Πώς να περιγράψω αυτό που μου συμβαίνει, όταν μετά από σχεδόν δέκα χρόνια συναντώ μπροστά μου πάλι έναν…. καλό Ναζί! ως γνωστό, η ιστορία επαναλαμβάνεται σαν φάρσα. Ε, αυτή τη φάρσα βιώνω.
Ήταν Ιανουάριος του 2012. Επισκεπτόμουν τον γιό μου που σπούδαζε στο Πανεπιστήμιο Κρήτης. Σε μια εκδήλωση του Δήμου Ηρακλείου, όπου συμμετείχαν και σχολεία, στην ομιλία ενός αντιδημάρχου, άκουσα για πρώτη φορά την ιστορία του… καλού Ναζί.
Ήταν λέει κάποιος Γερμανός στρατιώτης που μοίραζε την περίοδο της κατοχής καρβέλια στα εξαθλιωμένα απ’ τον πόλεμο παιδιά. Ήταν λέει αυτός ένας καλός άνθρωπος. Ήταν βέβαια ένας Ναζί αλλά ένας…. καλός Ναζί. Ο όρος ειπώθηκε αυτολεξεί. Δηλαδή, σκέφτηκα εγώ, το πρωί σκότωνε τον πατέρα και το βράδυ μοίραζε ψωμί στα ορφανά.
Θεώρησα σκόπιμο να γράψω τότε ένα άρθρο στην τοπική εφημερίδα «Πατρίς». Ύστερα από λίγο καιρό μου είπαν πως ο αντιδήμαρχος ζήτησε δημόσια συγγνώμη, όμως τα παιδιά δεν το ΄μαθαν γιατί δεν διαβάζουν εφημερίδα, το πιθανότερο είναι να μην το ‘μαθαν ούτε οι γονείς.
Γιατί τα αναφέρω αυτά; Γιατί τις προάλλες έπεσα πάνω στην συνέντευξη που έδωσε ο σκηνοθέτης της ταινίας «Καλάβρυτα 1943» σ΄ έναν δημοσιογράφο τηλεοπτικής εκπομπής. Στην ερώτηση: Τι έχετε να πείτε για την επίμαχη σκηνή της ταινίας, όπου ένας Γερμανός στρατιώτης ανοίγει την πόρτα του σχολείου που καίνε οι Ναζί στα Καλάβρυτα και αφήνει τα παιδιά να φύγουν, ο σκηνοθέτης απάντησε: είναι καθαρή μυθοπλασία, δεν ανταποκρίνεται στην πραγματικότητα, ούτε προκύπτει από μαρτυρίες επιζώντων. Την σκηνή την έβαλα στην ταινία για να μετριάσω κάπως τις σκληρές εικόνες και να δώσω στους θεατές λίγη ελπίδα.
Μπήκα σε σκέψεις. Υπάρχει λοιπόν ο καλός Ναζί της Κρήτης, ένα υπαρκτό πρόσωπο, κι ο καλός Ναζί των Καλαβρύτων, ένα φανταστικό πρόσωπο. Τι συνδέει αυτούς τους δυό; Μια καλή πράξη. Η ελεημοσύνη με τα ψωμιά στα πεινασμένα ορφανά, το άνοιγμα της πόρτας του σχολείου… αφού πρώτα του βάλω φωτιά. Όσο να πεις εξυψώνεται το άτομο, η ατομική ηθική. Και η ατομική αυτή ηθική δεν βρίσκεται επ ουδενί σε αντιπαράθεση με τη συλλογική ηθική και ευθύνη. Έτσι δεν είναι; Λειτουργούν και οι δύο απρόσκοπτα, συνδυαστικά και παράλληλα.
Οι συνειρμοί μου αναπόφευκτοι. Τι υπέροχη κλασική μουσική παιζόταν τότε στα πιάνα των στρατοπέδων συγκέντρωσης σε συνδυασμό με τις κραυγές που ακούγονταν από τα κρεματόρια ή μήπως για να σκεπάσουν ακριβώς αυτές;
Η μουσική δυνότητα είναι στοιχείο υψηλής αισθητικής, θα μπορούσε κάλλιστα να κοσμίσει την προσωπικότητα ενός καλού Ναζί. Μη δίνω και ιδέες για μελλοντικές ταινίες κλασσικού αφανισμού πληθυσμών από ανώτερες φυλές. Συγχωρέστε μου το ύφος. Δεν μπορώ όμως να κάνω αλλιώς.
Στα Καλάβρυτα έχει διαπραχθεί ένα τεράστιο έγκλημα και τα θύματα δεν αποζημιώθηκαν ποτέ. Ούτε το κατοχικό δάνειο επιστράφηκε ποτέ στην Ελλάδα. Έχω σπουδάσει στην Γερμανία και έχω ζήσει πολλά χρόνια εκεί. Δύσκολα θα στέκονταν όμως τέτοιου είδους τοποθετήσεις, όπως η εικόνα του καλού Ναζί, σε Γερμανούς, δημοκράτες πολίτες.
Όχι δεν θυμάμαι για να μισώ. Θυμάμαι για να γίνω γνώστης των ορίων της ανθρώπινης επιβολής πάνω στον άνθρωπο. Ούτε ο πραγματικός, ούτε ο φανταστικός καλός Ναζί με βοηθούν να γνωρίσω αυτά τα όρια. Είναι και οι δύο αποκυήματα μιας νοσηρής αντίληψης, γιατί απλά δεν είναι καλοί. Είναι κατά περίπτωση αγαθοεργοί και κατά συρροή δολοφόνοι.
* Η Λυγία Σουρή είναι καθηγήτρια – συγγραφέας