεροι, με την έννοια ότι αναγνωρίζουν ένα καθαρό τέρμα, ενώ το νέο σύστημα υποτίθεται ότι ερευνά σαν τα πάντα να έχουν κάποιο θεμέλιο [6 – 5 – 1916]».

Εδώ, όπως ξέρουμε, δεν υπάρχει αιτιατή συνάφεια σε κάθε τι που συμβαίνει, σε κάθε αλληλουχία. Αν όμως αντί για την έννοια του αδιάσειστου θεμελίου ή της γενέσεως θέσουμε αυτή της απροσδιοριστίας ή της αναγκαιότητας, τότε η ζυγαριά που φέρνει στο φως o Wittgenstein σημειώνοντας ότι «και οι δυο έχουν και δίκιο και άδικο», εξισορροπεί και εκλογικεύει τα πράγματα.

Στις 11 – 6 – 1916 ο Wittgenstein σημειώνει:

«Τι γνωρίζω σε σχέση με το Θεό και τον σκοπό της ζωής;

Ξέρω πως αυτός ο κόσμος υπάρχει.

Ότι είμαι τοποθετημένος μέσα του όπως το μάτι στο οπτικό του πεδίο.

Ότι υπάρχει κάτι προβληματικό σ’ αυτόν, κάτι που το ονομάζουμε νόημα.

Ότι αυτό το νόημα δεν βρίσκεται μέσα του, αλλά έξω από αυτόν.

Ότι η ζωή είναι ο κόσμος.

Ότι η θέλησή μου διαπερνά τον κόσμο.

Ότι η θέλησή μου είναι είτε καλή είτε κακή.

Έτσι, το καλό και το κακό είναι κατά κάποιο τρόπο συνδεδεμένα με το νόημα του κόσμου.

Το νόημα της ζωής, δηλαδή το νόημα του κόσμου, μπορούμε να το αποκαλέσουμε Θεό.

Και να συνδέσουμε μ’ αυτό τη σύγκριση του Θεού με έναν πατέρα.

Το να προσεύχεται κανείς σημαίνει να στοχάζεται πάνω στο νόημα της ζωής.

Δεν μπορώ να προσαρμόσω τα γεγονότα της ζωής στη θέλησή μου: είμαι εντελώς αδύναμος.

Μπορώ μονάχα να ανεξαρτητοποιήσω τον εαυτό μου από τον κόσμο -και έτσι κατά μία έννοια να τον τιθασεύσω- με το να απαρνηθώ κάθε επιρροή πάνω στα συμβάντα».

Ενώ στις 5 – 7 – 1916 γράφει:

«Ο κόσμος είναι ανεξάρτητος από τη θέλησή μου [6.373]. […] Καθώς και κατά τον θάνατο, ο κόσμος δεν αλλάζει – απλώς σταματά να υπάρχει [6.431]».

Θα μπορούσαμε ίσως να πούμε ότι ο κόσμος όμως, όσο υπάρχει, άλλο τόσο δεν υπάρχει: ποιο θα ήταν αλλιώς το νόημα λ.χ. της μουσικής ή της λογοτεχνίας; Συνεισφέρουν σε αυτό ακριβώς που φαίνεται να μην υπάρχει και να καθιστά είτε με τον προσδιορισμό, τον εντοπισμό του, είτε με την ανυπαρξία του, τον κόσμο σχεδόν ασφυκτικό: έναν γυμνό ορίζοντα γεγονότων.

Γι’ αυτό και ο Heidegger λέει ότι «το έργο τέχνης κάνει την γη να είναι γη». Συνεπώς, καθώς φαίνεται υπάρχει τόσο ένα στοιχείο πλησμονής και πληρότητας, όσο και ένα στοιχείο κενού.

Ένα εσωτερικό μόρφωμα, ερμητικά κλεισμένο, μας οδηγεί κατά πλήρη αναγκαιότητα στον προσδιορισμό του νοήματος της ζωής, που πέρα ίσως από την ακατάπαυστη εργασία, -γιατί, η φιλοσοφία τόσο εν λόγω όσο και εν σιωπή, είναι πάνω απ’ όλα μια δραστηριότητα, κι αυτό συνάγεται απέριττα και φορτισμένα με κάποια λογική επικινδυνότητα, από τα λόγια του Kierkegaard: «απλά σιωπήστε και αναζητείστε το Βασίλειο του Θεού». Γιατί, οι άνθρωποι είναι όντως πάρα πολύ διαφορετικοί μεταξύ τους: Γνώθι σαυτόν.

Ο Μπάμπης Λάσκαρις είναι κοινωνικός ανθρωπολόγος, μέλος της Ελληνικής Φιλοσοφικής Εταιρείας