Απαίτηση όχι μόνο αυτών των εκλεκτών συμπολιτών που υπογράφουν και ζητούν την απόσυρση του video αλλά και ολοκλήρου του λαού του Ηρακλείου και της Κρήτης. Στους ανιστόρητους συντάκτες αυτού τoυ video και σ’ αυτούς που τους έδωσαν τις εντολές από άγνοια η σκόπιμα το κείμενο των φωτισμένων συμπολιτών μας απάντησε. Αναφέρω μόνο χαρακτηριστικά την αναφορά στη Λατινική Επισκοπή που παρουσιάζει τις λατινικές εκκλησίες που συνολικά δεν ξεπερνούσαν τις 20 και δεν αναφέρει καθόλου τις ορθόδοξες εκκλησίες που ξεπερνούσαν τις 110.
Επίσης αναφέρω ένα εδάφιο από άρθρο μου που έγραψα τις 29 Ιουλίου στην εφημερίδα ΠΑΤΡΙΣ και που δείχνει τα έργα των Βενετσιάνων κατακτητών που εμείς σήμερα με το video αυτό τους θεοποιούμε. Το κείμενο αυτό αφιερώνω σ’ αυτούς που κατασκεύασαν και κυκλοφόρησαν αυτό το VIDEO.Ως αναφορά την απάντηση της Δημοτικής Αρχής δεν έχω να πω τίποτα ο νοών νοείτω (Αυτός που σκέφτεται ας καταλάβει).
«Τα βενετσιάνικα τείχη του Ηρακλείου (CANDIA) σήμερα από άλλη ματιά
Βουβά και φανταχτερά ανάμεσα λιμανιού κάμπου και πολιτείας, όγκοι τεράστιοι ,βουνά ολόκληρα κλεισμένα ανάμεσα σε προμαχώνες, σε πύργους απειλητικούς και κυκλοτερές επάλξεις ,στακτόμαυρα κουφάρια με σκοτεινούς διαδρόμους και στρατονισμούς , αποθήκες και δεξαμενές, θρυλικά απομεινάρια έτοιμοι των αιώνων, βρικόλακες στοιχειωμένοι έτοιμοι να κάψουν τον αέρα από μύρια στόματα κανονιών.
Πόσες χιλιάδες χέρια εδούλεψαν με πόσο αίμα και ιδρώτα, ποτίστηκαν, πόσα βάσανα και πόσοι στεναγμοί χρειάστηκαν για να σηκώσουν τα τείχη τα γιγάντια αναστήματα τους πάνω από τον ουρανό της CANDIA.Οι δαπάνες ανήλθαν σε μυθώδη ποσά για την εποχή εκείνη που εισπράχθησαν από τις χιλιάδες των Κρητικών σκλάβων που εργάζονταν για τη κατασκευή των τειχών.
Με την ψυχή πλημμυρισμένη από τον πόνο της σκληρής εργασίας, χωρίς τα χείλη να σαλεύουν παρά μόνο για να αφήσουν ,ένα βαθύ στεναγμό και μια θερμή παράκληση προς το μεγάλο Θεό να συντομεύσει τα δεινά τους.
Κάτω από το μαστίγιο των μισθοφόρων επιστατών ,το θερμό ήλιο του καλοκαιριού ,τη βροχή και το κρύο του χειμώνα ,εκατοντάδες χιλιάδες Κρητικοί, παιδιά, νέοι και γέροι, άφηναν κάθε βράδυ τη σκληρή και ματωμένη δουλειά με το σύνθημα της βροντής του κανονιού ή τη φωνή της σάλπιγγας. Φάλαγγες σκλάβων συγκεντρώνονταν στους υπόγειους υγρούς θαλάμους για να περάσουν τη μαύρη νύχτα ξαπλώνοντας στις ψάθες το άθλιο κορμί. Κι’ όταν η νύχτα απλώνει ξαφνικά το σκούρο πέπλο της απάνω στα βασανισμένα, χιλιοκουρασμένα κουφάρια, τότε στη φαντασία μας στοιχειώνουν και θεριεύουν μάζες επιβλητικές ,μαύροι τεράστιοι ίσκιοι όλο φοβέρα ,για να μας θυμίζουν πως στα βάθρα των εσφυροκοπήθηκε η ελευθερία της Κρήτης με αλλεπάλληλες επαναστάσεις και εξεγέρσεις με τη γλυκιά προσδοκία του λυτρωμού, ζωσμένη από τις φλόγες, νανουρισμένη με των ΜΑΡΤΥΡΩΝ τους στεναγμούς και ραντισμένη με των ΗΡΩΩΝ το αίμα.»