Όταν ο Ερντογάν έπαιρνε το 2003 την διακυβέρνηση της Τουρκίας στα χέρια του, ταίριαζε απόλυτα σ΄ αυτόν ο χαρακτηρισμός του μεταρρυθμιστή και μάλιστα του ριζοσπάστη, δεδομένου ότι τόλμησε να συγκρουστεί κατ΄ευθείαν με το στρατιωτικό και το κεμαλικό κατεστημένο.
Θα μπορούσε ακόμη να χαρακτηριστεί ως ηγέτης διορατικός και οξυδερκής, διότι φρόντισε να ξεκινήσει διαπραγματεύσεις για την ένταξη της Τουρκίας στην Ε.Ε. μισό περίπου αιώνα μετά την αρχική αίτηση. Φρόντισε ακόμη να επισκεφτεί την Ελλάδα, όσο το δυνατόν γρηγορότερα.
Μέχρι το 2010 ο Ερντογάν ήταν ένας καλός φίλος για την Ελλάδα. Θυμούμαι μάλιστα να απαντά στην τουρκική αντιπολίτευση για το θέμα των ελληνικών νησιών ότι δεν τίθεται καν θέμα αμφισβήτησης, διότι σύμφωνα με τις διεθνείς συνθήκες και τους επίσημους χάρτες είναι ελληνικά. Καλούσε μάλιστα κάθε ενδιαφερόμενο να τον επισκεφθεί για ενημέρωση.
Ήταν, φαίνεται, η εποχή, που ήθελε να καταθέσει τα διαπιστευτήριά του στην Ευρώπη και στη διεθνή κοινότητα. Μετ’ ού πολύ όμως θυμήθηκε την πατρίδα της καρδιάς του και ονειρεύτηκε την γαλάζια πατρίδα του. Έτσι ξέχασε την ελληνικότητα των νησιών του Αιγαίου και άρχισε να απεργάζεται τα γνωστά δόλια και καταχθόνια σχέδια του.
Παρά το γεγονός, λοιπόν, ότι ο Ερντογάν γνωρίζει ότι τα αιγαιοπελαγίτικα νησιά είναι ελληνικότατα, εντούτοις φέρεται να διεκδικεί κάποια από αυτά. Προβαίνει μάλιστα σε μια τέτοια ενέργεια, όχι για λόγους εσωτερικής κατανάλωσης, όπως συνηθίζεται να λέγεται από κάποιους Έλληνες δημοσιογράφους και πολιτικούς, αλλά για να εγγράψει υποθήκη.
Αυτή η πρακτική των Τούρκων είναι γνωστή. Για παράδειγμα στο Κυπριακό με αυτό τον τρόπο μετέτρεψαν την τουρκική μειονότητα σε τουρκική κοινότητα και την διχοτόμηση σε Τουρκοκυπριακό κράτος, αν έτσι νομίζουν. Τα ίδια ύπουλα σχέδια σκέπτονται και για την Θράκη, αλλά έχουν γνώση οι φύλακες.
Εν όψει των παραπάνω ο Ερντογάν είναι ένας κακός γείτονας, που προσπαθεί να μας βλάψει με κάθε τρόπο, βρίζοντας συγχρόνως και απειλώντας. Σ΄αυτό πιστεύω ότι συνέτεινε και η συναναστροφή του με τους δύο μεγάλους ηγέτες, τον Πούτιν και τον Τραμπ. Αυτή η συναναστροφή τελικά ήταν βλαπτική διότι από ένα σημείο και μετά άρχισε να συμπεριφέρεται σαν πλανητάρχης βγαίνοντας έτσι από τα όριά του.
Δυστυχώς όμως δεν μας βρίζει και δεν μας απειλεί μόνο ο Ερντογάν, αλλά και ο υπουργός Εξωτερικών. Ειδικά αυτός θάπρεπε να ξέρει ότι, σαν υποτιθέμενος διπλωμάτης, δεν δικαιάται να βρίζει και να απειλεί κανένα και πολύ περισσότερο τους Έλληνες, που ήταν οι πρωταγωνιστές σε δύο παγκοσμίους πολέμους, ενώ οι απόλεμοι Τούρκοι ήταν απόντες.
Σήμερο ο Ερντογάν έχει πάψει να είναι ένας μεταρρυθμιστής πολιτικός και ένας διορατικός και οξυδερκής ηγέτης. Αυτό που ταιριάζει τελικά σ’ αυτόν είναι: «Καλός- καλός ο χοίρος μας, μα βγήκε χαλαζάρης».
* Ο Δημοσθένης Μαρκατάτος είναι συνταξιούχος δικηγόρος