Χριστόφορε αγαπημένε,

Δυο λόγια μόνο από το Ηράκλειο και απ’ τους φίλους σου που τιμηθήκαμε στις πολλαπλές μας συναντήσεις με την ευφρόσυνη γενναιοδωρία σου και την ανυπόκριτή σου αγάπη.

Χριστόφορε, στην ταραχή ετούτου του χαιρετισμού, από την ποίησή σου βρίσκω λόγια, ακόμη και σε τούτο βοηθός μας!

Να, λοιπόν, που βάλθηκες καλοκαιριάτικα τώρα που το φως ακόμη περισσεύει, εσύ ο μανικός του φωτός, να ξεσκεπάζεις τους αιώνες, να ψάχνεις τον χρόνο με συνοχή και συνέχεια, μετανάστης πια μιας γεωγραφίας που δεν έχει ρωγμές και η διαλεκτική δεν τρεκλίζει. Έτσι μετακομίζεις στο Νυχτερινό Γυμναστήριο με τον Μινώταυρό σου σε τούτο το πρωτόγνωρο σφιχταγκάλιασμα μαζί του εδώ στην Αθήνα, σε τούτο το πάλαισμα που αγγίζει τη μεγάλη πληγή και ανοίγει τη μεγάλη πηγή, όπου αθώος ιχθύς κρύβεσαι στο λαμπερό του βυθού για το μήνυμα.

Χριστόφορε,

Σήμερα η φωνή σου υψώνεται μυστικά σ’ ένα γαλάζιο ράγισμα στα τείχη του Χάνδακα, σήμερα τα τζιτζίκια λένε το όνομά σου στις ρίζες των αγαπημένων σου ελαιώνων στο Ίνι, Χριστόφορε σήμερα σε περιμένουν για δείπνο στην τράπεζα του Άρρητου και Άγραφου οι Μπωντλαίρ και Ρεμπώ, ο Καβάφης κι ο Καρυωτάκης, ο Σεφέρης, ο Ελύτης κι ο Ρίτσος. Μας γνέφεις απ’ το τέρμα της πλάνης στο Μεγάλο Δρόμο, πορεύεσαι στο παρακάτω του φόβου με το σημάδι εκείνου που η μητέρα του τον είδε στον σταυρό. Εσύ ο νηστευτής του περιττού, ο μουσικός των λέξεων, εσύ που πλάταινες στις θλίψεις και βρεχόσουνα στις λύπες των ανθρώπων, γιατί καμιά ομορφιά δεν έμεινε αμέτοχη της λύπης, όπως έγραψες.

Αγαπημένε φίλε ποιητή, τώρα τούτον τον θείο Ιούλιο- θα δανειστώ τα λόγια σου και πάλι:

Στης πυράς τα κράσπεδα στεγνώνεις /μελετάς μιαν απόκρυφη αριθμητική/ στο μέσα φέγγος ιδού ξαναγυρίζεις/ στο κοιμισμένο κομμάτι της ψυχής

Εκεί πια στα όνειρα θα συναντιόμαστε, στις πικραγαπημένες θύμησες  και στους λειμώνες των ανθηρών σου στίχων, για νά ’χουμε άρωμα από τη μυροφόρο ποίησή σου στους δύσοσμους καιρούς μας.

 

Δημήτρης Περοδασκαλάκης

Το κείμενο διαβάστηκε κατά την Εξόδιο Ακολουθία στο κοιμητήριο Χαλανδρίου στις 29/7/2019.