Βιβλίο μικρό, φόρμα μικρή, τρόπος που του ταιριάζει, μικρές κοφτές οι πολλές φράσεις– δε χρειάζεται να γράφει κανείς πολλά, γιατί να ενοχλεί τις λέξεις…   Μικρά κείμενα. Όνειρα; Μνήμες παιδικές; Φαντασιώσεις ίσως; Σίγουρα αναμνήσεις αγαπημένων τόπων, προσώπων και δημιουργών. Και λίγη ενατένιση στην πρόσφατη ιστορία. Δημοκρατία των ονείρων το λένε. Δημοκρατία, ως συνώνυμο της ελευθερίας; Ως αντίθετο της λογοκρισίας; Πάντως όνειρα και δημοκρατία βαδίζουν μαζί, δεν περιορίζονται τα όνειρα.

Αγαπημένοι τόποι, κυρίως τα Χανιά. Η Σπλάντζια με τον Άγιο Νικόλα και με το μιναρέ. Η Σπλάντζια των προσφύγων, τα στενά και οι αυλές με τα καναρίνια. Η Αγορά και τα Νέα Καταστήματα, ο Άγιος Λουκάς με το κοιμητήρι του, το Κουμ Καπί και η Νέα Χώρα. Οι άλλοι τόποι λίγο εμφανίζονται, πιο πολύ η Αθήνα των νεανικών χρόνων.

Αγαπημένοι άνθρωποι. Οι πιο πολλοί από τα νεανικά χρόνια. Φίλοι, φίλες κι έρωτες. Ο πατέρας. Αλλά, πιο πολύ από όλους, κυρίαρχη –στη δική μου ανάγνωση- η γυναίκα – μάνα. Η μάνα και το κοριτσάκι της, η μάνα και τα παιδιά της, η μάνα και ο άντρας, η μάνα στην αρρώστια της, η μάνα παρέα και συνομιλήτρια και στο κοιμητήρι.

Αγαπημένοι δημιουργοί, συγγραφείς και ποιητές: Ο Σαχλίκης κι ο Σολωμός, ο Βιζυηνός κι ο Σεφέρης, αλλά κι ο Ίταλο Σβέβο, η Γουλφ, ο Μπρεχτ και ο Κάφκα. Διάλογος με έργα της μεταπολεμικής γενιάς, διάλογος με έργα της ήττας. Αυτοαναφορικά στοιχεία διάσπαρτα – «και τα βιβλία εξαντλούν τα χέρια» – «εμείς στις πληγές που χαίνουν απλώνουμε τις σελίδες των βιβλίων» κι «η τέχνη» που «συμπτύσσει το χρόνο» –  όλα σε μια διαδικασία διαλόγου με έργα διαβασμένα κι αναλυμένα στη νεότητα και στην ωριμότητα.

Είναι αυτή η αυτοαναφορικότητα που φαίνεται συχνά να ταλανίζει την συγγραφέα και κάθε συγγραφέα, η προσπάθεια να εξηγήσει ίσως την ανάγκη του γραψίματος: «Άλλωστε, εσύ να τα πεις θέλεις. Τι σε νοιάζει τι θ’ ακούσουν οι άλλοι; Κάπου κάπου οι καθρέφτες είναι που κάνουν την εμπειρία. Οι καθρέφτες. Και όχι η αφήγηση».

Η διακειμενικότητα σε πολλές από τις σελίδες του βιβλίου αυτού, ο διάλογος που ανοίγει με κλασικούς μα και νεότερους εργάτες του λόγου, που τους απευθύνεται τρυφερά, που τους απευθύνεται με αφελείς ερωτήσεις ή αιώνιες απορίες, που ίσως τους απομυθοποιεί, που ίσως τους φέρνει στα μέτρα μας.

Μνήμες πολλές κι ανάκατες: Του μικρού κοριτσιού, της φοιτήτριας –αγωνίστριας, της ταξιδεύτρας, της γυναίκας, της αναγνώστριας, της συγγραφέως. Μνήμες ιστορίας πρόσφατης και λίγο πιο μακρινής, της προσφυγιάς, του εμφυλίου και της ήττας, της ματαίωσης, της αριστεράς και της διάσπασης, της ΕΔΑ, της δικτατορίας. Η ιστορία παρούσα, όπως κι ο χρόνος, ανεπαίσθητα παρούσα σε όλες σχεδόν τις σελίδες.

«Ο χρόνος άξιος βοηθός ξεχασμένων κινήσεων», «Ο χρόνος πάνω απ’ τη φλέβα του χεριού», «ο χρόνος» που «δεν κυλάει με το ημερολόγιο», «μεικτός ο χρόνος του μέλλοντος», καθώς «αλλιώς μετριούνται οι ζωές μας, αλλιώς τα βήματα της ιστορίας». «Ήθελα να του πω πως ο χρόνος, ο χρόνος και οι επιπτώσεις του είναι η μοναδική ειλικρινής αφήγηση, κι αυτός φωλιάζει στα όνειρά μας».

Μνήμες από στιγμές – κυρίως από την Κρήτη, τα παιδικά παιγνίδια, τα σινεμά, η εκκλησιές το Πάσχα με όλα τα έθιμά τους, οι κουρές. Πολλές φορές τα αμίλητα, που είναι καλύτερα από τα μιλημένα, και που η παράδοση (;) φορτώνει με το βάρος τους και τα μικρά παιδιά.

Αυτά τα λίγα για την αίσθηση που αποκόμισα, για τις σκέψεις που έκανα, για τους τόπους που θυμήθηκα και για τα βιβλία που ανακάλεσα από τη Δημοκρατία των ονείρων. Σίγουρα λίγα και σίγουρα ελλιπή. Κάθε αναγνώστρια και κάθε αναγνώστης ας βρει μέσα του τις δικές του μνήμες, τα δικά του διαβάσματα, τις δικές του σκέψεις, αγώνες και αγωνίες. Εξάλλου, στα όνειρα –τουλάχιστον- δημοκρατία έχουμε ή όχι;