Εξοχότατε κ. Πρωθυπουργέ, χαίρετε και μάλιστα χαίρετε, εν Κυρίω, πάντοτε.

Καθώς, λοιπόν, τολμώ να σας απευθύνω το λόγο, εν πρώτοις, θα σας παρακαλούσα να μη δώσετε ιδιαίτερη σημασία στο ποιος είμαι, (και ποιος όντως είμαι), αλλά σ’ αυτό το οποίο θα ήθελα, με την παρέμβαση μου αυτή, να σας πω. Και τούτο, επειδή ακριβώς αναγνωρίζω το βάρος των πολλών και δισεπίλυτων προβλημάτων, τα οποία φέρετε στους ώμους σας και τα οποία, με ξεχωριστή ευθύνη, επιχειρείτε να αντιμετωπίσετε.

Εξοχότατε, «δικαίωμα», για αυτή μου την παράτολμη ενέργεια, έδωσε η δημόσια δήλωσή σας «πως νιώσατε την ανάγκη και σεις, ως πιστεύων άνθρωπος, ιδιαίτερα σ’ αυτές τις συνθήκες, να στραφείτε στον Θεό».

Ειλικρινά σας θαύμασα. Δόξασα από καρδιάς τον Θεό, που ένας, όχι όποιος άνθρωπος, αλλά ο Πρωθυπουργός της χώρας τόλμησε, αντιμέτωπος με την ευθύνη του, να στραφεί προς τον Θεό, και το έκανε μάλιστα, αγνοώντας εκείνους που θα γέλαγαν, ενδεχομένως, εις βάρος του ή θα τον εμέμφοντο δια την δημοσιοποίηση της προσευχής του.  Ναι, έκανε όμως έτσι αυτό που οφείλει να κάνει ο κάθε υπεύθυνος άνθρωπος, και, πολύ περισσότερο, όταν αυτός είναι χριστιανός.

Ανέλπιστα, όμως, στη συνέχεια τα πράγματα άλλαξαν, καθώς, ως φαίνεται, επικράτησε έναντι του θάρρους ο «πανικός».

Αλλά και πάλι σας καταλαβαίνω απόλυτα, εξοχότατε. Και δια τούτο δεν θα ρωτήσω καν το γιατί και πώς συνέβη αυτό, καθώς το βλέπω πολύ ανθρώπινο, τελείως φυσικό.

Μπορεί βεβαίως και να φανεί πως ενεργώ έτσι -είπαμε- αδιάκριτα ή και τελείως αγενώς, αλλά αυτό δεν μπορεί να θεωρηθεί, νομίζω, σημαντικό, μπροστά στο ενδεχόμενο να φανώ χρήσιμος, σαν ο τελευταίος Έλληνας πολίτης, υπηρετώντας τον Πρωθυπουργό.

Εξοχότατε, είμαι άνθρωπος της Εκκλησίας, όπως εκ προοιμίου σας δήλωσα, και μάλιστα κληρικός.  Γι’ αυτό και προλαμβάνω, χωρίς να περιμένω, να με «ρωτήσει» σε σχέση με το ζητούμενο ο κ. Πρωθυπουργός. Αυτός εξ άλλου είναι , κατ’ ουσίαν, ο, χωρίς όποια άλλη σκοπιμότητα, της Πίστης μας άγιος εθελοντισμός («καλός Σαμαρείτης» ή ο Χριστός για τον παράλυτο στην Κολυμβήθρα του Σιλωάμ).

Ναι, έχετε άνθρωπο, κ. Πρωθυπουργέ. Έχετε, μάλιστα, τον Θεάνθρωπο Κύριό μας, την Παναγία Μητέρα Του, τους αγίους Του. Δεν είσθε μόνος, Εξοχότατε, εάν, όπως είπατε, έχετε ζώσα πίστη. Αλλά εάν και παρ’ ελπίδα πάλιν η πίστη σας, μπροστά στα τόσα δεινά λύγισε μη διστάσετε θαρρετά να πείτε στον Κύριο: «Πιστεύω Κύριε, βοήθει μου τη απιστία», όπως το έκανε, σωτήρια, στο ιερό Ευαγγέλιο ο αληθινός γονιός.

