– Τι κάνεις, βρε Διογένη, είσαι καλά; Καιρό έχομε να τα πούμε.

– Καλά είμαι ‘γω, μαθές, μόνο αρχίνιξα να φοβούμαι!

– Γιατί φοβάσαι; Εσύ δεν φοβήθηκες ποτέ σου… Μήπως φοβάσαι την κλιματική αλλαγή ή μήπως τον κοροναΐό;

– Όι, ντα εγώ ήκαμα τα εμβόλια και το Αυγιωνιό μου. Άλλο είναι που φοβούμαι. Εδά που σιμώνει ο καιρός μου να μισέψω…

– Α, φοβάσαι τον θάνατο;

– Όι, καθόλου, μα φοβούμαι να μην πάω στην Κόλαση!

– Α, γι’ αυτό ακούω ότι άρχισες να πηγαίνεις τελευταία πολύ συχνά στην εκκλησία και να σταυροκοπιέσαι; Όπως κάνουνε δηλαδή όλοι στα στερνά τους.

– Ναι, μα είδες εσύ, εδά τελευταία το ‘παθα κι εγώ, πιο μπροστά δε με έγνοιαζε καθόλου.

– Και δεν μου λες, Διογένη, τι σε κάνει να πηγαίνεις πολύ συχνά στην εκκλησία, η πίστη σου ή ο φόβος της Κολάσεως;

– Να σου πω την αλήθεια, και τα δυο, αλλά πιο πολύ ο φόβος τση Κολάσεως!

– Α, είπες δηλαδή, μωρέ δεν αρχίζω ‘γώ να κάνω το βαθιά χριστιανό για καλό και για κακό;

– Α, ναι, στο μυαλό μου μέσα είσαι…

– Το ίδιο θα πάθω κι εγώ, Διογένη, μετά από σένα…

– Μα δε μου λες, μπρε, να σε ρωτήξω ένα μπράμα, για δε γατέχω ανέ γκάνει, μην έχω αμαρτία!

– Πέστο Διογένη, ο Θεός συγχωράει τους καλούς ανθρώπους που σκέφτονται δίχως κακία! Το λέει και η εκκλησία, ερευνάτε τας γραφάς. Καλοπροαίρετα.

– Ε, αμά ‘ναι ετσά, ήθελα να σου πω ένα πράμα που ήθλε να κάμει ο Χριστός και δεν το ‘καμε…

– Τι δεν έκανε Διογένη;

– Να, όντεν επόθανε στο σταυρό, ήμαρτον συγχώρεσέ μου Θέ μου, γιάντα δεν ανεστήθηκε ντελόγο, να τονέ δούνε όλοι, κι αυτοί που τονέ δικάσανε, κι αυτοί που τονέ σταυρώσανε, να τον πιστέψουνε;…

– Δεν είναι κακό που το σκέφτηκες Διογένη. Αυτή ήταν η πιο κατάλληλη στιγμή να πιστούνε όλοι τότε και σήμερα, να είναι όλος ο κόσμος πιστός και χριστιανικός χωρίς καμία αμφιβολία.

– Καλλιά ‘χα να μην το πω! Μην είναι τούτονέ αφορμή να πάω στην Κόλαση!

– Μη φοβού, Διογένη, εσύ σε όλη σου τη ζωή δεν έβλαψες ποτέ κανένα συνάνθρωπό σου, ούτε κατηγόρησες ούτε στεναχώρησες. Τους βοηθούσες γιατί τους πονούσες αληθινά. Το “αγαπάτε αλλήλους,” ήσουν ένας από τους ελάχιστους που το εφάρμοσαν. Τις δέκα εντολές δεν τις διάβασες να τις μάθεις. Από μόνος σου τις εφάρμοζες. Αν δεν τις είχανε γράψει, από σένα θα τις γράφανε!… Μη φοβάσαι λοιπόν, η αγαθότητα, η αλληλεγγύη και η αγάπη σου… Σε έσωκέ σε…

– Ε, δεν είναι δα ανάγκη ,μπρε, να τα λες τοσανά!…

– Ένα να ξέρεις, Διογένη, όποιον αγαπούνε οι ανθρπωποι τον αγαπάει και ο Θεός… Μετά, άμα πάει εσένα στην Κόλαση, ποιον θα πάει στον Παράδεισο;