Γιάννης Χαρκούτσης
του Γιάννη Χαρκούτση

Το κείμενο αυτό αφιερώνεται στους πάλαι ποτέ λαϊκούς μουσικούς του κρητικού νταουλιού της Ανατολικής Κρήτης, τους ονομαζόμενους «νταουλατζήδες».

Τους αφανείς και ανιδιοτελείς ήρωες της ζυγιάς του λυροντάουλου1 και της μουσικής παράδοσής μας, που ενώ είχαν πάντα σπουδαίο ρόλο στα μουσικά δρώμενα και στην δημιουργία του ζωογόνου ρυθμικού ήχου της κρητικής μουσικής, διάβηκαν από την ιστορία της αθόρυβα.

Κατά έναν περίεργο τρόπο πέρασαν σχεδόν απαρατήρητα, με την ίδια διακριτικότητα της καρδιάς μέσα στο σώμα μας.

Αυτό αντιπροσώπευαν τότε στην κουλτούρα μας εκείνοι οι απλοί ερασιτέχνες μουσικοί και άνθρωποι του μόχθου, τον παλμό και την ήσυχη δύναμη στο κορμί μιας πανέμορφης αυθεντικής τέχνης, που τώρα πλέον έχει απολέσει την παλιά μοναδική φυσιογνωμία της στον κυκεώνα των κοινωνικών, τεχνολογικών και καλλιτεχνικών αλλαγών.

Δεν θα ξεχάσω τα λόγια του Μπάρμπα Μαθιού, εκατοντάχρονου νταουλατζή που πριν αρκετά χρόνια, έχοντας στερηθεί πια και το φως του, αναπολώντας τα περασμένα, με φανερή συγκίνηση μου τόνισε: «Το νταούλι ,παιδί μου, ήτονε το πρεπίδι2  τση λύρας και δεν εξεχωρίζανε ποτέ ντως».

Έτσι ήταν πραγματικά εκείνους τους καιρούς στα μέρη αυτά. Οι λυρατζήδες και οι νταουλατζήδες, κουβαλώντας με το σακούλι (σακίδιο του βοσκού) στον ώμο το νταούλι με τη λύρα ζευγαρωτά κι αχώριστα, διέσχιζαν οδοιπόροι δεκάδες χιλιόμετρα, σε κάμπους, πλατύβολα και δύσβατα φαράγγια για να φτάσουν στα περιβόητα πανηγύρια του Τοπλού, του Καψά, του Μπέμπονα, της Φανερωμένης κ.α.

Άλλοτε πάλι με κρεμασμένο το σακούλι στη σέλα της φοράδας έφταναν από τη Σητεία μέχρι την Ιεράπετρα και το Μεραμπέλλο για χάρη του καλού αυθεντικού γλεντιού, κάπως έτσι άλλωστε απέκτησε και το παρανόμι «Φοραδάρης» ο θρυλικός Ζηριώτης λυράρης του 19ου αιώνα, Χατζαντωνάκης Κωνσταντίνος.

Σε όλα τα μέρη της Ανατολικής Κρήτης που υπήρχε η παρουσία του νταουλιού, ως όργανο, θεωρούνταν ισότιμο στη συνείδηση του κόσμου με τη λύρα. Παρόλα αυτά, όπως συνέβαινε λίγο ή πολύ με όλους τους μουσικούς εκείνα τα χρόνια, συχνά οι οργανοπαίχτες του δεν εισέπρατταν και την καλύτερη ή ευγενέστερη αντιμετώπιση.

Ανέκαθεν ήταν αδικημένοι, τόσο που μέχρι και τοπική μαντιν(ι)άδα υπήρχε περιγράφοντας περιπαιχτικά την κατασκευή του νταουλιού3, θίγοντας εμμέσως την τέχνη του νταουλατζή, καταδεικνύοντας όμως συνάμα τη δύσκολη, χρονοβόρα και όχι ευχάριστη για κάποιους δημιουργία του οργάνου:

´Δεν πάς, μωρέ, να ξεις προβιές, να κάνεις νταουλάκια,

μα εσένα δε σου πρέπουνε στ’ αχείλια τα μουστάκια.

Για το πόσο παρεξηγημένη ήταν η τέχνη του νταουλιού, χαρακτηριστική είναι και η ευτράπελη ιστορία κατοίκου ορεινού χωριού που τόσο πολύ τον ενοχλούσε το παρανόμι «νταουλατζής» (χωρίς εκείνος να παίζει νταούλι) φτάνοντας σε σημείο να μηνύσει το γείτονά του, λύνοντας τις διαφορές τους στο τοπικό δικαστήριο!

Μπορεί επίσης το νταούλι, να μην έχει τετράγωνη οπή στον κύλινδρο όπως το κυκλαδίτικο τουμπί, ούτε στρογγυλή σαν την κιθάρα για να ρίχνουν τα χαρίσματα οι γλεντιστάδες, είχε όμως τα τεντωμένα σκοινάκια, στα οποία μαζί με χαρτονομίσματα τοποθετούσαν αυτοσχέδια σημειώματα μαντιν(ι)άδων και παραγγελιών.

