Ο Νίκος Ψιλάκης, ο πολυβραβευμένος δημοσιογράφος, λαογράφος και συγγραφέας, μας αποχαιρέτησε πριν έναν χρόνο, αλλά μας άφησε, εκτός από το γνωστό έργο του, δύο ανέκδοτα έργα ως ύστατο χαιρετισμό. Δυο τρυφερές συγγραφικές χειρονομίες, που είδαν το φως της δημοσιότητας πρόσφατα, χάρη στην αγάπη των οικείων του.

Στο έργο του ακριβού φίλου, η ιστορία είναι παντού παρούσα. Και η λογοτεχνία έχει έναν ιδιαίτερο τρόπο να διαβάζει την ιστορία: την αποσπά από τις μεγάλες αφηγήσεις και στρέφεται στις ζωές των απλών ανθρώπων, των αφανών, παραχωρώντας τους περίοπτη θέση στα δώματα της λογοτεχνίας.

Ο συγγραφέας αντλεί από την «μικροϊστορία» και μάλιστα την «μνημοϊστορία», που πρεσβεύει ότι το παρελθόν δεν προσλαμβάνεται απλώς από το παρόν, αλλά ότι το παρόν «στοιχειώνεται» από το παρελθόν και το παρελθόν διαμορφώνεται και ανακατασκευάζεται από το παρόν (βλ. Δημήτρης Τζιόβας, «Η Ελλάδα από τη Χούντα στην Κρίση. Η κουλτούρα της Μεταπολίτευσης», Gutenberg, 2022, σ. 137).

Αυτό διαπιστώνεται στο μυθιστόρημά του «Η κραυγή των απόντων» (2021) και το ίδιο θα μπορούσαμε να υποστηρίξουμε για τα δύο πρόσφατα έργα «Η ξενιά» και «Ένα γράμμα για σένα» (Καρμάνωρ 2024).

«Η Ξενιά» πηγάζει από το τραύμα του ξεριζωμού της Μικρασίας. Η δεκαοκτάχρονη Βασιλεία («Βασιλικώ με λένε») εγκαταλείπει βίαια τα όνειρά της στην κοσμοπολίτικη Σμύρνη και επιβιβάζεται ρακένδυτη στο καράβι της προσφυγιάς. Πρώτος σταθμός η Μυτιλήνη, δεύτερος το Ηράκλειο.

Στον ξένο τόπο, μόνη και έρημη από δικούς και φίλους, υποχείρια πλέον της καλοσύνης των ξένων, βιώνει την «ξενιά» της. Στο πρώτο δέμα, που παίρνει από την επιτροπή εράνων, βλέπει, ανάμεσα στα φορεμένα ρούχα, ένα φανταχτερό νυφικό που σημαδεύει τη ζωή της.

Περήφανη και δυναμική, οργανώνει τη ζωή της και ατενίζει με αισιοδοξία το μέλλον. Αλλά οι εφιάλτες την επισκέπτονται ξανά και ξανά: ο τρόμος της καταδίωξης, οι σφαγές, οι τσέτες, ο βίαιος αποχωρισμός από τους αγαπημένους της, από τη γη που αγαπούσε, από τον νεανικό έρωτα.

«Μαζί με το μέτωπο είχε καταρρεύσει και η ψυχή μας», αφηγείται (σ. 35). Ζει πολλές φορές τη σφαγή του πατέρα, την πρόχειρη ταφή στον κήπο του πατρικού, την άγνοια για τους άλλους. Μέσω της μνήμης βιώνει ξανά και ξανά το οδοιπορικό του τρόμου κατά τη διάρκεια της φυγής, όταν αναγκάζεται να διανυκτερεύσει σε κοιμητήρια, να κρυφτεί μέρες σε τάφους («Αχ, Θεέ μου, πού βολόδερνες εκείνες τις ώρες; Πού ήσουν, Θεέ μου, και δεν ηθωρούσες;», σ. 46).

Ύστερα, «το παπόρι τίγκα», η Μυτιλήνη και ο τελικός σταθμός η Κρήτη, όπου βάλσαμο τα λόγια του «βρακουλά» βαρκάρη που την υποδέχεται: «Μη φοβάσαι, κοπελιά, επαδά είσαι σε σίγουρο τόπο» (σ. 54). Το ευτυχισμένο παρελθόν με το δραματικό τέλος και το ζοφερό παρόν συλλειτουργούν.

