Βαρύ τάμα είχε κάμει η Ανεγνώσταινα, όσο θα ζει, κάθε Δεκαπεντάρη να φορεί τα μαύρα, να νηστεύει, να μη λείπει απ’  τους σπερνούς, τις παρακλήσεις, τους όρθρους και ξυπόλυτη ν’ ανάφτει στη χάρη της Δεκαπεντρίστρας Παναγιάς λαμπάδα του μπογιού της. Ήταν αδυνατούλα, με γλυκό και γαλατερό πρόσωπο, με μακρά μαύρα μαλλιά, που τα ‘πλεκε σε δυο όμορφα κουρλιά.

Ήταν σε ηλικία δυο χρόνων εκείνο το Δεκαπεντάρη που τάχτηκε, σαν βαριαρρώστησε και κουτσούριασε και δεν μπορούσε ούτε το μωρό να πιάσει να το βυζάξει.

– Κακό μού μέλλεται, έλεγε και ξανάλεγε η άτυχη γυναίκα.

Και δεν είχε άδικο. Όλοι οι χωριανοί ξέρανε πως σε εκείνο το σπίτι η μια αναποδιά πλάκωνε την άλλη και θόλωνε το νερό της αγάπης ντως. Η Μαρία η Ανεγνώσταινα, θυγατέρα του Γιαμαλοκωνσταντή, από μικρή αγκυλώθηκε με τις έγνοιες της αγάπης. Ερωτεύτηκε το Γιωργή του Αχεντριανού, ως τον είδε έμορφο νιό με τη στολή του χωροφύλακα. Μα εκείνη την παντριγιά δεν τήνε θέλανε να γενεί, μήδε από τη μια μπάντα μήδε από την άλλη.

Ώρα σπερνού συναπάντηξε ο Γιαμαλοκωνσταντής τσ’ ερωτευμένους νιούς να κουβεδιάζουνε στη Μουντρουλιανή βρύση και μανιστικά είπε στο νέο:

– Ν’ αφήσεις ήσυχη τη θυγατέρα μου.

– Εγώ την αγαπώ και θα τήνε πάρω.

Μονάχα εκείνα τα λόγια ανταλλάξανε, η νιά ολοκόκκινη κίνησε για το σπίτι και ξέμακρα ακλουθούσε μανισμένος ο κύρης της. Για ν’ αποφύγει τις φασαρίες και τις κουβέντες, πήγε σε σπίθια της δικολογιάς της να γειτονέψει.

Αναστατωμένη και γεμάτη αγωνία, η Μαρία του Γιαμαλοκωνσταντή ανίμενε να μουχλιάσει η γης και αφτώματα τω λύχνω να πάρει το σταμνί, να κάμει πως θα πάει να το γεμίσει από τη Μουντρουλιανή βρύση, λίγο έξω από το χωριό, από κεια που παίρνανε όλοι οι χωριανοί νερό για πιώμα και για λάτρα. Είχε συνεννοηθεί με το νιό να την περιμένει, να κλεφτούνε.

Κάθε λεπτό που περνούσε, της φαινότανε ένας χρόνος. Στον κορμό ενός αψηλού απλατάνου, στην ακροποταμιά, ήταν χωρισμένος ώρα πολλή ο Γιωργής του Αχεντριανού και την ανίμενε. Μόλις την είδε να ‘ρχεται, εχάρηκε η καρδιά του, της σφύριξε κλέφτικα και ανταμώσανε. Όσο βάραινε η νυχθιά, μάταια αναζητούσανε τη Μαρία σε συγγενικά σπίτια, κιανείς δεν την είχε απαντήξει.

Μα σαν είδανε αναστατωμένα τα προικιά και έλειπε ένα μέρος, ψυχανεμιστήκανε πως είχενε κλεφτεί. Εκείνη πήρε τη δική της πάρτη τα προυκιά, γιατί σαν εκλεφτότανε κιαμιά και χαλούσε το σειρά της παντριγιάς, δε της δίνανε προυκιά. Στου Τσουρομανώλη τον οντά κονέψανε και καλυβώσανε τα φτωχά την αγάπη ντως. Σαν παραπέρασε ο καιρός, για τ’ αμάτι του κόσμου, με βαρά καρδιά, τους δεχτήκανε από του Γιαμαλοκωνσταντή τη φαμελιά και τώσε δώσανε ένα μικρό πέτρινο μονόσπιτο στην κάτω μπάντα της Μεσοστενιάς. Εκειά που ΄ζησε τα στερνά της η Κερκεζολενιά.