Έτσι, ο εκάστοτε νταουλατζής, δεν εισέπραττε μονάχα την επιβράβευση και τον θαυμασμό του κόσμου για το στρωτό ή εντυπωσιακό του παίξιμο, αλλά ήταν συχνά αυτός που δεχόταν πρώτος και τις αντιδράσεις από τυχόν παρεξηγήσεις, ενώ υπήρχαν κι αρκετά περιστατικά που κατέληγαν με σπασμένη μεμβράνη ή ακόμα και το σώμα (ξύλινο κύλινδρο). Μπορεί επίσης κάποιοι να άλλαζαν στη διάρκεια του γλεντιού μεταξύ τους όπως συνήθιζαν καμιά φορά και οι λυράρηδες ή οι βιολατόροι4, τις περισσότερες φορές όμως έλιωναν πάνω στην καρέκλα μέχρι το ξημέρωμα που τους έβρισκε η αυγή καταπονημένους.

Εδώ ακριβώς, δεν πρέπει να παραβλέψουμε και την ιδιότυπη παράδοξη αντίληψη της εποχής τους στην Α. Κρήτη, όπου οι νταουλατζήδες δεν έπαιρναν ποτέ μερίδιο από τα φιλοδωρήματα που άφηναν οι γλεντιστάδες ή έπαιρναν πάρα πολύ σπάνια, μια αδιανόητη και άδικη αντιμετώπιση (αντίστοιχη δεν υπήρχε στους λαουτιέρηδες της Δυτικής Κρήτης, ούτε φυσικά στους τουμπαξήδες του Αιγαίου, οι οποίοι στα γλέντια τους είναι οι αποδέκτες των χαρισμάτων που βάζουν οι χορευτές μέσα στο τουμπί), που συνέβαινε βέβαια σε πολύ διαφορετικές χρονικές και κοινωνικές συνθήκες από τις σημερινές. Αξίζει φυσικά να σημειωθεί, πως η  ανιδιοτελής αγάπη και ο ζήλος που επιδείκνυαν οι άνθρωποι αυτοί, λειτουργούσε αναμφισβήτητα προς όφελος της ανεπιτήδευτης, αληθινής μουσικής.

Οι νταουλατζήδες πέρα από εργάτες του οργάνου, είχαν και καθοριστικότατο ρόλο ως ρυθμιστές ή τραγουδιστές του χορού και του γλεντιού γενικότερα. Κορυφαίοι λυράρηδες επιζητούσαν να έχουν πάντα παρέα τους καλύτερους παίχτες, συχνά και καλλίφωνους που με τη συνδρομή τους απογείωναν το κέφι.

Κλείνοντας το μικρό αυτό αφιέρωμα, να τονίσω ότι έχει σχηματιστεί λανθασμένα η εντύπωση πως το νταούλι στη μουσική της ζυγιάς του λυροντάουλου λειτουργούσε αποκλειστικά ως αυστηρά συνοδευτικό όργανο, χωρίς ελευθερία έκφρασης και δυναμική. Αντιθέτως, δεν είναι λίγες οι γεμάτες θαυμασμό διηγήσεις για το ύφος, το ταπεραμέντο και τα αριστοτεχνικά αυτοσχεδιαστικά κρουστά χτυπήματα ορισμένων πάνω στις μικρές μαγικές στιγμές της κορύφωσης του γλεντιού. Εννοείται βέβαια, πάντα μέσα στο πλαίσιοτου μέτρου και της αρμονικής συνύπαρξης οργάνων, τραγουδιού και χορού. Κάθε χωριό είχε και ένα – δύο ταλαντούχους νταουλατζήδες, ενώ ενίοτε συναντούσε κανείς ορισμένους με ιδιαίτερες δεξιότητες που ξεχώριζαν για την τεχνική και τα κόλπα τους, τα οποία ήταν τέτοια, που θα τους χαρακτηρίζαμε βιρτουόζους.

Κάπως έτσι λοιπόν ξετυλίγεται το άγνωστο κουβάρι της τέχνης των νταουλατζήδων, συνοδεύοντας αρχικά τα πνευστά και αργότερα τη λύρα με το βιολί, διαβαίνοντας από τα χνάρια του Κορνάρου μέχρι τις μέρες μας, στον αείμνηστο Λαστριανό Κωστή Φραγκούλη με τις όμορφες και επίκαιρες συγκυριακά μαντινάδες του:

Αγάπης λυροντάουλα με τάξη ένα, ένα

και όχι τουφέκια έχετε στον τοίχο κρεμασμένα.

Να ευχηθούμε όλοι μας  και όχι μοναχός μου,

με τέτοια να γεμίσουνε οι τοίχοι όλου του κόσμου.

1  “Λυροντάουλο ή λυροντάουλα” ονομάζεται η μουσική ζυγιά, λύρα – νταούλι της Ανατολικής Κρήτης. Αντίστοιχα στην επαρχία Ιεράπετρας η ζυγιά, βιολί – νταούλι, ονομαζόταν ” Βιολοντάουλα”.

2 Το στολίδι ή το ταιριαστό που αλληλοσυμπληρώνει κάτι άλλο. Το πρέπον ή σωστό,

3 Στην Ανατολική Κρήτη το νταούλι παρά την αγάπη του κόσμου και ειδικά των παλιών μερακλήδων, μετά την εμφάνιση και κυριαρχία της κιθάρας ως συνοδευτικό όργανο, συχνά αντιμετωπιζόταν από τους νεότερους ειρωνικά και υπονομευτικά σαν παρακατιανό και φτωχό όργανο, παραβλέποντας τόσο την ιστορία του, όσο και τον σπουδαίο μουσικό ρόλο του.

4 Συχνά στα μέρη της Ανατολικής Κρήτης έπαιζαν και συνεταιρικά δύο ή και παραπάνω λυράρηδες ή βιολατόροι.

 

* Ο Γιάννης Χαρκούτσης, είναι μουσικός παραδοσιακών κρουστών