Στην Κρήτη, η Βασιλικώ βιώνει την καλοσύνη των ξένων, που απαλύνει την «ξενιά» της, και περιμένει πάντα το γράμμα που δεν έρχεται. Κρεμασμένο στον λαιμό της το κλειδί του πατρικού, ελπίδα στις δύσκολες μέρες και στις δυσκολότερες νύχτες, στις γιορτές, που τη βρίσκουν σε χαρτονένιο δωμάτιο, στη δουλειά που κερδίζει με την αξιοσύνη της, την οποία όμως γρήγορα χάνει, γιατί είναι γυναίκα και όμορφη.

Παρά τις κακουχίες της, αρνείται να βολευτεί σ’ έναν καλό γάμο –τη μνήμη στοιχειώνει πάντα ο εφηβικός έρωτας– και «καλύπτει με το νυφικό τη γύμνια των ονείρων της» (σ. 127). Η Συνθήκη της Λωζάνης βάζει την ταφόπλακα στην ελπίδα και στο όνειρο του γυρισμού.

Η αφήγηση τερματίζεται απότομα, με καταπακτή την είδηση του Ερυθρού Σταυρού: «Ο Ναντίρ [ο νεανικός έρωτας] εθεάθη τον Σεπτέμβριον του 1922 να επιβιβάζεται εις ελληνικόν ατμόπλοιον, προσποιούμενος τον Έλληνα πρόσφυγα. Έκτοτε αγνοείται η τύχη του…» (σ. 132).

Στο βιβλίο αφηγείται ένα μόνο πρόσωπο, η Βασιλικώ. Η πρωτοπρόσωπη αυτή αφήγηση είναι μια θερμή, φυσική κουβέντα, με συνεχόμενες αναχρονίες και εναλλαγές τόπων. Στρεφόμενος ο συγγραφέας, όπως και στο προηγούμενο μυθιστόρημά του, στην επικράτεια της μεταφοράς και του συμβόλου, που είναι η ουσία της λογοτεχνίας, χτίζει μια στέρεη λογοτεχνική γλώσσα, με γλαφυρές περιγραφές, που ανακόπτουν την αφήγηση και αποβαίνουν καλές αφορμές αναστοχασμού. Η λογοτεχνία διαβάζει με τον δικό της τρόπο την ιστορία και τροφοδοτεί σελίδες απαράμιλλης ανθρωπιάς.

Από το βάθος του πόνου της «ξενιάς», αναδύεται η νικηφόρα καλοσύνη, που αναβλύζει στην επιφάνεια ως φιλοξενία και καθαρότητα ψυχής. Πρόκειται για μια πράξη ηθική που διαθλά το ατομικό στο συλλογικό, τη μικροϊστορία στη μεγάλη ιστορία, για μια συνάντηση της ιστορίας της καθημερινότητας με την ιστορία του κόσμου.

Στον «επίλογό» του, ο Νίκος Ψιλάκης συναντά τη σταφιδεργάτρια Βασιλικώ, συνταξιούχο πια, να περνά παραμονή Πρωτοχρονιάς από τη φάμπρικα, με ένα δίσκο φοινίκια και μπισκότα σμυρναίικα, σφραγισμένα με τον δικέφαλο, και να κερνά. Στην τελευταία συνάντηση, η Βασιλικώ δείχνει μια φωτογραφία.

Πεντέξι γυναίκες προσφυγοπούλες καθάριζαν σταφίδες στον κυλιόμενο ιμάντα της φάμπρικάς. Σε πρώτο πλάνο εκείνη. «Βασιλικώ με λένε», ψιθύρισε. Έδειξε ένα-ένα τα πρόσωπα των άλλων. «Βασιλικώ με λένε», ξαναείπε, μα μπορεί και Ρωξάντρα, και Λευκοθέα, και Αθηνά, και Διαμάντω…» (σ. 133). Ο πόνος χωρίς όνομα.

