Στο προηγούμενο σημείωμά μας αναφερθήκαμε (με την ευκαιρία των 60 χρόνων) στο βασιλικό πραξικόπημα της 15ης Ιουλίου 1965 και στον αλήστου μνήμης πρωταγωνιστή του, τότε βασιλιά Κωνσταντίνο.

Η πρόσφατη νίκη (16 Φεβρουαρίου 1964), με ποσοστό μάλιστα 52,72%, της Δημοκρατικής Παράταξης, με αρχηγό τον Γεώργιο Παπανδρέου, είχε θορυβήσει το ελληνικό κατεστημένο και την εκπροσώπησή του, την ΕΡΕ, με αρχηγό τον Παναγιώτη Κανελλόπουλο, και βέβαια το Παλάτι, παράγοντες οι οποίοι στην μετεμφυλιακή Ελλάδα υπήρξαν «ομοούσιοι και αχώριστοι». Αυτό που ιδιαίτερα τους ανησύχησε ήταν η εμφάνιση του μαχητικού Ανδρέα Παπανδρέου στην πολιτική σκηνή. Η λύση που σιωπηρά προέκριναν ήταν η εκτροπή από την δημοκρατική νομιμότητα. Αυτή είναι η λύση στην οποία πάντα καταφεύγει το κατεστημένο, από ιδρύσεως του ελληνικού κράτους, όταν η δημοκρατία τείνει να γίνει αληθινή. Πρώτα έριξαν την Κυβέρνηση Παπανδρέου (15 Ιουλίου 1965), αφού πέτυχαν με «κατάλληλους» τρόπους την αποστασία μεγάλου αριθμού βουλευτών της Ένωσης Κέντρου. Ταλαιπώρησαν τη χώρα για 17 μήνες με Κυβερνήσεις αποστατών, τις οποίες βέβαια στήριζε η ΕΡΕ.

Όταν, εν τέλει, τον Δεκέμβριο του 1966 αναγκάστηκαν να διορίσουν την μεταβατική Κυβέρνηση του Ι. Παρασκευόπουλου, για να διενεργήσει εκλογές, όρισαν την ημερομηνία εκλογών πολύ μακρινή (28 Μαΐου 1967), για να έχουν καιρό να υλοποιήσουν τον πραγματικό τους στόχο, που δεν ήταν άλλος από το πραξικόπημα των στρατηγών, το οποίο με εργώδεις προσπάθειες οργάνωνε η Φρειδερίκη και ο Κωνσταντίνος. Μάλιστα, για πιο μεγάλη σιγουριά, στις 30 Μαρτίου 1967, η ΕΡΕ έριξε την Κυβέρνηση Παρασκευόπουλου και στις 3 Απριλίου 1967, ο βασιλιάς όρκισε Κυβέρνηση Π. Κανελλόπουλου, ταυτιζόμενος πλέον ανοικτά με την ΕΡΕ και αναλαμβάνοντας ρόλο «κομματάρχη», όπως τον χαρακτήρισε ο Γ. Παπανδρέου. Ο Π. Κανελλόπουλος, όπως αποκαλύφθηκε αργότερα, πιστός στο ρόλο που ανέλαβε, δήλωσε στο βασιλιά πως «αν διαφαινόταν ότι η Ένωση Κέντρου θα κέρδιζε τις εκλογές, εκείνος -ως πρωθυπουργός- θα τις ανέβαλλε επ’ αόριστον και θα ήταν διατεθειμένος να καταστεί ντε φάκτο δικτάτορας». Παρά ταύτα, ο Κωνσταντίνος προχωρούσε ακάθεκτος στην οργάνωση του πραξικοπήματος των στρατηγών, αν και γνώριζε πολύ καλά ότι στο στράτευμα κινούνται από χρόνια, μέσα από την οργάνωση ΙΔΕΑ, αρκετοί κατώτεροι αξιωματικοί για τον ίδιο σκοπό.

Πίστευε όμως ότι δεν θα έκαναν την τελική κίνηση αν δεν τους έδινε αυτός το πράσινο φως. Είναι γνωστό, βέβαια, ότι η συνέχεια δεν ήταν αυτή που περίμενε ο Κωνσταντίνος. Δέκα οκτώ ημέρες αργότερα, στις 21 Απριλίου 1967, εκδηλώθηκε το πραξικόπημα των συνταγματαρχών και η συνέχεια λίγο-πολύ είναι γνωστή.

Η πέρα για πέρα εξωθεσμική συμπεριφορά του βασιλιά που κορυφώθηκε στις 15 Ιουλίου 1965 και η συνακόλουθη εξευτελιστική δημοπρασία των «συνειδήσεων» των βουλευτών, καταρράκωσε κάθε πολιτική ηθική, κάθε έννοια πολιτικής εντιμότητας και συνέπειας. Οι συνέπειες της εκτροπής υπήρξαν μεγάλες και διαχρονικές τόσο στον κοινοβουλευτισμό, όσο και στα εθνικά μας θέματα.
Βέβαια, όλη αυτή η μεθόδευση δεν ήταν ξένη προς την μετεμφυλιακή πρακτική της άρχουσας τάξης. Μια πολύ εμπεριστατωμένη εικόνα της δίνει ο Αλέξης Παπαχελάς στο εξαιρετικό βιβλίο του «Ο βιασμός της Ελληνικής Δημοκρατίας – Ο Αμερικανικός παράγων, 1947-1967». Οι Αμερικανοί, ο νέος επικυρίαρχος της χώρας, τηρούσαν μια πατερναλιστική συμπεριφορά απέναντι στο ελληνικό κατεστημένο, το οποίο, ηττοπαθές και παραιτημένο, περίμενε από αυτούς και μόνο τη σωτηρία.

Γράφει ο Παπαχελάς: «Η τάση τους αυτή (η πατερναλιστική) ενισχυόταν άλλωστε από τις συνεχείς προσπάθειες των ανακτόρων, των πολιτικών και αξιωματικών του στρατού, που ήθελαν να εξασφαλίσουν την έγκρισή τους για την όποια φιλοδοξία ή συνωμοσία προωθούσαν εκείνη τη στιγμή». Η ίδια η Αμερικανική πρεσβεία, σε έκθεσή της, αναφέρεται στην «Αγία Τριάδα», που κινούσε τα πάντα στην ελληνική πολιτική ζωή. Η έκθεση διαπίστωνε ότι η «Αγία Τριάδα» περιλαμβάνει τον βασιλιά, τον Αμερικανό πρέσβη και όποιον πολιτικό προσπαθούσε να εξασφαλίσει την υποστήριξη των άλλων δύο για να ανέλθει στην εξουσία. Αυτό συνέβη στην περίπτωση του Παπάγου και στην περίπτωση του Καραμανλή και αργότερα, στα γεγονότα που πραγματευόμαστε στα άρθρα αυτά.
Η εθελοδουλία της καθεστηκυίας τάξης μπορεί μεν να της εξασφαλίζει μια ομπρέλα προστασίας στους υπερβάλλοντες φόβους της, έχει όμως ως ανταπόδοση την υπεροψία και την περιφρόνηση του ισχυρότερου προστάτη, κάτι που διαπερνά διαχρονικά τη νεότερη ιστορία μας.

Ο Μανώλης Κουφάκης είναι δρ. μηχανικός, π. δ/ντής ΔΕΔΔΗΕ Α.Ε.