Τέσσερα μέτρα πρόσοψη και τέσσερα στο βάθος. Μα σα βλοήθηκε ο Γιωργής, τον απολύσανε από τη Χωροφυλακή κι απόμεινε χωρίς δουλειά. Συνεταιρίστηκε με τον αδελφό του, το Στεφανομιχάλη και ανοίξανε σε κείνο το μονόσπιτο ένα μαγαζί και το ονοματίσανε «ντουκιανάκι». Μα τα συμμισακά, και προπάντων με την κοντινή δικολογιά, δεν πολυβαστούνε. «Με τον εδικό σου φάε, πιε, μα αλισιβερίσι μην κάμεις». Κλείσανε το μαγαζάκι, ο Στεφανομιχάλης άνοιξε δικό του μαγαζί πιο κάτω στο Κουτούτο, που σε κάμποσα χρόνια το ‘κλεισε και κείνος, γιατί δεν επήγαινε καλά.

Ο Γιωργής μπήκε τσίρακας στο Μανέτα, να γενεί και κείνος χτίστης κι έγινε ένας καλός μάστορας. Για κείνη την εποχή οι χτιστάδες ήτανε περιζήτητοι. Ύστερα από λίγο καιρό αποφάσισε να κτίσει και το δικό του σπιτικό. Αψηλά στο βορνό του Θυμιανού, είχε σπιτότοπο και φώναξε τους μαστόρους που μαθήτευγε, το Μανέτα και το Γιαμαλομιχάλη να του χτίζουν ταϊστικά και ‘κείνος επρούγευγε. Εκουβαλούσε πέτρες, χαλίκια, εμάλασσε τον πηλό κι οληνυχτίς με το φεγγάρι εγύριζε τους ποταμούς να μαζώνει πλακοπούλες, μεγάλες πέτρες, να ‘χει κερεστέ να χτίζει.

Μα ήταν τόσο θεόφτωχος, που δεν είχε ούτε νερό στο σταμνί. Δεν είχε μήδε ένα κρομμύδι να τώσε κάμει μια κρομμυδοσαλάτα, δεν είχε τη δύναμη να ετοιμάσει μια μπουκιά φαΐ, κολατσό να ταΐσει τους μαστόρους, μήδε πράμα να ετοιμάσει μεσημεργιανό, να στελιωθούνε μια σταλιά να συνεχίσουνε το χτίρι. Τα χτιστικά ούτε λόγος, ήτανε βερεσέ κι όποτε εμπόργειε να τα ξεπλερώσειγή να τα κόψει με μεροκάματα. Εντράπηκε, εστενοχωρέθηκε και κλαημένος επήγε στου κυρού ντου το σπίτι.

– Α δεν είσαι κύρης μου, πες μου ποιος είναι να πάω να του κλαυτώ, να με συντράμει. Δεν έχω μήδε νερό στο σταμνί.

– Εσύ, γιέ μου, φταις, εσύ διάλεξες τ’ αταίργιαστα.

Κοντινή δικολογιά ο γερο-Μανέτας, μίλησε και ‘κεινος του γερο-Αχεντριανού.

– Μωρέ αξάδερφε, γατές το πως ο γιός σου υποφέρει;

– Είντα να του κάμω ‘γω, που παραίτησε τη χωροφυλακή και πήε και παντρεύτηκε.

– Κάμε κατιτίς να τόνε συντράμομε, να στεγιάσει ένα κομμάτι σπίτι, να βάλει την κεφαλή ντου από κάτω να μη βρέχεται.

Τα χρόνια ήταν στερημένα και να θέλανε οι ανθρώποι να δώσουνε, δεν είχανε και πολλά πράματα. Μα προπάντων δεν τους θέλανε ούτε από τη μια μεργιά ούτε από την άλλη· τους είχανε ξεγραμμένους.

