«Τα θεμέλιά μου στα βουνά και τα βουνά σηκώνουν οι λαοί στον ώμο τους και πάνω τους η μνήμη καίει άκαυτη βάτος…» λέει ο Ελύτης στο «Άξιον Εστί».
Η Μνήμη δίνει στους λαούς την οντότητα και την αξιοπρέπεια που τους αξίζει. Η Μνήμη βοηθά κάθε λαό να δει πού είναι, πώς έφθασε εδώ και τι τον περιμένει παρακάτω. Τη Μνήμη τρέφει η Ιστορία και έχει αποδειχθεί ότι χωρίς τη Μνήμη είμαστε καταδικασμένοι να ξαναζήσουμε κάθε πικρή στιγμή της Ιστορίας μας. Κι αυτό επειδή «οι κίνδυνοι και οι συμφορές του τόπου μας, ξεκινάν πάντα απ’ τις ίδιες πηγές, που μεταχειρίζονται πάντα τα ίδια μέσα», όπως γράφει ο Μάριος Πλωρίτης. Από την άλλη, συνεχίζει, «Αμνησία κατέχει πάντα τους Κατέχοντας γύρω σε κάθε μεγάλη ή τραγική της Ιστορίας μας ώρα, που ενοχλεί την “ευαισθησία” τους, θυμίζει τις ευθύνες τους, επαληθεύει τις ενοχές τους».

Στη λογική των παραπάνω, θεωρώ αναγκαία σπονδή στην άκαυτη βάτο της Μνήμης, στη φετινή, 60ή επέτειο του ιουλιανού βασιλικού πραξικοπήματος, να κάνουμε αναφορά σ’ αυτό και στα παρόμοια δεινά, που επεφύλαξαν διαχρονικά στο λαό μας οι ίδιες πάντα πηγές και αιτίες.
Εν ολίγοις: μετά τη μεγάλη νίκη με 52,72% της Ένωσης Κέντρου, με αρχηγό τον Γεώργιο Παπανδρέου, στις εκλογές της 16ης Φεβρουαρίου 1964, οι ντόπιοι «Κατέχοντες», ανησύχησαν σφόδρα ότι τα πράγματα μπορεί να πάρουν τροπή τέτοια, που να μην τα ελέγχουν απολύτως, όπως έκαναν με τις μέχρι τότε Κυβερνήσεις. Ανάλογες ανησυχίες είχαν και οι ξένοι πάτρωνες των Κατεχόντων (κυρίως οι Αμερικανοί, που από το 1947 είχαν κληρονομήσει την Ελλάδα από τους Άγγλους), οι οποίοι κυρίως προέβαλαν τον φόβο αναζωπύρωσης του κομμουνιστικού κινδύνου.

Ντόπιος και ξένος παράγοντας λοιπόν, εν αγαστή συμπνοία και συνεργασία, με αιχμή του δόρατος το παλάτι και συγκεκριμένα την Φρειδερίκη και τον 25χρονο βασιλιά Κωνσταντίνο, ενορχήστρωσαν το βασιλικό πραξικόπημα της 15ης Ιουλίου 1965, κατά το οποίο εξώθησαν τον πρωθυπουργό σε παραίτηση. Ο βασιλιάς αναγνώριζε στον Παπανδρέου του 53% το δικαίωμα να είναι πρωθυπουργός, αλλά δεν του αναγνώριζε το δικαίωμα να αναλάβει και το Υπουργείο Εθνικής Άμυνας, όπως ζητούσε αυτός, προκειμένου να ελέγξει κάποιες περίεργες κινήσεις που άρχισαν να σημειώνονται στο στρατό, από κάποιους που έμελλε λίγο αργότερα να μας γίνουν πολύ, μα πολύ γνωστοί (Παπαδόπουλος, Παττακός και οι άλλοι).

