Του Παύλου συνέκδημος καί μαθητής γεγονώς, την Κρήτην κατηύγασας, Τίτε Απόστολε, τη αίγλη των λόγων σου. Ως ουν ταύτην εισήξας πρός τό φως του Κυρίου, ούτω και νυν τους πόθω, σε τιμώντας παμμάκαρ, ως έχων παρρησίαν πολλήν, φώτισον θείω φωτί.
Ο πρώτος Ναός στην θέση του σημερινού Ναού του Αγίου Τίτου στο Ηράκλειο Κρήτη, οικοδομήθηκε την αρχή της Β΄ Βυζαντινής περιόδου της Κρήτης, που σηματοδοτήθηκε από την λήξη της Αραβοκρατίας (824-961 μ.Χ).Η νικηφόρα 9η εκστρατεία των Βυζαντινών, με σκοπό την εκδίωξη των Αράβων – Σαρακηνών και την επαναφορά της Κρήτης στην Βυζαντινή Αυτοκρατορία, επετεύχθη από τον Βυζαντινό Στρατηγό Νικηφόρο Φωκά.
Στον οικοδομηθέντα Ναό του Αγίου Τίτου στο Ηράκλειο (κατά την παράδοση, με μέριμνα του Νικηφόρου Φωκά) μετεφέρθησαν κειμήλια από τον ερειπωθέντα Ναό του Αγίου Τίτου (εικόνα 1), ο οποίος είχε οικοδομηθεί στην Γόρτυνα, τέλος 5ου αρχάς 6ου αι. μ.Χ.
Τον Ναό αυτό είχαν καταστρέψει οι Άραβες Σαρακηνοί το 824 μ.Χ.
Ο Νικηφόρος Φωκάς απεκατέστησε την Εκκλησία της Κρήτης και μετέφερε την έδρα από την Γόρτυνα στον Χάνδακα.
Οικοδόμησε ασφαλή εγκατάσταση στην θέση ‘’Τέμενος’’ (20 χλμ. νοτιότερα της ακτής, στην περιοχή του σημερινού χωριού Προφήτης Ηλίας), με προορισμό να μετοικήσουν εκει οι κάτοικοι του Χάνδακα.
Όμως μετα την άρνησή των να εγκαταλείψουν τον επισφαλή λόγω πειρατείας Χάνδακα, η πόλη έγινε πρωτεύουσα της Κρήτης.
Στον Ναό του Αγίου Τίτου, ατύπως τιμάται η μνήμη του Νικηφόρου Φωκά, στις 11 Δεκεμβρίου. Η Εκκλησία δεν εχει ανακηρύξει Άγιο τον ελευθερωτή της Κρήτης. Ο Θεοδόσιος ο Διάκονος, φίλος του στρατηγού δημιούργησε το ποίημα ‘’Άλωσις της Κρήτης’’, και εξύμνησε το μεγάλο κατόρθωμα του Φωκά να ελευθερώσει την Μεγαλόνησο. Στον ίδιο αποδίδεται και πλήρης ακολουθία του Νικηφόρου ως Αγίου.
Το χειρόγραφο σώζεται στην Μονή της Μεγίστης Λαύρας.
Κατά την Β΄ Βυζαντινή περίοδο της Κρήτης (961-1204 μ.Χ), στον περίβολο του Ναού του Αγίου Τίτου στον Χάνδακα, ενταφιάζοντο Αρχιεπίσκοποι, Κατεπάνω και Στρατηγοί. Το έθιμο διατηρήθηκε κατά τις επόμενες περιόδους, της Ενετοκρατίας και της Τουρκοκρατίας. Κάτω από τον περίβολο και βορείως του Ναού οικοδομήθηκε κατά την ίδια περίοδο και σώζεται συγκρότημα υδατοδεξαμενών (εικόνα 2).
Επί των υδατοδεξαμενών έχουν οικοδομηθεί καταστήματα εστίασης.
Με την οριστική εγκατάσταση των Ενετών,= και την οργάνωσή του” Βασιλείου της Κρήτης’’, το 1210 μ.Χ, οι Λατίνοι κατήργησαν την ορθόδοξη Ιεραρχία της Εκκλησίας στο νησί. Ο Ναός του Αγίου Τίτου της Candia έγινε έδρα του Λατίνου Αρχιεπισκόπου. Το 1211, ο Πάπας Ιννοκέντιος ο Γ ΄ανακήρυξε το προσκύνημα στον Αγιο Τίτο του Χάνδακα ισότιμο με το προσκύνημα στους Αγίους Τόπους.
