Η προβληματική χρήση του διαδικτύου εμφανίζεται κυρίως σε εφήβους και νεαρούς ενήλικες. Συνήθως ο χρήστης αφιερώνει περισσότερο χρόνο από όσο είχε αρχικά προγραμματίσει, και παρόλο που η πολύωρη παραμονή του στο διαδικτυακό κόσμο πιθανόν του αφήνει ένα δυσάρεστο συναίσθημα ή και τη διαπίστωση ότι βλάπτει την ευεξία του, ζημιώνει το καθημερινό του πρόγραμμα ή έχει δυσάρεστες συνέπειες στις σχέσεις του με τον περίγυρο και τη σχολική ζωή, η συμπεριφορά αυτή επαναλαμβάνεται καθημερινά.
Οι όποιες προσπάθειες για περιορισμό της χρήσης συνήθως αποτυγχάνουν, καθώς το άτομο βιώνει έντονη δυσφορία όταν πιέζεται να αποσυρθεί από τη διαδικτυακή δραστηριότητα. Παρόλα αυτά, δύσκολα παραδέχεται ότι υπάρχει πρόβλημα εθισμού, καταφεύγει σε ψέματα και προβάλλει διάφορες δικαιολογίες, λέγοντας ότι «όλοι το χρησιμοποιούν σήμερα», «είναι μέσο επικοινωνίας», «βρίσκω πληροφορίες για τα μαθήματα».
Ο διαδικτυακός τζόγος, τα παιχνίδια και τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης είναι οι επιλογές που συνήθως παγιδεύουν τους χρήστες καθώς υποκαθιστούν την ανάγκη τους για επιβράβευση, διάκριση, αποδοχή, υπεροχή, νίκη.
Τα περισσότερο εσωστρεφή άτομα, όσα δυσκολεύονται στην κοινωνική τους ζωή στο σχολείο ή γενικότερα στο κοινωνικό τους πλαίσιο, όσα αισθάνονται ότι δεν έχουν την επιτυχία, την αναγνώριση, την καταξίωση και την αποδοχή που θα ήθελαν από τους συνομήλικους, βιώνουν απόρριψη, περιθωριοποίηση ή bullying, είναι περισσότερο πιθανόν να παγιδευτούν στην ανταμοιβή των likes, στην προβολή μιας ωραιοποιημένης πτυχής του εαυτού και της ζωής τους ή στο αίσθημα υπεροχής του νικητή σε ένα διαδικτυακό παιχνίδι.
Επομένως, οι συμπεριφορές εθισμού στο διαδίκτυο καθώς και οι συμπεριφορές υψηλού κινδύνου, αποτελούν τα συμπτώματα ενός προβλήματος με βαθύτερες ρίζες, όπως το καταθλιπτικό συναίσθημα και η χαμηλή αυτοεκτίμηση του εφήβου, καθώς και το επακόλουθο αίσθημα άγχους.
Τα άτομα με μειωμένη αυτοπεποίθηση προσπαθούν να αντλήσουν ευχαρίστηση από τον διαδικτυακό κόσμο και να εκφράσουν σκέψεις που δεν έχουν το θάρρος να διατυπώσουν κατά πρόσωπο, στην παρέα των συμμαθητών τους.
Το αποτέλεσμα είναι ο ενθουσιασμός, έστω και βραχύχρονος, η ευχάριστη ψευδαίσθηση μια ωραιοποιημένης εικόνας, η οποία δυστυχώς εξαφανίζεται με την απομάκρυνσή τους από τον υπολογιστή.
Η διαφυγή στο διαδίκτυο γίνεται η πιο πρόχειρη λύση, γιατί η πρόσβαση είναι εύκολη, ιδιαίτερα με την εξάπλωση των smartphones, ο έλεγχος είναι δύσκολος από την πλευρά των γονιών και ο ελεύθερος χρόνος των εφήβων μη οργανωμένος.
Τι πρέπει να κάνουν οι γονείς
Οι απαγορεύσεις και οι περιορισμοί θα ήταν η εύκολη λύση, αλλά δυστυχώς δεν μπορούν να λειτουργήσουν αποτελεσματικά. Για να μπορέσει ένας έφηβος να απαγκιστρωθεί, χρειάζεται ένα στιβαρό αντιστάθμισμα.
Με τη βοήθεια της οικογένειας ή και κάποιου ειδικού χρειάζεται να ενισχύσει την αυτοεκτίμησήτου, να υπερβεί την κοινωνική δειλία και το κοινωνικό άγχος, αλλά και να αναζητήσει ενδιαφέροντα ώστε να γεμίσει τον χρόνο του με ευχάριστες δραστηριότητες.
Η χαρά της παρέας, ένα ωραίο χόμπυ, η κινητοποίηση για καλύτερη επίδοση στο σχολείο, μπορούν να καλύψουν την ανάγκη ενός εφήβου για επιτυχία, αναγνώριση, ανταμοιβή, ψυχαγωγία, ώστε να μην αναζητήσει υποκατάστατα της ικανοποίησης αυτών των αναγκών στο διαδίκτυο.
Η ποιοτική σχέση γονέων-παιδιών, η συναισθηματική κάλυψη των αναγκών των παιδιών, η καλή επικοινωνία όλων των μελών της οικογένειας μπορούν να βοηθήσουν στη σωστή χρήση του διαδικτύου. Χρειάζεται διάλογος και όχι «κήρυγμα», απαιτείται διαμόρφωση λειτουργικών σχέσεων μέσα στην οικογένεια, σε κλίμα αγάπης, αποδοχής και επικοινωνίας. Αυτό δεν σημαίνει ότι δεν πρέπει να τίθενται όρια και να τηρούνται. Τα όρια όμως δεν χρειάζεται να είναι αυστηρά, καθώς στόχος δεν είναι να καταπιέσουν τα παιδιά, αλλά να τα κατευθύνουν.
Τέλος, η ενασχόληση και η εκπαίδευση των γονιών σε θέματα του διαδικτύου είναι σημαντική γιατί μπορεί να τους δώσει εφόδια για να προστατεύσουν τα παιδιά τους, όπως για παράδειγμα για τη χρήση ειδικών φίλτρων για επιβλαβείς ιστοσελίδες.
*Η Γιάννα Χουρδάκη είναι ψυχολόγος