Ως επαγγελματίας ταξιτζής επί 40 χρόνια, τη δεκαετία του 1970 που γύρισα από τη Γερμανία, μετέφερα πολλούς Γερμανούς οι οποίοι είχαν υπηρετήσει στην Κρήτη το 1941. Ένας από αυτούς ήταν και ένας που ήταν μάγειρας σε μονάδα προς Τύλισσο. Τον πήρα με το ταξί και πήγαμε στην Τύλισσο.

Εκεί κοντά στο χωριό μού είπε “εδώ να με περιμένεις”. Και πράγματι έφυγε, πήγε στον ποταμό και μετά από πολλή ώρα γύρισε και κρατούσε ένα σιδεροτσίκαλο. Τον ρώτησα λοιπόν πού το βρήκε και τότε μου είπε ότι ήταν μάγειρας και όταν έφυγε το είχε κρύψει μέσα στον βάτο.

Πήγαμε μετά στο καφενείο όπου όλοι οι ηλικιωμένοι τον γνώρισαν. Όταν τον πήγα στο ξενοδοχείο, στο Κοκκίνη, του ζήτησα το σιδεροτσίκαλο αλλά δεν μου το έδωσε. Τότε μου είπε ότι στην Γερμανία είχε μια φάρμα με κουνέλια τα οποία ήταν τόσο μεγάλα που τους κούρευαν τα μαλλιά και έκαναν πουλόβερ και μου είπε να φτιάξουμε μια τέτοια φάρμα και στην Κρήτη.

Εγώ του είπα ότι δεν μπορώ και τον πήγα στο χωριό μου στο Μεταξοχώρι, στον κουνάδο μου όπου πράγματι έκαναν την επιχείρηση, φέρνανε τα κουνέλια από τη Γερμανία  αλλά όταν έπιασαν οι ζέστες ψόφησαν, διότι ήταν μεγάλα και με πολλά μαλλιά.

Εγώ μίλησα με τον υπεύθυνο της επιχείρησης στη Γερμανία και γνώριζα ότι δεν αντέχουν στην Ελλάδα τα κουνέλια. Και τους το είπα αλλά ο υπεύθυνος είχε πει ότι θα έκανε κάτι, ώστε να έχουν χαμηλή θερμοκρασία. Δεν το έκαναν και ψόφησαν όλα.