Η Σμύρνη, μάνα, καίγεται, καίγεται και το βιός μας, ο πόνος μας δε λέγεται, δεν γράφεται ο καημός μας…
-Πυθαγόρας

Την ημέρα της άγριας σφαγής όταν όρμησαν στο σπίτι τους οι αιμοχαρείς Τσέτες με τα μαχαίρια στα δόντια, ο Ασημάκης, δέκα χρονών τότε, κοιμόταν ακόμα. Μόλις που πρόλαβε, την τελευταία στιγμή, η παραμάνα του να τον σώσει, παίρνοντάς τον στην αγκαλιά της, μαζί με την αγαπημένη εικόνα της Παναγίας και το μικρό κομπόδεμα με τις οικονομίες της.

Περνώντας μέσα από την πύρινη λαίλαπα, που άφησαν πίσω τους οι αιμοσταγείς δολοφόνοι, που τώρα έτρωγε με μανία το λεηλατημένο αρχοντικό και ανάμεσα από τα ακρωτηριασμένα πτώματα της κεράς της και του υπηρετικού προσωπικού, που βουτηγμένοι στο αίμα είχαν γίνει παρανάλωμα της φωτιάς, κατάφερε, με την ψυχή στο στόμα, να πεταχτεί στο δρόμο.

Κραυγή σπαρακτική ξέφυγε από το στόμα της. Το θέαμα που αντίκρισε ήταν τραγικό, αποτρόπαιο. Ολόκληρη η ξακουστή πολιτεία είχε παραδοθεί στην καταστροφική μανία της φωτιάς. Τεράστιες πύρινες γλώσσες, σαν αδηφάγα πολυπλόκαμα τέρατα, ξεχύνονταν από παντού, παρασύροντας σε θανατερό αγκάλιασμα ό,τι έμψυχο και άψυχο συναντούσαν. Πυκνά κατάμαυρα σύννεφα καπνού, σκέπαζαν τον ουρανό, έκρυψαν τον ήλιο, σκοτείνιασε ο τόπος.

Σκοτάδι και φωτιά, ατσάλι και σίδερο, αίμα και θάνατος παντού.

Φρίκη και αποτροπιασμός, κραυγές οδύνης και σπαραγμού, θρήνος και απόγνωση, συμπλήρωναν τη βιβλική καταστροφή, συνέθεταν την εικόνα της απόλυτης κόλασης, που έπνιγε στους σκοτεινούς κόλπους της το φως της ζωής.

Και στους δρόμους σαν ορμητικός χείμαρρος, ένα ανθρώπινο πλήθος αλαφιασμένο, αλλοπαρμένο, πανικόβλητο. Χωρίς προορισμό, χωρίς ελπίδα, να προσπαθεί να εξαφανιστεί από προσώπου γης.

Να τρέχει για μιαν αμφίβολη ανύπαρκτη σωτηρία. Να αγωνίζεται να σωθεί από την ανελέητη μανία των αιμοβόρων θηρίων.

Ανάμεσά τους και η Μελάμπω, με τον μικρό Ασημάκη να σπαράζει στην αγκαλιά της. Αγωνίζεται απεγνωσμένα να προχωρήσει, να φτάσει εκεί όπου το ένστικτό της και το ανθρώπινο ρεύμα την παρασύρει: στη θάλασσα. Το υγρό στοιχείο τραβούσε σαν μαγνήτης το απελπισμένο πλήθος των ξεριζωμένων και αποτελούσε την μοναδική ελπίδα σωτηρίας τους.

Και τότε, εντελώς ξαφνικά και ανέλπιστα, σαν απο μηχανής Θεός ένας φίλος και συνεργάτης του πατέρα του Ασημάκη τους αναγνώρισε. Χωρίς δισταγμό, σπρώχνοντάς τους μέσα στο πλήθος, τους πέταξε στο κατάστρωμα ενός κατάφορτου από γυναικόπαιδα ξένου πλοίου, που ήταν έτοιμο να σαλπάρει.

-Που πάμε, σπάραζε η Μελάμπω, σφίγγοντας στον κόρφο της την εικόνα της Παναγίας.

-Όπου σας βγάλει ο Θεός της αποκρίθηκε ο απρόσμενος σωτήρας, κουνώντας το χέρι του σε αποχαιρετισμό…

Όλη αυτή η τραγωδία, όλος ο πόνος και η οδύνη του ξεριζωμού χαράκτηκαν ανεξίτηλα στην τρυφερή ψυχή του Ασημάκη.

Έγιναν εφιάλτες που τάραζαν τις νύχτες του, μαράζι που φαρμάκωνε τη μίζερη ζωή του. Κοντά στη Μελάμπω, που αγωνιζόταν να του εξασφαλίσει στη γη που τους υποδέχτηκε, στη νέα πια πατρίδα τους, μια στοιχειώδη διαβίωση, μεγάλωνε απόμακρος, μοναχικός, χαμένος πάντα στο ίδιο όνειρο. Το όνειρο της επιστροφής.

Στο απλοϊκό παιδικό μυαλό του δεν χωρούσε η σκέψη πως όλα είχαν τελειώσει, πως η αγαπημένη πατρίδα ήταν χαμένη για πάντα.

