Νά ’ταν η ζωή
πάντα γιορτή!
– Πώς τα καλοπέρασες Διογένη αυτά τα Χριστούγεννα;
– Καλά ‘τανε Κωνσταντή. Την υγειά μας είχαμε, κι άμα έχεις την υγειά σου, όλα τ’ άλλα σάζουνε…
– Και δεν μου λες, ήσφαξες το χοίρο το μεγάλο απού ‘χες;
– Ναι μαθές, μα ήντα λες πως μού ξωσε για να τονε καταφέρω. Οπως κάθε χρόνο, πρώτα τονε… γαργαλώ στη κοιλιά από κάτω και ντελόγο γυρίζει ανάσκελα, κι εκειά που.. μουρμουρίζει και χαίρεται τονε σταυρώνω στο λαιμό με το μαχαίρι και μόλις του βρω το κουμπί, του το μπήχνω και πάει ο κακομοίρης ευχαριστημένος στο παράδεισο!
– Και δεν τον ελυπάσαι βρε Διογένη την ώρα αυτή που χαίρεται και ρεμβάζει;
– Ανε τονε λυπούμαι λέει… Ο Θεός κατέχει… Ντα ένα χρόνο πίνομε και τρώμε μαζί, μα ήντα δα κάμω…
– Και δε μου λες, πονεί την ώρα αυτή ο καημενος;
– Όϊ καθόλου. Ο,τι ώρα του κάμω ετσέ το μαχαίρι, δεν καταλαβαίνει μπλιο πράμα. Κιονα με παρηγορεί. Α… και ήθελα να σου πω που λες, τουτηνε τη φορά, την ώρα που τονε γαργάλουνα, γροικά μια μπαλωθιά και σκώνεται με μιας και φεύγει κι εγλάκανε και αγανάχτησα με 4 άτομα να τονε πιάσομε, γιατί ήτανε και μεγάλος, 130 οκάδες. Αυτό το κατάλαβε ύστερα πως το γαργαλητό δεν ήτανε για καλό και οι 4 δεν τονε κάναμε ζάφτι. Μα εκαταφέραμε ‘ντα καθένας από το ένα πόδα και ένας απού την κεφαλή.
Μα σκέφτομαι και λέω μπρε Κωνσταντή, αυτά τα άγια ζώα που πάνε έχει παράδεισο γι αυτά; Γιατί κόλαση γι αυτά δεν δε νάχει.. Γιάντα σου το λεω; Γιατί για μένα, που ζω και αγαπώ τα ζώα, άμα δεν έχει ο παράδεισος, ήντα δα πάω να κάνω!
– Βάσανά σου Διογένη δηλαδή: είτε πας στον παράδεισο είτε πας στην κόλαση! Το καλύτερο θα ήταν Διογένη, να μην πας πουθενά!.. Κιαμέ που αλλού δα πάω;
– Να σου πω. Εκεί που πάνε τα ζώα θα πας κι εσύ!
– Ένα πράμα με τρώει εμένα, γιάντα εμείς έχομε ψυχή και τα ζώα δεν έχουνε;
– Δυστυχώς Διογένη δεν έχουνε και δεν θα είσαι ευτυχισμένος στον… παράδεισο!
– Ναι, μα πού το κατέχομε όμως εμείς πως δεν έχουνε τα ζώα; Και θέλω να μου πεις ήντα ναι αυτό που μας εκάνει να διαφέρομε απού τα ζώα;
– Το μόνο που μας κάνει Διογένη είναι ο λόγος. Ο λόγος εκφράζει τη σκέψη, τα συναισθήματά μας και ό,τι άλλο έχομε μέσα μας. Ετσι δημιουργήσαμε με τη συνεννόηση κοινότητες, κράτη, διάφορες γλώσσες κ.λπ. Με το λόγο καλλιεργήσαμε το μυαλό μας και φτάσαμε στις επιστήμες, στις τέχνες, στη φιλοσοφία κ.λπ. Εν συνεχεία ανακαλύψαμε τα είδωλα, τους προφήτες, μέχρι που φθάσαμε το Θεό, στην κόλαση και στον παράδεισο…
– Κρίμα να μην έχουνε και τα ζώα λόγο! Νάχουνε και παράδεισο!
Κατά τα άλλα Διογένη, πώς τα καλοπέρασες τα Χριστούγεννα;
– Ε, τα συνηθισμένα. Επήαμε στην εκκλησά, ανάψαμε μια λαμπάδα του Κυρίου, με το Αυγιωνιώ μου…
Είπαμε τα χρόνια πολλά, σε όσους μας σε παντόχνανε στον δρόμο. Υστερα εκόψαμε το χοίρο και εκάμαμε λουκάνικα, χοιρομέρια, απάκια για το τζάκι, εκάμαμε και σύγγλινα, τσιλαδιά για τσι κουρούπες…
– Από διασκέδαση πώς τα πήγατε, καλά;
– Ναι, μαι χαρά. Εβγήκαμε με το Αυγιωνιώ μου και πήγαμε δύο φορές στο καφενείο στη πλατέα! Εγώ ήπια δύο καφέδες με μπόλικο καϊμάκι που τσι χόρτασα! Το Αυγιωνιώ μου ήφαε δύο βανίλιες! Καλά περάσαμε…
Α! Μας εκεράσανε και τσι δυο φορές και μας είπανε όλοι απού το καφνεείο τα χρόνια πολλα!
– Αυτό το καλό Διογένη έχουνε οι γιορτές. Τη χαρά που δίνεις και παίρνεις απ’ όλο τον κόσμο!
Γεμίζεις την ψυχή σου με καλοσύνη και αγάπη.
– Οπως τις άδειες μπαταρίες δηλαδή…
– Μακάρι νά ‘τανε ετσά Κωνσταντή όλο το χρόνο, ε;
– Ναι, Διογένη, το σπουδαιότερο στον άνθρωπο είναι να νιώθει γεμάτος ευχές από αγάπη και καλοσύνη! Δεν θέλει τίποτ’ άλλο. Νιώθει χορτάτος.
– Ναι… είναι σαν οντέ τρως το ψητό θες να πεις!
– Νάταν η ζωή πάντα γιορτές να γεμίζουν οι ψυχές, από τις χαρούμενες ευχές!
– Ε, και του χρόνου δα Κωνσταντή, νάναι απ’ όλες πιο καλή!