Τα λόγια μαλακώσανε μια σταλιά του κύρη την καρδιά και αποφάσισε να συντράμει μια ολιά το γιό του. Του έδωσε μαγεροψήματα, σύντραμε να κόψουνε μεσοδόκια, δοκίδες, να τα κουβαλήσουνε, να καλυβώσουνε την αγάπη ντως τα παραριξιμιά.

Την ίδια χρονιά βρέθηκε βαρεμένη η Μαρία η Αναγνώσταινα και ύστερα από ένα χρόνο γέννησε ένα αρσενικό που το βαφτίσανε Ζαχαρία. Σαν εγίνηκε δυόμισι χρονώ του χτύπησε να ‘ναι ζελεπό. Μπαινοβγαίνανε οι γειτόνισσες να του πούνε δυο εμιλιές, να δούνε πώς πάει και να του βαστούνε πράμα ξαρρωστικό της εποχής, ένα τσαμπί σταφύλι, απίδι, σύκα γή ό,τι είχε καθένας, μα όλο και δεν επήγαινε καλά. Το τάξανε στους Αγίους, του κάμανε πραχτικά, μα πράμα.

Η γρα-Νταντάλα η ξεφταρμίστρα, που παινευότανε πως εγάτεχε από μάγια, είχε πάει και κείνη να δει το κοπέλι να το γιατρικουλέψει. Ήβαλε στο καλάθι τα πραχτικά γιατρικά της, σταύρωσε τρεις φορές το μαραμένο κοπέλι, που η άγνωστη αρρώστια για κείνη την εποχή το σιγόσβηνε και σιγανά είπε στη μάνα:

– Μάγια του ‘χουνε κάμει και το ‘χουνε δεμένο.

– Και γατές να τα λύσεις;

– Αύριο αργά που θα ‘χομε καινούργιο φεγγάρι, θα το γητέψω να λυθούνε. Και παράγγειλε κιανείς άλλος να μην είναι στο σπίτι, μοναχά ο κύρης, η μάνα και το κοπέλι.

Εκείνη την εποχή πού να βρεις γιατρό. Μα και σαν ήβρισκες, με την πρώτη βελόνα σού έπαιρνε ένα σόχωρο γή ένα λιόφυτο. Και όσοι ζούσανε και όσοι ποθαίνανε από τους κακομοίρηδες τους φτωχούς.

Πρώτη ώρα της αποσπερίδας, βαστώντας ένα ραβδί να κουμπίζει, ντυμένη στα μαύρα, ψηλή κι αδύνατη, σε ηλικία εβδομήντα χρονών, κατάφταξε η γρα-Νταντάλα. Σταύρωσε τρεις φορές το κοπέλι, σιγοψιθύρισε κάποια μουρμουριστά ακαταλαβίστικα λόγια και ύστερα το βγαλε τρεις φορές στο χωματένιο αυλόγυρο του σπιτιού και από τρεις φορές είπε μεγαλόφωνα την ίδια γηθειά:

Προσκυνώ σε, νιο φεγγάρι,

κι απού σ’ έπεψεν ομάδι,

ένα σταμνί βαστώ νερό

γή άδειασέ το, πάρε το

γή γέμισέ το κι άσ’ το.

 

Τη φιλέψανε, την ευχαριστήσανε και βαθιά αποσπερίδα ευκήθηκε περαστικά και χάθηκε στα σκοτεινά σοκάκια. Τ’ αποξημερώματα η αρρώστια μάρανε και ξέρανε τ’ αθώα μάτια του άτυχου μικρού κοπελιού, που μάταια άλαλα προσμένανε και παρακαλούσανε βοήθεια. Μια βαθιά τρύπα άνοιξε στην καρδιά τω γονέω, σαν το αγγελούδι τους φτερούγισε οθέν τον άλλο κόσμο.

Απάνω στο χρόνο ξαναβρέθηκε η Ανεγνώσταινα βαρεμένη, μα μετά που γέννησε, η έρμη κουτσούργιασε. Ξανάρθανε πραχτικές γιάτρισσες και μάγισσες, μα κείνη δε θέλησε να πιστέψει σε κιανένα πια. Αφού δεν είχανε παράδες να πάνε στη Χώρα στους γιατρούς, αποφασίστηκε να πέσει με τσ΄ Αγίους.