Οι Λατίνοι προσκυνητές-επισκέπτες του Αγίου Τίτου εξασφάλιζαν συγχωροχάρτι. Ως καθεδρικός Ναός αφιερωμένος στον Άγιο Τίτο αναφέρεται ο Ναός σε περιγραφές και αναφορές κατά την περίοδο της Ενετικής κατοχής (1210-1669 μ.Χ). Το οικοδόμημα του Ναού υπέστη σοβαρές καταστροφές από σεισμό και ανακαινίστηκε το 1446, από τον Λατίνο Αρχιεπίσκοπο Φαντίνο Ντάντολο. Υπέστη ακόμη καταστροφές το 1508 λόγω σεισμού και το 1544 λόγω πυρκαγιάς. Το 1557 ο Ναός επανοικοδομήθηκε εκ θεμελίων, με κωδωνοστάσιο στην ΝΔ γωνία.
Το 1363 Ενετοί ευγενείς και Κρήτες οργάνωσαν επανάσταση κατά της Μητροπόλεως Βενετίας, η οποία κατεγράφη ως η “Αποστασία του Αγίου Τίτου”.
Με την έκρηξη της επαναστάσεως, η σημαία του Αγίου Τίτου αντικατέστησε την σημαία του Αγίου Μάρκου. Η επανάσταση κατεστάλη, οι πρωτεργάτες Ενετοί και Κρήτες, χαρακτηρισθέντες “προδότες” είχαν φρικτό τέλος. Στον ναό του Αγίου Τίτου της Candia, μεταξύ των πολλών κειμηλίων, εφυλάσσετο το “θαυματουργό αίμα”, και η εικόνα της Μεσοπαντίτισσας (εικόνα 3).
Προς τιμή της Παναγίας της Μεσοπαντίτισσας υπήρχε ειδικό παρεκκλήσι εντός του ναού, στο οποίο ήταν τοποθετημένη η θαυματουργή εικόνα η οποία ονομάζετο και “Παναγία του Αγίου Τίτου”.
Η εορτή του Αγίου Τίτου ήταν σπουδαίο θρησκευτικό και κοινωνικό γεγονός στην Candia. Την παραμονή κατά τον εσπερινό, μέσα στον Ναό εψάλετο το Πολυχρόνιο ή η Φήμη (Laudo) του Πάπα και του Αρχιεπι-σκόπου, παρουσία των Eνετικών αρχών, του Ορθοδόξου και Λατινικού κλήρου. Εν συνεχεία εγένετο λιτανεία προς τον Άγιο Μάρκο όπου πάλι εψάλετο το Laudo, και η πομπή επέστρεφε στον Ναό του Αγίου Τίτου.
Ο Τζοάνες Παπαδόπουλος στο βιβλίο του “Στον καιρό της Σχόλης”, σελίδα 66-67-68, γράφει:
“Ο καθεδρικός ναός αφιερωμένος στον Άγιο Τίτο ηταν πολύ παλιό οικοδόμημα, σκοτεινό και με λίγα αλτάρια…
Είχε το εκκλησιαστικό του όργανο και ανθρωπο να το παίζει, και ένα αρκετα μεγάλο καμπαναριό, με την ψηλή κωνική στέγη του και καλές καμπάνες, τους δώδεκα κανονικούς του, τον βικάριο, και τους άλλους συνηθισμένους ιερείς.
Σ’ αυτόν τον καθεδρικό ναό βρισκόταν το αλτάρι μιας παλαιοτάτης ορθόδοξης εικόνας της Παναγίας, δωρισμένης σε χρόνους περασμένους από τους Κρητικούς τον καιρό που ειρήνεψαν πια μετά από τόσες εξεγέρσεις ενάντια στους Ιταλούς… Όταν τέλειωναν οι λειτουργίες στις εκκλησίες που πήγαιναν, πήγαιναν εν πομπή κάτω από το προστώο του ναού του Αγίου Μάρκου.
Στον καθεδρικό ναό φυλασσόταν το θαυματουργό αίμα, που το έβαζαν κάθε Μεγάλη Πέμπτη την ώρα του Ave Maria πάνω σε μια εξέδρα που έστηναν στην μέση της κεντρικής εισόδου και ευλογούσαν τον λαό, που μαζευόταν εκείνη την ωρα πλήθος και με μεγάλη ευλάβεια… Το θαυματουργό αίμα, η Παναγία η Μεσοπαντίτισσα, οι εικόνες από τα υπόλοιπα αλτάρια, οι καμπάνες και ότι άλλο αυτής της εκκλησίας φορτώθηκαν σε πλοίο… και έφθασαν στην Βενετία’’.
Τα κειμήλια του Ναού του Αγίου Τίτου, προ της παραδόσεως της Candia στους Οθωμανούς, με μέριμνα του Φραντζέσκο Μοροζίνη, μετεφέρθησαν στη Βενετία.
