Ηγεμόνας στην αυθεντία του ο Αύγουστος, μήνας σημαντήρας του καλοκαιριού, της παύσης και του αργού χρόνου, ταγμένος να εκδίδεται στη διαφυγή και τη ραστώνη.

Ευλογημένο να δώσει ένα μελτέμι, τα δάκρυα των θυμωμένων σωμάτων να στεγνώσει, τις αλυκές του ιδρώτα που μαρκάρουν τη σάρκα.

Ούριος κάποιος άνεμος αν άνθιζε ταξίδι, στη φυγή του Αυγούστου να φουσκώσει πανί, με ήλιο και γέλιο να δαμάσει τον δαίμονα του καλοκαιριού, που θέλει αστράτευτο τον Αύγουστο, εφηβικό, μ’έναν αντάρτη ουρανό και κάμποσα φεγγάρια, τροβαδούρο να κραδαίνει πυρσούς τα βράδια με τα σειρήνια ειδύλλια σε χορογραφίες στην άμμο.

Ολονύκτιες θέλει και τις βεγγέρες, έμπλεες λυρισμό στα αίθρια που πίνεται άπληστα η σελήνη.

Ξετσίπωτα να ξεντύνονται και τα κύματα, ξεδιπλώνοντας τις δαντέλλες τους στον αφρό.

Ονειροπόλος ο Αύγουστος, ακαμάτης, ως το τέλος του, χορεύοντας και πίνοντας να ξεπερνά την αγχόνη……..

Προσκυνητής κι εγώ του Αυγούστου, κάθε που ανιχνεύω την αύρα του στην ανάσα μου, η θωπευτική του πυρά να μου καίει τη σάρκα, από μέσα μου εξέχει μια νοσταλγική αφορμή για μια παράκαμψη σε θύμησες από τα παιδικά και εφηβικά μου καλοκαίρια.

Όντας εσαεί στον παρατατικό τελευταία, αναδρομικά ερωτευμένος μ’εκείνα τα πολύτιμα που μια φορά κι έναν καιρό είχαν περάσει απαρατήρητα, επιλεκτικά ξεψαχνίζω τη μνήμη από Αυγουστιάτικα παραθεριστικά τοπία.

Αναμνήσεις ιδωμένες από απόσταση μισού αιώνα και πλέον, πίσω στην ατμοσφαιρική εμπειρία της περιλάλητης δεκαετίας του ΄60, της μητέρας όλων των δεκαετιών, που κέρδισε επάξια τη μυθολογία της, καθώς κανείς δεν θα μπορούσε να υποστείλει την έκρηξη, που στόχευε στην αναθεώρηση και την νεότητα, στην αναστάσιμη κουλτούρα, την δεκτική σε πολιτισμικές οσμώσεις και επαναστατικά ρεύματα με τις φυγόκεντρες προεκτάσεις σε παγκόσμια εμβέλεια.

Παλιά……εκεί ανάμεσα στις εκβολές της παιδικής μου θητείας και στην πρώιμη δοκιμασία της εφηβικής μου διαδρομής, άγουρος νέος ακόμα με άγνωστες σε μένα υποδοχές αλλά με δεδομένο το όνειρο και αναμμένη τη φαντασία, ευθύς με το εναρκτήριο σάλπισμα της δεκαετίας των sixties άρχισα να παρακολουθώ με ρυθμούς λατρείας, τα συνθήματα για αλλαγές που άκμαζαν ολοταχώς, ενώ ανά πάσα στιγμή ήταν έτοιμο να παραχθεί κι ένα νέο θαύμα.

Ωστόσο, επειδή ο Αύγουστος σαν κατασκευή ανέκαθεν προσφέρονταν για ανανέωση και αναψυχή κάνοντας και κάποιες εξυπηρετήσεις στα θερινά όνειρα, μοίρα αγαθή με αξίωσε να ζήσω για κάποια καλοκαίρια τον μαγικό κύκλο των τελετών του Αυγούστου με τα πανηγύρια του και τα διονυσιακά γλέντια και μ’έναν ιδανικό συνταυτισμό με τις τελετές του τρύγου που μαζί με το θερμόμετρο που ανέβαινε, φούντωνε και η επιθυμία για μετακόμιση στα παραθεριστικά θέρετρα των αμπελώνων που έπαιρναν διαστάσεις λατρείας.

Φιλοξενούμενος από ανθρώπους του οικογενειακού μου περιβάλλοντος, ένιωσα το ευεργετικό πλεόνασμα της πυκνής τους αγάπης.

Δεσμοί ιεροί που είχαν πάρει διαστάσεις ευαγγελίου και που δίπλα τους έμαθα να συμφιλιώνομαι με τη φύση και τα στοιχειά της σαν η πλέον πολύτιμη συγκομιδή των αισθήσεων.

