Βασική παραδοχή στην ανάπτυξη του θέματός μου αποτελεί η θέση ότι τώρα που οι κοινωνίες μας βρίσκονται σε μετάβαση, ο λαϊκός μας πολιτισμός, η άυλη δηλαδή πολιτιστική μας κληρονομιά, μπορεί να χρησιμεύσει ως γέφυρα μετάβασης από το παρελθόν προς το μέλλον.
Στην πραγμάτευση του θέματός μας, λοιπόν, προτιμώ σήμερα να θέσω σε εφαρμογή την βασική αρχή του Αντισθένη: «Αρχή σοφίας ονομάτων επίσκεψις». Ας επισκεφθούμε λοιπόν πρώτα απ’ όλα τις έννοιες. Βασικά έχομε δύο κεντρικές έννοιες: «κοινωνίες σε μετάβαση» και «γέφυρες παρελθόντος παρόντος». Ανάμεσά τους παρεμβάλλεται μια τρίτη, η έννοια του λαϊκού πολιτισμού ή αν προτιμάτε, της άυλης πολιτιστικής μας κληρονομιάς. Ας δούμε λοιπόν τις έννοιες αυτές: Υπάρχουν άραγε σήμερα κοινωνίες σε μετάβαση;
Μα, βέβαια ΝΑΙ. Σε περίοδο παγκοσμιοποίησης όλες οι κοινωνίες βρίσκονται σε μετάβαση: Μεταβαίνουν από το εθνικό στο διεθνές και το παγκόσμιο. Το βήμα είναι δύσκολο, απρόβλεπτο και απροσδιόριστο.
Και χρειάζονται αλήθεια κάποιες γέφυρες για την μετάβαση αυτή; Η απάντηση του ερωτήματος εδώ, δεν είναι εύκολη. Αν εννοούμε ότι θα κρατήσουμε τους δύο κόσμους (τον εθνικό και τον παγκοσμιοποιημένο) ανεξάρτητους και αυτόνομους μεταξύ τους και θα κτίσομε γέφυρες, για τη μετάβαση από τον έναν στον άλλο, όποτε ήθελε παραστεί ανάγκη, τότε αρνούμαι μια τέτοια θέση. Δεν δύναμαι να την αποδεχθώ. Αν επίσης εννοούμε ότι ο ένας εκ των δύο κόσμων, ο παλιός ή ο παγκοσμιοποιημένος, θα αφομοιωθεί από τον άλλο και αναγκαστικά θα οδηγηθεί σε αφανισμό, αυτό δεν το δέχομαι πάλι. Το αρνούμαι ανεξάρτητα από το ποιος θα επικρατήσει και ποιος θα εξαφανισθεί.
Αν όμως, εννοούμε την συναίρεση των δύο κόσμων σε έναν, τη θέση αυτή την αποδέχομαι και την επικροτώ. Εξάλλου αυτό συνέβαινε πάντοτε. Στις παλαιότερες κοινωνίες, ο χρόνος ο παρών και ο χρόνος ο παρελθών συναντιούνταν και συνδιαμόρφωναν τον μέλλοντα χρόνο. Πιο απλά: Στις προγενέστερες κοινωνίες, το «σήμερα» συναντούσε το «χθες» και προσδιόριζαν το «αύριο» και το «μεθαύριο».
Όμως, διαπιστώνεται μια διαφορά: Σε όλα αυτά τα χρόνια ζούσαμε στον κόσμο της σταθερότητας. Οι αλλαγές ήταν ελάχιστες, ακολουθούσαν ρυθμούς αργόσυρτους και τα νέα στοιχεία προλάβαιναν να αφομοιωθούν και να ενσωματωθούν στην υπάρχουσα κατάσταση. Με τον τρόπο αυτό είχαμε μια ανανέωση της κοινωνίας, χωρίς να αποκόπτεται από την προγενέστερη μορφή της. Έτσι εξασφαλιζόταν η συνοχή και η συνέχιση της κοινωνίας. Σήμερα οι εξελίξεις είναι ραγδαίες, οι μεταβολές ταχύτατες και ζούμε με ένα αίσθημα διαρκούς ρευστότητας και προσωρινότητας ή ακόμη και με μια γεύση ανασφάλειας ή και διακινδύνευσης ακόμη. «Τα πάντα ρει» και η μόνη σταθερά παραμένει η ρευστότης.