– Γιωργή, με την Παναγία δα πέσουμε κι ό,τι μας αποκάμει η χάρη τζη.

Ταχτήκανε να νηστέψουνε, να φορεί εκείνη μέχρι να ζει τα μαύρα κάθε Δεκαπεντάρη. Πήρανε μαγεροψήματα, ελιές, φτάζυμους ντάκους, λάδι, το γάστρινο τσικάλι, φασκομηλιά για βραστάρια, φόρτωσε την αρρωσταρά γυναίκα του στο χτήμα και κίνησε για το μοναστήρι της θαυματουργής Παναγίας της Κουδουμιανής, στο νοτερό και απόμακρο γυρογιάλι του Λιβυκού πελάγου, που το καλύβωνε το αγιονόρος της Κρήτης, τ’ Αστερούσια. Κονέψανε σε μια σπηλιά αντικριστά του μοναστηριού κι αδερφώσανε με άλλους δεκαπεντιστάδες. Οι παρακλήσεις, τα σπερνά και οι όρθροι για τη Μεγαλόχαρη Παναγιά απλώνανε φως της χαράς, βαθιά γαλήνη στις πιστές απλοϊκές ψυχές που δοξάζανε και πιστεύανε την παρηγορήτρα μάνα.

Ο Γιωργής στην καρέκλα, με συντρομή άλλων δεκαπεντιστάδων, ήφερνε τη γυναίκα στην εκκλησία. Ήταν καλλίφωνος, σίμωνε στο αναλόγιο, φίλεψε με τον ανεγνώστη καλόγηρο και ήρχιξε να μαθητεύει στην ψαλτική. Ανήμερα της Δεκαπενταυγουστιανής Παναγίας έγινε το θάμα, η γυναίκα έγινε καλά και αποφασίσανε να μείνουνε σαράντα μέρες ακόμη να συντρέμουνε στο μοναστήρι χωρίς παράδες.

– Γιωργή, πόσο γαληνεύει η ψυχή μου στο μοναστήρι, αλάργο απ’ τσι καθημερινές έγνοιες του κόσμου!

– Κι εμένα να κάτεχες πόσο μου αρέσει επαέ, ξέμακρα του κόσμου και μονολόγησε χαμηλόφωνα: Ανέ γάτεχα πως είναι ωστοσανά τα βάσανα του κόσμου, θα καλογήρευα.

Είχανε πια δεθεί πολύ φιλικά με το αγιασμένο θαυματουργό μοναστήρι της Παναγιάς της Κουδουμιανής, με τους σεμνούς και ασκητικούς καλογέρους. Εκείνος πια καλός χτίστης ήχτιζε στο μοναστήρι τα μεσοχαλασμένα κελλιά χωρίς παράδες, για να ευχαριστήσει την Παναγιά για το θάμα, μα και μαθήτευε στην ψαλτική. Με πολλή χαρά ακλουθούσανε την καλογερίστικη ζωή στα μεσονυχτικά, στους όρθρους, στους σπερνούς, στις ολονυχτίες και τις λειτουργιές. Όταν γυρίσανε στο χωριό, γενιασμένος ο Γιωργής, με πολλή σεμνότητα το πρωτοκύριακο βγήκε στο στασίδι και έψαλλε, ωστοσονά γλυκά, σεμνά και ταπεινά, που συνεπήρε τους χωριανούς και τον ποθαμάξανε. Οι γονέοι μετανιώσανε, που τους είχανε στερήσει τη γλυκιά γονεϊκή αγάπη.

Η Παναγία ήκανε το θάμα της, ήχτισε και στερέωσε το μισογκρεμισμένο χτίρι της φαμελιάς του Γιωργή τ’ Αχεντριανού και της Μαρίας του Γιαμαλοκωνσταντή.

Από τότε ονοματίσανε το Γιωργή «Ανεγνώστη» τίτλος τιμής για εκείνα τα χρόνια, και τη γυναίκα του τη Μαρία «Ανεγνώσταινα» και έτσι τους μνημονεύουνε ακόμη όσοι τους θυμούνται.