Εικόνες μαγικές που βρήκαν το χώρο να φωλιάσουν μέσα μου και επιμένουν μακροπρόθεσμα να σχηματίζουν το ζωγραφικό καμβά της μνήμης.

Αξημέρωτα ακόμα θυμάμαι εκεί στα σύνορα πόλης και υπαίθρου γίνονταν η συνάντηση των καραβανιών, των τρυγητών που σχημάτιζαν τις πομπές, πεζοί ή με υποζύγια προς τους αμπελώνες στα περίχωρα της πόλης, ασθμαίνοντας να προλάβουν τον ήλιο.

Χωμάτινοι δρόμοι ονομάτιζαν την μετατόπιση στον κόσμο της υπαίθρου.

Οδηγούσαν μακριά από τη στενοκοπιά της πόλης και πέραν από το χάρτη των ορισμών.

Αυτόνομο ποτάμι ο δρόμος ολοταχώς προς το απέραντο των αμπελώνων.

Χαράματα ακόμη, ξαπλωμένη ανάσκελα σαν υπνωτισμένη η φύση, ρέγονταν του υπαίθριου αέρα το δροσερό χάδι, την ήσυχη ανάσα του πρωινού.

Το μόνο που ακούγονταν ήταν το θρόισμα της αργοπορίας σε μια παράταση γαλήνης και αρμονίας.

Το απαλό φώς της αυγής και η καθαρή ατμόσφαιρα φιλτράριζαν μια νέα πραγματικότητα.

Η συστολή που είχαν οι άνθρωποι της υπαίθρου στην εσωτερική τους ζωή, τους προστάτευε από τον κάματο της υπερβολής και της αλαζονείας.

Τι να σήμαινε άραγε στην ψυχή τους η τελετουργική αρμονία της αχειροποίητης φύσης των γύρω λόφων που άτμιζαν χιλιάδες αρώματα βοτάνων.

Από νωρίς η δοξαστική συναυλία των τζιτζικιών και το ξαφνικό πέταγμα των πουλιών από σύδενδρο σε σύδενδρο, σαν να κινητοποιούσαν τη λαχτάρα εμένα και του εξαδέλφου μου να αμοληθούμε για εξερεύνηση στα γύρω παπούρια(λόφοι) φορώντας κάσκες για τον ήλιο και χοντρόσολα άρβυλα με σκοπό να ανιχνεύσωμε τις κρυψώνες των χοχλιών μαζεύοντας σύκα και άλλα φρούτα και διάφορα βότανα του βουνού από τα ανόθευτα τοπία που δεν τα είχε λερώσει ακόμη η ανθρώπινη επέμβαση.

Ο μαλακός χρόνος το σούρουπο μας έβρισκε συντροφιά και μ’άλλους νέους παραθεριστές από τα γύρω μετόχια γύρω από έναν σοφρά στο ρυθμό μιας προσευχής, ακούγοντας beatles και Νέο Κύμα από το φορητό τρανζιστοράκι, δώρο ακριβό του πατέρα μου, με μελωδίες γλυκιές που νάρκωνε τις σκέψεις.

Χειροπιαστός τα βράδια ο ουρανός, προσφέρονταν για αποκρυπτογράφηση των μυστηρίων του, ενώ έπεφταν βροχή τα πεφτάστερα και οι αστροφεγγιές.

Απόκοσμοι ήχοι εξημέρωναν το σκοτάδι, ενώ οι ήρεμες σταλαγματιές της σκλόπας νανούριζαν με σοφία τον ύπνο μας.

Εξοπλισμένοι με αφηγηματικό οίστρο οι παραμυθάδες τιε βεγγέρες ιχνηλατούσαν σε τοπία του υπερβατικού κόσμου πλάθοντας ιστορίες που ευημερούσαν στο φαντασιακό και κέντριζαν την αγωνία για παραγωγή μεταφυσικών φόβων.

Αυτά για όσους διάβηκαν τον περίβολο εκείνης της εποχής που περιείχε την ηδονή της ολιγάρκειας στην αυτάρκεια της οικιακής οικονομίας και τις συναλλαγές είδος με είδος και μπορούν να φανταστούν την απόσταση που χωρίζει εκείνο το σύμπαν από το σημερινό.

Άρον αρον ο σημερινός άνθρωπος στην πανικόβλητη φυγή του Αυγούστου υπακούοντας στις σειρήνες των τουριστικών προορισμών με τις στερεότυπες προτροπές για μια συλλογική παραίσθηση ευφορίας.

Άρον αρον να ξεφύγει προσωρινά μακριά από τον φόβο του ανταγωνισμού που γεμίζει φλεγμονές το συλλογικό ασυνείδητο, να ξεφύγει ξανά από τον κλοιό μιας ιογενούς καθημερινότητας κόβοντας έτσι τους δεσμούς με τον παραδοσιακό παραθερισμό.