-Λυπάμαι πολύ.
-Για ποιο πράγμα; Ρωτώ τη ξαδέρφη μου Γλυκερία.
-Μα καλά, δεν ακούς τίποτα; Παρακολουθούν τους πάντες, βουλευτές, δημοσιογράφους, όλους σου λέω.
-Και γιατί λυπάσαι; Γιατί, ας πούμε, δεν θυμώνεις, δεν οργίζεσαι;
-Θέλεις να πεις δηλαδή πως θα’ πρεπε να οργίζομαι.
-Μα… αν είναι να αισθάνεσαι κάτι για ένα τόσο σοβαρό θέμα που αφορά τον πυρήνα της δημοκρατίας, τότε μόνο η οργή πρέπει να΄ναι η αντίδραση.
-Ναι, συμφωνώ, όμως κάτι δε μου πάει. Νοιώθω ένα σφίξιμο στο στομάχι και μετά…. δεν αισθάνομαι σου λέω καλά. Η οργή θέλει να βρεις ένα κανάλι, να την διοχετεύσεις μέσα, να έχεις απέναντί σου τον αντίπαλο και να στοχεύσεις.
-Και λοιπόν, ποΎ το πρόβλημα; Τόσο απολιτίκ δεν υπήρξες ποτέ.
-Α, έτσι το βλέπεις εσυ! Όμως εγώ, όταν στοχεύω έναν, βγαίνει μετά κι άλλος, κι άλλος, και στο τέλος δε βγάζω άκρη. Αρνούμαι να αποδεχτώ πως όλοι είναι το ίδιο, το βρίσκω λαϊκίστικο, κουτό κι όμως… Κατά βάθος το πιστεύω.
-Γλυκερία, σύνελθε, της λέω, η ουσία είναι πως κάτι τέτοιο είναι απαράδεκτο και πρέπει να σταματήσει τώρα.
-Να σταματήσει τώρα, να σταματήσει τώρα, να σταματήσουν όλα τώρα.
Οι κραυγές τΗς Γλυκερίας ξεχύνονται απ’ το στόμα της μονομιάς. Το μωρό της στο διπλανό δωμάτιο ξυπνάει κι αρχίζει να κλαίει τρομοκρατημένο.
-Σιγά κοπέλα μου, της λέω, τι έπαθες ξαφνικά;
-Φοβάμαι, φοβάμαι πολύ. Δεν ξέρω τι θα με βρει. Ο πεθερός μου είναι στο νοσοκομείο. Χωρίς τη σύνταξή Του δε θα τα βγάλουμε πέρα. ΠΏς θα θερμάνω εγώ το σπίτι; Έχουμε τώρα και το μωρό.
-Μα τι έχει; Τη ρωτώ.
-Covid. Ήταν εμβολιασμένος, αλλά τον έπιασε κάποια μετάλλαξη. Ποιος δίνει τώρα σημασία σ’ ένα γέρο. Άσε που δεν έχουν προσωπικό. Μια σύνταξη λιγότερο, έτσι σκέφτονται αυτοί.
-Σώπα παιδί μου, της λέω, δεν είναι έτσι. Όλα θα πάνε καλά, θα δεΙς.
Ακολουθεί μια περίεργη σιωπή. Μοιάζει σαν όλα να’ χουν μεταξύ μας ειπωθεί. Σηκώνομαι και κατευθύνομαι προς την πόρτα. Με συνοδεύει και πριν φιληθούμε μου λέει σχεδόν ψιθυριστά.
-Εσένα δεν σε ντρέπομαι. Την άλλη φορά που θα’ ρθεις μη φέρεις άλλα δώρα. Φέρε καλύτερα γάλατα για το παιδί.
Βαδίζω προς το αυτοκίνητο. Ένα κύμα ανατριχίλας διατρέχει την σπονδυλική μου στήλη, ανεβαίνει και θρονιάζεται στον εγκέφαλό μου. Προσπαθώ να κάνω κάτι κι ανοίγω το ραδιόφωνο. Έχει ειδήσεις. Ο Ερτντογάν απειλεί πως θα’ ρθει νύχτα. Ο Πούτιν πάλι απειλεί, πως αν τον ζορίσουν κι άλλο, θα χρησιμοποιήσει τα πυρηνικά.
Σκέφτομαι να φέρω μπόλικα γάλατα στη Γλυκερία, πριν μολυνθούν κι αυτά. Τι να πρωτοσώσεις θεέ μου! Αλλά ξέχασα… ο Θεός έχει άλλα σπουδαιότερα ν’ ασχοληθεί. God save the queen, ε… συγγνώμη, God save the King! Ένα γέλιο που δεν είναι γέλιο, με πλημμυρίζει, είναι καγχασμός, είναι ξέσπασμα συσσωρευμένης οργής κι απόγνωσης, ανάμικτο με μίαν απέραντη θλίψη. Ναι, θλίβομαι, θλίβομαι πολύ.
*Η Λυγία Σουρή είναι καθηγήτρια – συγγραφέας