Το νησί των Σπετσών επισκέφθηκε την Κυριακή 10/9 ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας Προκόπης Παυλόπουλος, για να παραστεί στις εκδηλώσεις για την 195η επέτειο της ιστορικής ναυμαχίας. Τιμώντας την επέτειο ξαναφέρνομε στη μνήμη μας τους αγώνες και τις θυσίες των προγόνων μας, φιλοδοξώντας να τους μετουσιώσομε σε καθημερινές πρακτικές διαφύλαξης της ακεραιότητας της πατρίδας μας, αλλά και σε πανηγύρι χαράς και αδελφοσύνης, που θα τιμήσει κάθε λογική ειρηνικής συμβίωσης με τους γειτόνους μας. Στο πλαίσιο αυτό ο Π.τ.Δ. κατά την ομιλία του τόνισε: «Από τη Συνθήκη της Λωζάννης του 1923 και τη Συνθήκη των Παρισίων του 1947, προκύπτει, δίχως κανένα περιθώριο αμφισβήτησης, ότι δεν υπάρχουν “γκρίζες ζώνες” στο Αιγαίο».
Η ναυμαχία αυτή ήταν από τις πιο κρίσιμες του 1822. Ο «ακατανίκητος στόλος» του Σουλτάνου (έτσι τον ονόμαζαν οι Τούρκοι), με ναύαρχο τον Κιοσέ Μεχμέτ πασά, τον νικητή του Αλή πασά, έφθασε στις 7/9/1822 στον Αργολικό κόλπο. «Είταν 6 ντελίνια (πλοία της γραμμής, δίκροτα με 70 – 80 κανόνια), 15 φρεγάτες και τάλα κορβέτες, μπρίκια, γολέτες και τζαλούπες» γράφει ο Δημ. Φωτιάδης. Πήγαιναν να τροφοδοτήσουν το πολιορκημένο από τους Έλληνες Ανάπλι.
Οι δικοί μας σωστά υποπτεύθηκαν ότι θα κτυπούσαν πρώτα τα δύο ναυτικά νησιά μας, τις Σπέτσες και την Ύδρα. Παίρνουν όλο τον πληθυσμό από τις Σπέτσες και τον πάνε στην Ύδρα μια και είναι πιο ευκολοπεράσπιστη. Στις Σπέτσες έμειναν 60 παλικάρια για να υπερασπιστούν το νησί.
Στις «8 του Σεπτέμβρη τα καράβια μας, ίσαμε 53 κομμάτια με δέκα μπουρλότα, με ναύαρχο τον Μιαούλη, βολτετζάριζαν ανάμεσα στην Σπετσοπούλα και το Τρίκερι. Την αυγή αι βαρδακόσταις μας είδανε στη βίστα (ορίζοντα) τ’ αρμαμέντα του οχτρού να ανεβαίνουνε το Μυρτώο πέλαγος» γράφει ο Δημ. Φωτιάδης. «Εξόν από τα Τουρκικά είταν μαζί τους οι αρμάδες του Αλτζεριού, του Τούνεζι της Τριπολίτιδας και του Αντιβασιλιά της Αιγύπτου Μωχάμετ Άλυ. Ένα δάσος από άλμπουρα και ένα κοπάδι πανιά ανηφόριζε το Αιγαίο με τις πλώρες γυρισμένες κατά τα δύο νησιά μας.
«Ο Μιαούλης κάνει σινιάλο να πισωγυρίσουν τα δικά μας και να μπούνε στο μπογάζι ανάμεσα Σπέτσες, Ύδρα κι Ερμιόνη». Οι Τούρκοι ακολουθούν και αρχίζει μια άνιση ναυμαχία, 5 αρμάδες με σύγχρονα όπλα ενάντια στα ελληνικά σιτοκάραβα με όπλα την απόγνωση και τη ναυτοσύνη.