Μέσα σε αυτήν τη ρευστή πραγματικότητα, ο άνθρωπος δεν είναι εύκολο να προσαρμόζεται και να αναπροσαρμόζεται από μόνος του μέσα σε αυτόν τον διαρκώς μεταβαλλόμενο κόσμο. Η διαδικασία αυτή δεν μπορεί να αφεθεί πλέον στην τύχη. Επιβάλλεται να καλλιεργηθεί συστηματικά. Κι εδώ αυτό που ονομάζομε άυλη πολιτιστική κληρονομιά καλείται να παίξει καθοριστικό ρόλο. Για να θυμηθώ μια φράση του μεγάλου των αιώνων, Κωνσταντίνου Στεφ. Καραθεοδωρή: «καλείται να λειτουργήσει ως ο καταλύτης εις τα χημικάς ενώσεις».
Βέβαια, στη διαδικασία αυτή οφείλει να δοθεί ιδιαίτερη βαρύτητα όχι στο δημιούργημα, αλλά στην ιδέα που διέπει την δημιουργία του. Στο πνεύμα αυτό δεν έχει σημασία π.χ. αν μαζέψαμε τα σκουπίδια και καθαρίσαμε την λίμνη Κουρνά ή τον βιότοπο του Αλμυρού στον Άγιο Νικόλαο. Σημασία έχει αν ο τρόπος με τον οποίο ενεργήσαμε, βοήθησε τους μαθητές να κατανοήσουν την αξία που βρίσκεται πίσω από το ενέργημά μας αυτό, αν δηλαδή οι μαθητές κατανόησαν την αξία «προστασία του περιβάλλοντος».
Στην προκείμενη περίπτωση, δηλαδή, πρέπει να αναζητούμε τις αξίες που υποκρύπτονται μέσα στον λαϊκό μας πολιτισμό και στην λαϊκή μας παράδοση και αυτές να καλλιεργήσομε. Αυτό είναι και το νόημα της άυλης πολιτιστικής κληρονομιάς. Αυτό έπραξε και αρχαιότερος «Φιλολογικός Σύλλογος Παρνασσός», σε όλα τα χρόνια της λειτουργίας του. Και δικαίως. Γιατί αυτό αποτελεί όντως σήμερα ό,τι πιο πολύτιμο έχομε: ο αξιακός μας κόσμος. Αυτός είναι που προσδιόριζε και μας καθοδηγούσε πάντοτε στις μεγάλες μας αποφάσεις. Και αυτός απειλείται σήμερα. Και για να φέρω ένα παράδειγμα από την σημερινή εμπόλεμη κατάσταση.
Θυμάμαι την εκπαίδευση του στρατού. Όταν εγώ υπηρετούσα η οδηγία ήταν ρητή: Δεν πυροβολούμε ποτέ νοσοκομειακό!
•Τώρα, στη Μέση Ανατολή, όχι απλώς πυροβολούνται, αλλά βομβαρδίζονται τα ίδια τα νοσοκομεία!
•Η ΧΑΜΑΣ κρύβει τα στρατόπεδα και τα οπλοστάσιά της σε υπόγειες στοές κάτω από σχολεία ή τα νοσοκομεία!
•Το Ισραήλ επίσης θέλει να περάσει την αντίληψη ότι, όποιος κινδυνεύει, νομιμοποιείται να «καθαρίζει» ζωές αδιακρίτως. Παιδιά και βρέφη, ασθενείς και γέροντες. Τι σχέση μπορούν να ‘χουν αυτά με τους ηθικούς κώδικες που γνωρίζαμε κάποτε;
Αλλά και σε περιόδους ειρήνης: Ο ανταγωνισμός έγινε ο υπέρτατος στόχος όλων των κοινωνιών. Το ίδιο και στα σχολεία μας. Κάποτε στα σχολεία μας ντρεπόμασταν να μιλήσομε για ανταγωνισμό των μαθητών. Τότε μιλούσαμε για «ευγενή άμιλλα». Σήμερα, όλοι διακηρύσσουν τον ανταγωνισμό και την ανταγωνιστικότητα ως τις ύψιστες επιδιώξεις των σχολείων μας. Αξίες όπως ισότητα, αλληλεγγύη, ανθρωπισμός, κοινωνική δικαιοσύνη κ.λπ. περιέρχονται σε δεύτερη μοίρα ή αγνοούνται πλήρως.