Η καθημερινότητα των απλών ανθρώπων προβάλλει και στη συλλογή διηγημάτων με τον τίτλο «Ένα γράμμα για σένα». Και εδώ είναι πολύπτυχος ο ρόλος της μνήμης να αναδεικνύει ανθρώπινες στιγμές:

Μια μεσόκοπη γυναίκα βρίσκεται μπροστά σε ένα ποίημα που την προβληματίζει (είναι η Παγκόσμια Ημέρα Ποίησης και διαφαίνεται η έφεση του συγγραφέα για τη διάδοση της τέχνης). Τα παιδικά κάλαντα και η αυτοσχέδια παιδική χορωδία καλαντιστάδων γλυκαίνουν την ψυχή ενός ηλικιωμένου.

Ένας λαχειοπώλης, στο τρίτο διήγημα, πλουτίζει και εξαφανίζεται, γεύεται όλες τις απολαύσεις της ζωής, παραμένει, ωστόσο ταπεινός και μαθαίνει να επενδύει στη ζωή και στους ανθρώπους.

Αλλού ένα παιδί ψηλαφά τη ζωή του πατέρα του, προσπαθεί να ανακαλύψει τη δράση του στην Αντίσταση και στην περίοδο της Χούντας.

Ιδιαίτερα συγκινητική η ιστορία του λεμβούχου της Σπιναλόγκα, που αφηγείται την ιστορία του Γιάννη του αμίλητου: είναι μόνος στον κόσμο και κρατά εφτασφράγιστο το μυστικό της αρρώστιας του. Ο πονετικός βαρκάρης καίει τις επιστολές με την ένδειξη «απελυμάνθη», από ευαισθησία στους ασθενείς. Στέλνει μόνο την κάρτα του Γιάννη, αντιγραμμένη, χωρίς τη φρικτή ένδειξη, με τη φράση μόνο που σπούσε τη σιωπή του: «Φάρμακο ευρέθη»!

Στο τελευταίο διήγημα σκιαγραφείται με πολλή αγάπη και χιούμορ το μεταπολεμικό κρητικό τοπίο με τη ματιά μιας νεαρής αρχιτεκτόνισσας. Η γραφικότητα της υπαίθρου, η φιλοπονία των ανθρώπων, αλλά και η απόγνωση και ο θυμός τους για την κρατική αδράνεια. Πάνω απ’ όλα, όμως, η αγάπη για τον άλλο, η αρχέγονη φιλοξενία.

Το νήμα που διαπερνά τις ιστορίες αυτές είναι η ανθρωπιά, που μεταφράζεται σε στάση ζωής. Το επικυρώνουν τα τελευταία λόγια του Προέδρου στην ηρωίδα του τελευταίου διηγήματος: «Το κράτος το διώξαμε. Και τώρα καλούμε τον άνθρωπο. Πάμε, κοπέλα μου, πάμε. Μας περιμένουν» (σ. 102).

Είναι βέβαιο ότι στα δύο αυτά βιβλία μάς περιμένουν σελίδες καλής λογοτεχνίας. Ο συγγραφέας, βαθύς ανατόμος της ανθρώπινης ψυχής, στέλνει, με τον ύστατο αυτό χαιρετισμό, πολύτιμα μηνύματα ανθρωπιάς στον άνθρωπο τού σήμερα που αντιστέκεται: τον προτρέπει να δίνει στη ζωή τη χάρη και τη νοστιμιά της, την τόλμη και την αγωνιστικότητα, τη χαρά της δωρεάς, την απόλαυση της τέχνης, το ρίγος του έρωτα, την ανιδιοτελή φιλία. Γιατί η ζωή μάς έχει δοθεί με τον απαράβατο όρο να τη χαρούμε και να την υπερασπιστούμε γενναία μέχρι την τελευταία μας ανάσα.

Αποχωρώντας, πριν έναν χρόνο, ηρωϊκά και περήφανα, ο Νίκος Ψιλάκης από τη σκηνή της ζωής, άφησε ένα γράμμα για μένα, ένα γράμμα για σένα, ένα γράμμα για τον καθένα. Πολλά γράμματα για τον άνθρωπο και την ανθρωπιά. Για την ομορφιά της ζωής που αποκαλύπτει τη δική του ομορφιά.

Αν θέλουμε, τα ανοίγουμε. Πρόκειται για «σκεπτόμενη» λογοτεχνία, που μας βοηθά να δούμε τη ζωή μας και τη ζωή του άλλου μέσα από τις ζωές των άλλων.

Ο Αντώνης Καρτσάκης είναι διδάκτορας Φιλολογίας του Πανεπιστημίου Κρήτης