Πίστευε πως είχε το δικαίωμα να εμπιστεύεται τα ορατά ως αληθινά.

Καθώς περπατούσε στους δρόμους άκουγε συχνά ψιθύρους πίσω του.

Ο άπιστος.

Πίστευε ότι είχε το δικαίωμα να μην κάνει στα παιδιά του μετάγγιση πίστης, αλλά ώριμα ν’αποφασίσουν εκείνα τι  είναι λογικό να πιστέψουν.

Καθώς τα έπαιρνε από το σχολείο άκουγε ψιθύρους. Αυτά είναι άπιστα.

Μια μέρα ήταν προσκεκλημένος σε ένα γάμο φίλου του παιδικού στην εκκλησία της γειτονιάς του.

Πήγε πολύ νωρίς,ο πρώτος,όπως πρώτη φορά έμπαινε σε εκκλησία.

Κάθησε σε ένα στασίδι και περίμενε.

Σε λίγο μπήκε ένας γνωστός του τοκογλύφος, αγιογδύτης, αγγέλων δεν έδινε  αγιασμό, φίλησε τη χρυσή μεγάλη εικόνα της Παναγίας, έκανε ένα μεγάλο σταυρό και άναψε και μια τεράστια λαμπάδα, που κρατούσε.

Μπήκε ο δεύτερος,γνωστός του γλύφτης κατουρημένων ποδιών, πάντα έβρισκε τη λύση με συνοπτικές διαδικασίες αφήνοντας και ένα δωράκι, καθ’ότι και γαλαντόμος.

Ασπάστηκε την απεναντινή ασημοστόλιστη, εξ ίσου μεγάλη εικόνα του Χριστού,σταυροκοπήθηκε συγκινημένος, έβαλε και ένα κερί στη θέση του.

Μπήκε τρίτος, γνωστός του εργοδότης, χρέωνε 12 ώρες,πλήρωνε έξι στη γαλέρα του. Τα ίδια.

Μπήκε τέταρτος,γνωστός μεγαλοφοροφυγάς, καλοδεχούμενος στην Ελβετία,είχε και τρία λυκόσκυλα, που έτρωγαν όσο δέκα οικογένειες, χρωστούσε σε όλες τις τράπεζες, το ΙΚΑ και στο δημόσιο, όσα ένα εκατομμύριο φτωχαδάκια. Τα ίδια.

Μπήκε πέμπτος,γνωστός του νταβατζής από τα γενοφάσκια του. Τα ίδια.

Μπήκε έκτος, σάτυρος πασίγνωστος. Τα ίδια.

Μπήκε έβδομος, κουτσομπόλης, ζηλόφθονος του κερατά, ψεύτης, απατεώνας ολκής και ποιόν δεν είχε φεσώσει, δοσίλογος, φασίστας, μιζαδόρος. Όλες τις πληγές των Φαραώ είχε πάνω του. Αυτός φίλησε και το πάτωμα και άφησε και ένα δεκάευρο για κερί.

Μπήκε ο όγδοος. Μούρη,που μιλούσε. Όλη μέρα μεθοκοπούσε και έδερνε τη γυναίκα του και τα παιδιά του. Αυτός φίλησε και τις εικόνες του ιερού.

Μπήκε έννατος. Ένας αρχιτεμπέλης στην υπηρεσία του, τάπαιρνε και που και που να παίξει στα άλογα, που είχε αδυναμία. Τρωκτικό δεν τον έλεγες, αλλά κηφήνα ασφαλώς.

Αυτός ήταν πιο σεμνός. Άναψε μόνο κερί.

Μπήκε δέκατος. Νωρίς κατάλαβε την αξία του χρόνου και έτσι δεν πήγε στο στρατό, πλήρωσε μερικά και απολάμβανε τον καφέ του στο Κολωνάκι, ρίχνοντας και δίχτυα, κι ό,τι  ψάρια έπιανε. Συνέχεια μιλούσε για τον κίνδυνο από την Τουρκία.Άκουγε για πρόσφυγες και μετανάστες και έφτυνε τον κόρφο του. Πήγε στην εικόνα του Αγίου Νικολάου και ψιθύρισε κάτι για το Ναυτικό, όπως πήρε το αυτί του. Τον είδε, που είχε δακρύσει.

Βγήκε από την ωραία πύλη ο παππάς και έκανε κήρυγμα για την ιερότητα του μυστηρίου του γάμου. Κάτι φήμες για παρέες με νεαρούς ήταν ανεπιβεβαίωτες.

Σαν τέλειωσε η τελετή πέρασαν από μπροστά του όλοι.Ύφος καλοντυμένων, φτασμένων, καθώς πρέπει, που λέμε.

Αναρωτήθηκε χαμηλόφωνα.Όλοι αυτοί είναι πιστοί;

Ξέπλυμα βρώμικου χρήματος ήξερε, ξέπλυμα ψυχών όχι. Ή μήπως εκατό κατασκευαστές πλυντηρίων ψυχών συνιστούν το καλύτερο απορρυπαντικό, εκκλησιασμό,αναρωτήθηκε.

Όμως το νόημα της εκκλησίας παραμένει επίκαιρο όσο ποτέ,όπως στις εθνικές επετείους.

Ο άνθρωπος, που κακό δεν είχε κάνει στη ζωή του, έκανε αθέατος για πρώτη φορά το σταυρό του και ζήτησε συγχώρεση για την απιστία του κοιτώντας το έδαφος.

Ταπεινά.

 

* Ο Στέλιος Βασαλάκης είναι συνταξιούχος νομικός  σύμβουλος του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους, συνταξιούχος δικηγόρος παρ’ Α.Π. του Δ.Σ.Η., πτυχιούχος Νομικής και Πολιτικών Επιστημών.