Ύστερα διαμαρτυρόμαστε για το μπούλιγκ στα σχολεία.
Στο πνεύμα αυτό ενδυναμώνονται και προωθούνται οι υλικές αξίες, ενώ οι πνευματικές και οι ηθικές αξίες, ο άνθρωπος και ο ανθρωπισμός, αγνοούνται, παραμελούνται ή και λοιδορούνται ακόμη. Τα πάντα για το κέρδος. Πρέπει επιτέλους να κατανοήσομε ότι μερικά πράγματα δεν είναι εμπορεύσιμα. Και θέλω επίσης να επαναλάβω ακόμη μια φορά την κλασική μου ρήση: Οι αξίες δεν διδάσκονται, βιώνονται.
Κλείνοντας, θέλω να τονίσω ότι οι ιδιαιτερότητες και οι ιδιομορφίες κάθε λαού και κάθε τόπου υπάρχουν στον λαϊκό του πολιτισμό, στα ήθη και τα έθιμά του. Αν θέλομε λοιπόν να μην απωλέσομε το αξιακό μας κόσμο και να αντισταθούμε στην ισοπεδωτική επέλαση της παγκοσμιοποίησης, έχομε χρέος να ψηλαφίσομε τις ρίζες μας, γιατί εκεί εμφωλεύει η άυλη πολιτιστική μας κληρονομιά. Να φέρομε τους νέους σε επαφή μαζί της και να εμβαπτισθούν στο πνεύμα της. Θεωρώ ότι οι τοπικές κοινωνίες και η εκπαίδευση έχουν χρέος να αναδείξουν τους τοπικούς πολιτισμούς και να βοηθήσουν τις νέες γενιές να κατανοήσουν το βαθύτερο νόημά τους.
Ως πρότυπο αντίστασης στις απειλές που μας έρχονται, θα προτείνω τον Οδυσσέα. Τονίζω και πάλι ότι αυτός ο πολυμήχανος καστροχαλαστής είναι ο πρώτος ταξιδευτής του γνωστού και του άγνωστου τότε κόσμου. Αποτελεί ιστορικά τον πρώτο πολίτη της παγκοσμιότητας. Και πιστεύω ήταν επιλογή του. Δεν ήταν μόνο ο θυμωμένος Ποσειδώνας που τον πέταξε ναυαγό, από τη Σκύλα ως τη Χάρυβδη. Ήταν και η ενδόμυχη επιθυμία του να θαυμάσει ό,τι ωραίο και περίεργο. Αυτό μάς το φανερώνει ο ίδιος, όταν βουλώνει τα αυτιά των συντρόφων του, όμως αφήνει τα δικά του ανοιχτά, για να απολαύσει τη γοητεία των Σειρήνων.
Προσέξτε όμως: Όταν οι σειρήνες του κόσμου τον απειλούν, προστάζει να τον δέσουν στο κατάρτι. Κι αυτό χρειαζόμαστε σήμερα: Το κατάρτι. Είναι αυτό ακριβώς που μπορεί να μας σώσει από την ανατροπή των αξιών και την ισοπεδωτική επέλαση της παγκοσμιοποίησης: ΤΟ ΚΑΤΑΡΤΙ. Και αυτό μπορεί να μας το προσφέρει σταθερά η άυλη πολιτιστική μας κληρονομιά με όλες τις αξίες που εμπεριέχει.
*Ο Ιωάννης Ε. Πυργιωτάκης είναι ομότιμος καθηγητής Κοινωνιολογίας της Εκπαίδευσης, πρ. αντιπρύτανης Πανεπιστημίου Κρήτης, μέλος του Δ.Σ. της Εθνικής Εταιρίας των Ελλήνων Λογοτεχνών