Ένας ανήφορος είν’ η ζωή κι όταν είσαι νέος έχεις όλες τις δυνάμεις να κατακτήσεις όχι μόνο τον ανήφορο, αλλά και κάθε κακοτράχαλο βουνό.
Γιατί έχεις τα νιάτα του ΧΡΟΝΟΥ.
Στην πορεία σου κάνεις όνειρα, έχεις δύναμη, έχεις τα νιάτα, που σε κάνουν να πετάς με φτερούγες αετού, που ψηλά πετά, πιο ψηλά απ’ τα άλλα τα πουλιά.
Πετάς… πετάς… πετάς… χωρίς πολλές φορές να σκέπτεσαι κινδύνους και καταιγίδες… Γιατί έχεις τα νιάτα του ΧΡΟΝΟΥ.
Σκαρφαλώσεις και στα πιο απίθανα και απόκρημνα κακοτράχαλα μέρη, γιατί τα μπράτσα σου βαστούν με τη δύναμη του ΧΡΟΝΟΥ το σώμα και αν και λίγο μετεωρίσεις, πάλι τα νιάτα δεν σε αφήνουν ούτε μετέωρο, ούτε χωρίς πάτημα.
Κι όσο ψηλά πετάς, τόσο σ’ αρέσει… και βλέπεις, πολλές φορές, μικροσκοπικούς τους άλλους να περπατούν στους δρόμους, ίσως σε λάσπες, ίσως σε νερά και πολλές φορές σε αδιάβατους δρόμους, αλλά εσύ πετάς ψηλά… δεν περπατάς και ξαποστάζεις, καθισμένος σε όποιο κλαρί του πιο ψηλού δεντρού.
Πόσο, όμως κρατά αυτό το ανηφόρι του πετάγματος; Έφτασες… έφτασες…. έφτασες!
Κάποια μέρα, που κι εσύ δεν την ήθελες να ξημερώσει, αντιλαμβάνεσαι ότι δεν μπορείς πια να πετάξεις και από κει και πέρα σκέφτεσαι το κατηφόρι!
Και όταν το αρχίζεις είναι πλέον ακατόρθωτο το ανηφόρι.
Στο κατέβασμα ίσως χρειαστείς και βακτηρία γιατί ή τα φτερά ή τα πόδια δεν έχουν τη δύναμη να κρατήσουν, έστω και το ελάχιστο, που σου έχει απομείνει από την πάλη που έκαμες στο ανηφόρι. Γιατί στην πλάτη σου έχει καθίσει το ΒΑΡΟΣ ΤΟΥ ΧΡΟΝΟΥ και σε ενοχλεί το βάρος αυτό. Δυστυχώς όμως δεν υπάρχει σκαλί να πατήσει για να κατέβει!
Και έτσι… αρχίζει η αντίστροφη μέτρηση!
Περπατώντας τώρα σιγά-σιγά, με αυτό το βάρος, ίσως και μονάχος, και όχι πετώντας, αναντρανίζεις και βλέπεις τα ζωηρά πετάγματα μιας άλλης γενιάς και αναπολείς τα περασμένα δικά σου πετάγματα.
Κι εσύ πιασμένος και σκεπασμένος με τα παλιά πετάγματα… μονολογείς:
«Τση έρημής μου τση καρδιάς λέω τση κάθε μέρα
Σκοτώνει σε η ανάμνηση πιο γρήγορα από σφαίρα.
Κι απάντησέ μου η καρδιά ότι δεν είναι ψέμα
Πως στο κορμί κυκλοφορεί τσ’ αναμνήσης το αίμα».
Ξέρεις ότι δεν υπάρχει αντιστροφή και… εκείνο που δεν έχει αναστροφή ανήκει πλέον οριστικά στο παρελθόν.
Ήδη έχεις μπροστά σου το δρόμο και όχι τον ουρανό. Τον κατηφορικό!
Και ξέρεις πολύ καλά ότι ο κατήφορος αυτός δεν έχει επιστροφή και ανέβασμα.
Κι εσύ κατηφορίζεις… Κατηφορίζεις… κατηφορίζεις… με την αξιοπρέπεια και με το ύφος εκείνου, που ξέρει να σηκώνει το ΒΑΡΥ ΦΟΡΤΙΟ του ΧΡΟΝΟΥ, χωρίς ποτέ να ζητά να φέρει πίσω το χθες.
Το μόνο που σου έχει απομείνει είναι η ωραία τενόρικη φωνή με την οποία με πολύ κέφι μπορείς τουλάχιστον και άδεις.
«Χρόνε το χιόνι στα μαλλιά και στη ψυχή μου φέρνεις
Και τη ζωή που μού’ δωκες οπίσω μου τη παίρνεις».
Και έτσι σιγά- σιγά συνηθίζεις και ζεις με το βαρύ φορτίο του υποχρεωτικού συνοδοιπόρου χρόνου, ώσπου κάποια στιγμή στο αγκίστρι κάποιου άλλου Χ διαγουμίζεσαι δίχως να μπορείς, με το βάρος του χρόνου να αντισταθείς στην αγκίστρωση του Κυρίου Χ.