Ονειρευόταν πως κάποια μέρα όταν μεγάλωνε και αποκτούσε χρήματα, θα γύριζε πίσω πλούσιος και δυνατός. Το πατρικό σπίτι θα γινόταν και πάλι δικό του, έστω κι αν χρειαζόταν να το πληρώσει στο πολλαπλάσιο της αξίας του.

Ο κήπος του θα πλημμύριζε πάλι από τα χρώματα και τα αρώματα των γνώριμων δέντρων και λουλουδιών.

Στο μεγάλο σαλόνι θα έμπαινε ένα καινούριο πιάνο, όμοιο μ’ εκείνο της μητέρας του, στην ίδια ακριβώς θέση, όπου καθόταν κι έπαιζε, πανέμορφη και ευτυχισμένη στις γιορτές και στις δεξιώσεις.

Το βαρύ σκαλιστό γραφείο του πατέρα του, που πάνω του ξενυχτούσε, μπροστά σε μια στοίβα χαρτιά, σχεδιάζοντας τις δουλειές και τα ταξίδια του, θα ξανάμπαινε στο ίδιο δωμάτιο, στην ίδια θέση.

Το παιδικό δωμάτιο, το δικό του, θα γέμιζε πάλι από παιχνίδια και βιβλία και πολύχρωμες ζωγραφιές, έτσι όπως το άφησε την τραγική εκείνη μέρα.

Η μεγάλη ξύλινη πόρτα της αυλής, με το βαρύ μπρούτζινο ρόπτρο, θα ήταν πάντα ανοιχτή για τους ξεριζωμένους, που θα επέστρεφαν να προσκυνήσουν τα χώματα που φιλοξενούσαν τους αγαπημένους, που χάθηκαν. Και ποιος ξέρει; Ίσως και κάποιοι άλλοι σχεδίαζαν το ίδιο με το δικό του όνειρο. Και να συναντούσε στους δρόμους και στα σοκάκια της αγαπημένης πολιτείας παλιούς συμμαθητές, γνώριμους  γείτονες, ώριμους πια  που θα ήθελαν να ζήσουν εκεί το υπόλοιπο της ζωής τους, ν’ αφήσουν την τελευταία τους πνοή εκεί, να κοιμηθούν στην ίδια αγκαλιά με τους δικούς τους.

Έτσι φανταζόταν πως θα ξαναζωντάνευε η νεκρή πολιτεία. Έτσι διασκέδαζε τους εφιάλτες  του, έτσι προσπαθούσε να σβήσει από τη μνήμη του την εικόνα της φρικτής κόλασης που έζησε παιδί. Ήταν ένα όνειρο που έκτιζε  χρόνια τώρα, μέρα με τη μέρα, χρόνο με το χρόνο.

Ένα όνειρο που το συμπλήρωνε κάθε βράδυ στον ξύπνιο του και το ζούσε ζωντανό στον ύπνο του. Ήταν τόσο ζωντανό, που έμοιαζε με πραγματικότητα.

Με αυτή τη χίμαιρα, που με το χρόνο έγινε εμμονή, έζησε μια ζωή μίζερη, γεμάτη στερήσεις. Χωρίς οικογένεια, χωρίς να γευτεί καμία χαρά, καμιά ανθρώπινη απόλαυση, σαν να ένιωθε ένοχος που έζησε ο ίδιος, όταν όλοι και όλα όσα αγαπούσε χάθηκαν ανέκκλητα.

Δεν παραπονιόταν όμως. Ήταν δική του επιλογή. Δεν τον ένοιαζε που φορούσε πάντα την ίδια τριμμένη βράκα, τα ίδια χιλιομπαλωμένα παπούτσια, που μετρούσε και υπολόγιζε ως και την τελευταία δεκάρα.

Δεν τον ένοιαζε που τον σχολίαζαν, που τον αποκαλούσαν εξηνταβελόνη, τσιφούτη, σπαγκοραμμένο. Ούτε κρατούσε κακία σε κάνενα. Τι ήξεραν αυτοί από ζωντανή κόλαση, από φωτιά και αίμα, από ξεριζωμό.

Αυτοί “καβαλίνα πατάνε, καβαλίνα μολογάνε” μονολογούσε, κάθε φορά που τους άκουε να τον σχολιάζουν και να τον ειρωνεύονται.

Έτσι απομονώθηκε από τον κόσμο ο Ασημάκης. Απομακρύνθηκε από τους ανθρώπους. Έφτιαξε έναν δικό του πλασματικό κόσμο, κλείστηκε μέσα σ’ αυτόν και άφησε συνειδητά  τη ζωή του να κυλήσει άσκοπα, σημαδεμένη, στοιχειωμένη από την τραγωδία που έζησε παιδί. Και μόνο η νύχτα, πολυεύσπλαχνη, του δάνειζε τα μαγικά φτερά της, να ταξιδεύει στους χαμένους παραδείσους, να ζωντανεύει ό,τι αγάπησε, ό,τι έχασε, ό,τι πόνεσε…

Απόσπασμα από το βιβλίο της “Τελευταία Σελίδα”.