«Πάνω στην Ύδρα από την Αγία Τριάδα, ίσαμε τα Καμίνια και τον Βληχό, άντρες, γυναίκες, παιδιά και από τα δύο νησιά κοίταζαν τούτη την άνιση μπατάγια, που από αυτήν κρέμονταν ο θάνατος κι η ατιμία τους, από τη μια, η σωτηρία τους από την άλλη». Τέσσερεις ώρες κράτησε αμφίρροπη η ναυμαχία. «Τότες η περίσταση άρπαξε μέσα από το σωρό έναν ταπεινό θαλασσινό τον σπετσιώτη μπουρλοτιέρη Κοσμά Μπαρμπάτση και του χάρισε αθάνατη δόξα» γράφει ο Φωτιάδης.
Το μπουρλότο που κυβερνούσε βρέθηκε κοντά στις Σπέτσες και τον τουρκικό στόλο. Μόνος αυτός με μπουρλότο. Από τη στεριά και τη θάλασσα μπήγουν γκαρδιωτικές φωνές να τον ενθαρρύνουν και να τον φιλοτιμήσουν. Και τότες ο Μπαρμπάτσης «ανώτερος εαυτού γενόμενος» ενθαρρύνει το πλήρωμά του και στρέφει το πηδάλιο κατά «τρομακτικότερου εχθρικού δικρότου» (ντελίνι). Ήταν η ναυαρχίδα του Κιοσέ Μεχμέτ. Όταν είδε ο πασάς την απόφαση του μπουρλοτιέρη να καεί και να τον κάψει φοβήθηκε, έκανε στροφή 180 μοιρών (όρτσα λα μπάντα) για να βγει από το μπογάζι.
«Τον παίρνει στο κατόπι ο Μπαρμπάτσης και ήταν θέαμα αλλόκοτο να βλέπεις το τρομερό ντελίνι, βαρώντας το καραβάκι μας με τα κανόνια της πρύμνης, να πασκίζει τρομαγμένο να γλυτώσει. Έμοιαζε με φάλαινα που την ξεμπροστιάζει σπάρος».
Όταν τ΄ άλλα τουρκικά είδανε την καπιτάνα τους να πλωρίζει κατά το πέλαγος, το λογάριασαν για σινιάλο και άρχισαν να μανουβράρουν να βγουν και αυτά από τα στενά. Τότες τα τσούρμα από τα καράβια, οι γυναίκες και τα παιδιά από τη στεριά, βλέποντας τα καράβια του Σουλτάνου να το σκάζουν μπήγουν τα… γιούχα. Με τα πειραχτικά γιουχαισματα αρμένιζε για να σωθεί η «ακατανίκητη αρμάδα» Έφυγαν χωρίς να ανεφοδιάσουν το Ναύπλιο το οποίο μετά λίγες μέρες παραδώθηκε.
Γενικά οι Τούρκοι ήταν καλύτεροι στα χαρτιά. Είχαν μεγάλα πολεμικά πλοία με κανόνια που είχαν βεληνεκές διπλάσιο από τα μικρά κανόνια των Ελλήνων, είχαν Ευρωπαίους αξιωματικούς (κυρίως Γάλλους - δεν ήταν όλοι οι Γάλλοι φιλέλληνες). Τα πλοία των Ελλήνων ήταν σταροκάικα με λίγα και μικρά κανόνια, λιγότερα από το ένα τρίτο σε συνολικό αριθμό από τα τούρκικα.
Οι ναυμαχίες όμως δεν γίνονται στα χαρτιά αλλά στα κύματα, στα μπογάζια, στους αέρηδες. Εκεί οι ναυτικοί μας ήταν καλύτεροι.
Όλα τα εντός εισαγωγικών κείμενα είναι από το βιβλίο ΚΑΝΑΡΗΣ του Δημήτριου Φωτιάδη. Αθήνα 1960.
*Ο Λεωνίδας Γ. Δρανδάκης είναι ομ. πολιτικός μηχανικός