Η εικόνα της Μεσοπαντίτισσας τοποθετήθηκε αρχικά στον ναό του Αγίου Μάρκου και αργότερα στον ναό της Santa Maria della Salute (εικόνα 4).
Σήμερα, στον Ναό του Αγίου Τίτου, την δεύτερη Κυριακή του Ιανουαρίου, τιμάται η μνήμη της Μεσοπαντίτισσας .
Μετά την άλωση της Candia το1669, και την εδραίωση των Οθωμανών στην Κρήτη, ο ναός του Αγίου Τίτου παραχωρήθηκε στον Αχμέτ Φειζάλ Κιοπρουλή και μετατράπηκε σε τζαμί. Έγινε το “Βεζίρ Τζαμί” (εικόνα 5).
Ως Βεζίρ Τζαμί λειτουργούσε καθόλη την διάρκεια της Τουρκοκρατίας.
Μπροστά από το Βεζίρ τζαμί χτίστηκε από τον Κιοπρουλή η πρώτη φιλανθρωπική κρήνη του Χάνδακα την οποία αφιέρωσε στο όνομά του. Στην νοτιοδυτική πλευρά προς την Αρμέρια (ενετική οπλαποθήκη) κατασκευάστηκε θολοσκέπαστη κρήνη.
Λόγω σεισμών το Βεζίρ Τζαμί υπέστη καταστροφές. Το 1863, οι Τούρκοι ανέθεσαν την ανοικοδόμησή του στον Ηπειρώτη Αθανάσιο Μούση.
Ειδικός στην ναοδομία, ο Μούσης, τον είχε φέρει στον Χάνδακα ο Μητροπολίτης Διονύσιος Χαριτωνίδης και του είχε αναθέσει την οικοδόμηση του Μεγάλου Ναού του Αγίου Μηνά. Κατά την ανακατασκευή του κτιρίου Βεζίρ Τζαμί (εικόνα 5α) χρησιμοποιήθηκαν λίθοι και μάρμαρα από τον ερειπωθέντα ναό του Αγίου Φραγκίσκου. Οι εργασίες ανακατασκευής διήρκεσαν οκτώ χρόνια.
Το νέο οικοδόμημα – Οθωμανικό τέμενος εγκαινιάστηκε 24 Σεπτεμβρίου 1871.
Ήταν και είναι η ημέρα της εορτής της Παναγίας της Μυρτιδιώτισσας.
Ο Στεφ. Ξανθουδίδης έγραψε:
“Το χαρίεν αυτό αρχιτεκτονικόν καλλιτέχνημα, που δεν υπήρχε παρόμοιόν του εν Κρήτη με τα πολλά παράθυρά του, με τα καμπυλωτά και τοξωτά περιγράμματά των παρουσιάζει όψη αραβική…”.
Καθ΄ όλη την περίοδο της Τουρκοκρατίας πέριξ του “Βεζίρ Τζαμίσι”, ανεπτύχθη η συνοικία Βεζίρ. Στον κεντρικό δρόμο της συνοικίας, στην Ρούγα Μαΐστρα, ξεκίνησαν τα δραματικά γεγονότα της 25ης Αυγούστου 1898. Βανδαλισμοί, σφαγές και πυρπολήσεις κτιρίων, που επεξετάθησαν σε όλη την πόλη και στην ύπαιθρο. Λόγω της σφαγής των 17 Αγγλων του στρατιωτικού αποσπάσματος, και του υποπρόξενου της Αγγλίας, διετάχθη από την Αγγλία η αποχώρηση των Τούρκων στρατιωτών απο την Κρήτη, μέχρι τον Νοέμβριο του ιδίου έτους (1898).
Ο αριθμός των σφαγιασθέντων Κρητών, πολλές εκατοντάδες, δεν είναι εξακριβωμένος. Τα γεγονότα αυτά σηματοδότησαν την λήξη της Τουρκοκρατίας στην Κρήτη. Ακολούθησε η περίοδος της Αυτονομίας και το 1913 η Κρήτη ενώθηκε με την Ελλάδα. Προς τιμή των πεσόντων, η Ρούγα Μαΐστρα μετονομάσθη εις: “Λεωφόρο Μαρτύρων 25ης Αυγούστου 1898”.
Μετά την απελευθέρωση της Κρήτης, κατεδαφίσθη ο μιναρές του Βεζίρ Τζαμί. Το 1925, η Εκκλησία της Κρήτης επισκεύασε τον Ναό ο οποίος μετά από 256 χρόνια καθιερώθη πάλι στον Απόστολο Τίτο (εικόνα 6). Οι όψεις του κτιρίου, παραπέμπουν σε ρυθμούς οθωμανικής τέχνης και βυζαντινής ναοδομίας.