Οι προσπάθειες συνδιαλλαγής του Παπανδρέου προσέκρουαν σε προειλημμένες αποφάσεις και στην αδιάλλακτη στάση της άλλης πλευράς (παλάτι ως ενεργούμενο των ντόπιων Κατεχόντων και του αμερικανικού παράγοντα). Το αποτέλεσμα ήταν ο πρωθυπουργός του 53%, στις 15 Ιουλίου 1965, σε διάλογο με τον βασιλιά να αναγκαστεί να υποβάλει προφορικά την παραίτησή του, την οποία, είπε, θα του την έστελνε και εγγράφως, όπως απαιτεί η διαδικασία. Και τότε, αμέσως, πριν φθάσει η έγγραφη παραίτηση -οποία μεθόδευση, καταρράκωση και εξευτελισμός του πολιτεύματος- από παρακείμενη αίθουσα των ανακτόρων εμφανίστηκε ο πρώτος εσμός αποστατών (βουλευτών της Ένωσης Κέντρου αποσχισθέντων από το κόμμα), προκειμένου να αποτελέσει την πρώτη Κυβέρνηση αποστατών. Επειδή δεν πήρε ψήφο εμπιστοσύνης, υπήρξε και δεύτερη και τρίτη προσπάθεια και νέα αποστασία, μέσα σε ένα απίθανο όργιο συναλλαγής και ρουσφετολογίας.

Πρωταγωνιστές αυτής της τεράστιας και ολέθριας για τον τόπο (όπως αποδείχθηκε αργότερα) ανωμαλίας, ήταν μεγαλοσχήμονα στελέχη της Ένωσης Κέντρου, όπως ο Γεώργιος Αθανασιάδης-Νόβας, ο Στέφανος Στεφανόπουλος, ο Κωνσταντίνος Μητσοτάκης, ο Ηλίας Τσιριμώκος, ο Πέτρος Γαρουφαλλιάς κ.ά.
Στην προσπάθεια των ανακτόρων και της δεξιάς να σχηματιστεί πάση θυσία Κυβέρνηση αποστατών, όποιος προσχωρούσε στην αποστασία αναλάμβανε κατευθείαν Υπουργείο, ενώ όλη η Ελλάδα βοούσε για την τεράστια επιχείρηση εξαγοράς συνειδήσεων που βρισκόταν σε εξέλιξη.

Ο βουλευτής Χανίων της Ένωσης Κέντρου, Ιωάννης Βαλυράκης, το 1965, προς τιμή του, απέρριψε δελεαστική πρόταση να στηρίξει την Κυβέρνηση του Στέφανου Στεφανόπουλου, κάτι που κατήγγειλε ο ίδιος στη Βουλή μαζί με τον βουλευτή Πιερίας, Θεόφιλο Καμπερίδη.

Το μέγεθος της συναλλαγής αυτής της περιόδου και του χρήματος που διακινήθηκε, το δίνει νομίζω χαρακτηριστικά, μια αποστροφή του λόγου του αείμνηστου Ιωάννη Βαλυράκη, σε συγκέντρωση στο Καστέλλι Κισσάμου, στην οποία ήμουν ο ίδιος παρών και θυμάμαι πολύ καλά.

Είπε ο Βαλυράκης:

– «Κατεβαίνω αυτόν τον καιρό στην αγορά και ακούω: πόσο έχει το κιλό τα βλήτα;»

– Απάντηση: «5 δραχμές».

– «Πόσο έχει ένας βουλευτής;»

– Απάντηση: «5.000.000 δραχμές».

– «Έ, τότε, τύλιξε μου ένα βουλευτή!»

Η περίοδος αυτή της ανωμαλίας κράτησε 17 μήνες, μέχρι τις 22 Δεκεμβρίου 1966, οπότε ορκίστηκε η μεταβατική Κυβέρνηση του Ιωάννη Παρασκευόπουλου, προκειμένου να διενεργήσει εκλογές στις 28 Μαΐου 1967. Στο διάστημα των 17 μηνών γίναν σημεία και τέρατα. Τεράστιο όργιο ρουσφετολογίας, χαριστικών συμβάσεων, ξήλωμα της Εκπαιδευτικής Μεταρρύθμισης, διώξεις κατά του συνδικαλισμού, αιματοκύλισμα στην Θεσσαλονίκη και Αθήνα, με αποκορύφωμα τη δολοφονία του φοιτητή Σωτήρη Πέτρουλα. Ακόμα, στο διάστημα αυτό, πήραν καίριες θέσεις στο στράτευμα όλα αυτά τα παλληκάρια που λίγους μήνες αργότερα, στις 21 Απριλίου 1967, μας έδεσαν χειροπόδαρα· και λίγα χρόνια αργότερα, πάλι μια σημαδιακή 15η Ιουλίου 1974, έκαναν το πραξικόπημα κατά του Μακαρίου και παρέδωσαν την Κύπρο στους Τούρκους.

*Ο Μανώλης Κουφάκης είναι δρ. Μηχανικός π. δ/ντής ΔΕΔΔΗΕ Α.Ε.