Εξοχότατε, προς χάριν σας, για την αγάπη σας, θα είμαι, είπα, σύντομος.

Ούτως ή άλλως, υπάρχουν εγκρατέστεροι του πράγματος από εμένα. Αλλά, επειδή είπατε -και συμφωνώ- πως η ευθύνη είναι προσωπική, δεχθείτε, παρακαλώ, κι αυτό το «δίλεπτο της χήρας», κατά το ιερό Ευαγγέλιο, ως το ελάχιστό από εμέ.

Παρακαλώ, γι’ αυτό, θερμά την εξοχότητά  σας και ολόθερμα τον Θεό και τους αγίους Του, προκειμένου να βρείτε ξανά το αληθινό θάρρος και,  να  αναθεωρήσετε την εν «τρικυμία» απόφαση. Και τούτο, επειδή, αλίμονο, όχι μόνο ανορθόδοξο, αλλά και τελείως  άθεο είναι, ως μέτρο, η παύση των ιερών Λειτουργιών.

Οι ναοί μας, Εξοχότατε κ. Πρωθυπουργέ, δεν υπάρχουν ως χώροι επίσκεψης εκεί όπου, ενδεχομένως, μπορεί κανείς και να διαλογίζεται  ακόμα, προκειμένου να νιώθει πόσο σπουδαίος ο ίδιος είναι ή τόποι εξευμενισμού του «θείου» για να ανάψει ίσως το κεράκι του και να καλύψει το  όποιο χρέος του, τέλος δε, και το όντως απίστευτο, να κλάψει τη «μοίρα» του δυστυχώς. Οι ναοί μας είναι το ιερό Θυσιαστήριο, εκεί όπου Εκείνος μεν «θύεται» και εμείς «ευχαριστιακά ζούμε».

Δεν γίνεται, Εξοχότατε, οι άνθρωποι της βιοπάλης να είναι στις θέσεις τους, δηλαδή στις «επάλξεις» τους, και οι πνευματικοί «Λειτουργοί», λες και είναι «φιλοτομαριστές», μακριά από το κατ’ εξοχήν έργο τους. Ανοικτά, λέτε, τα συσσίτια και αλειτούργητες οι άγιες Τράπεζες!

Επειδή ειλικρινά, ως άνθρωπος της πίστεως, αναγνωρίζω, κατ’ αρχήν βεβαίως, πως, ως ο Πρωθυπουργός, «υπάρχετε εν υπεροχή», δια τούτο και, χωρίς τον παραμικρό δισταγμό, αποδίδω, κατά το αγιογραφικό λόγιο «τα του Καίσαρος τω Καίσαρι», την οφειλόμενη, δηλαδή, τιμή, ως την εις τον νόμο υπακοή, στα όποια και όσα δηλαδή μέτρα, κατ’ άνθρωπο, έχουν ληφθεί.

Έτσι, λοιπόν, δεν θα ήθελα να υποχρεωθώ από τον υπερέχοντα, καθώς εκείνος  δια της «επιμονής» του θα έχει ξεχάσει-παραβιάσει το μέτρο της προσωπικής ελευθερίας-«ατομική ευθύνη», να λειτουργήσω, ως οφείλω, χωρίς φόβο και πάθος, το επίσης αγιογραφικό: «Πειθαρχείν δει Θεώ μάλλον ή ανθρώποις».

Σας σέβομαι και δια τούτο προσεύχομαι. «Ίσχυε και ανδρίζου», λοιπόν, Εξοχώτατε, ή, κατά το κοινώς λεγόμενο, Χαίρε, καθώς αύριο γιορτάζουμε Ευαγγελισμό.

Ηράκλειον 22/3/2020