Το οικοδόμημα του Ναού του Αγίου Τίτου (εικόνα 6α), είναι τετράγωνης κατόψεως, με τρούλλο που στηρίζεται σε τέσσερεις πεσσούς. Το τύμπανο του τρούλου είναι σφαιρικό εσωτερικά και οκταγωνικό εξωτερικά.
Οι εξωτερικοί τοίχοι έχουν επενδυθεί με λαξευμένους πωρόλιθους. Στο ανώτερο τμήμα, λιθόγλυπτη διάτρητη επίστεψη.
Στη εικόνα 6α, το κωδωνοστάσιο στην ΝΔ γωνία του Ναού δεν υπάρχει σήμερα.
Ο μικρός κήπος πίσω από το ιερό, χρησιμοποιήθηκε ως κοιμητήριο κατά τη διάρκεια της Μάχης της Κρήτης. Εκεί τάφηκαν οι αξιωματικοί Ι. Τζουλάκης και Ι. Μαρινέλλης, και άλλοι στρατιωτικοί και ιδιώτες.
Το 1966, 15 Μαΐου, με το Ελληνικό αντιτορπιλικό Δόξα, μετεφέρθη στο Ηράκλειο η κάρα του Αγίου Τίτου, και φυλάσσεται σήμερα εντός του Ναού.
Παραπλεύρως, η φωτογραφία του μακαριστού Μητροπολίτη Κρήτης, Ευγενίου, μεταφέρων την κάρα του Αγίου Τίτου. Προς τιμήν του μεγάλου αυτού γεγονότος για την εκκλησία της Κρήτης εκόπη επετειακό μετάλλιο δύο όψεων, επί των οποίων έχουν χαραχθεί:
ΙΕΡΑ ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΣ ΚΡΗΤΗΣ
ΠΡΩΤΟΣ ΕΠΙΣΚΟΠΟΣ ΚΡΗΤΗΣ.
ΒΕΝΕΤΙΑ 1669
ΗΡΑΚΛΕΙΟΝ 1966
ΕΙΣ ΑΝΑΜΝΗΣΙΝ ΤΗΣ ΕΠΑΝΑΚΟΜΙΔΗΣ ΤΗΣ ΤΙΜΙΑΣ ΚΑΡΑΣ ΤΟΥ ΑΠΟΣΤΟΛΟΥ ΤΙΤΟΥ.
Σημειώνεται ότι η Εκκλησία της Κρήτης αναφέρεται “Ιερά Μητρόπολις Κρήτης “, επειδή δεν είχε ακόμη ορισθεί Αρχιεπισκοπή Κρήτης.
Με την πράξη 283 της 28ης Φεβρουαρίου 1967 του Οικουμενικού Πατριαρχείου, η Μητρόπολη Κρήτης ανεκηρύχθη εις Αρχιεπισκοπή και ο Μητροπολίτης Κρήτης εις Αρχιεπίσκοπο. Είχε προηγηθεί η πράξη 812 του 1962 δια της οποίας όλοι οι Επίσκοποι Κρήτης έλαβαν τον τίτλο του Μητροπολίτη.
Το σημερινό τέμπλο του ναού του Αγίου Τίτου, άριστο δείγμα εκκλησιαστικής ξυλογλυπτικής, είναι έργο του εργαστηρίου Καβρουλάκη, έτους 1965. Εχει κατασκευαστεί από ξύλο φλαμουριάς, και είναι δημιούργημα χειρών.
Η μηχανική δεν είχε εισέλθει ακόμη στην ξυλογλυπτική. Στο τέμπλο του Ναού του Αγίου Τίτου αναγνωρίζεται η πατροπαράδοτη ξυλογλυπτική.
Τέχνη και τεχνικές που έχουν υποχωρήσει, και πλέον δεν εφαρμόζονται, μετα την εισδοχή μηχανικών εργαλείων και συναφών τεχνικών στην ξυλογλυπτική.
Οι αναρτημένες εικόνες στους τοίχους του ναού είναι έργα των Ηρακλειωτών εικονογράφων: Δημητρίου Σαριδάκη, Ευάγγελου Μαρκογιαννάκη, Εμμανουήλ Κιαγιαδάκη και Γεωργίου Χειρακάκη.
Οι τοιχογραφίες στο ιερό του ναού, έχουν ιστορηθεί από τον Εμμανουήλ Κιαγιαδάκη.
* Η Αθηνά Ν. Κυριακάκη-Σφακάκη είναι ξεναγός σ/ς τραπεζικός, συγγραφέας