Εγκράτεια και νηστεία λειτουργούν, θα έλεγε κάποιος, η δεύτερη μέσα στο περιβάλλον της πρώτης. Άρα δεν νοούνται χωριστά η μία από την άλλη. Κατά τον π. Αλέξανδρο Schmemann που εκπροσωπεί την Ορθόδοξη θέση, «είναι δεμένες στο ίδιο μυστήριο ζωής και θανάτου, σωτηρίας και καταδίκης μας»1.  Πνευματικός βίος χωρίς άσκηση αφ’ ενός και ελπίδα «ἄνωθεν» ενίσχυσης, αφ’ ετέρου, παραμένει στάσιμος, σημειώνει ένας σύγχρονος θεολόγος Επίσκοπος2.

Η εγκράτεια, ως γενική έννοια –ως αρετή- αποτελεί στοιχείο που εξυψώνει και νοηματοδοτεί «μυστικῶς», σε πρώτη και τελική ανάλυση, τη βιοτική μας καθημερινότητα.

Μέγιστη σημασία αποκτά η τήρηση, όχι τυπικά των κανόνων όσο η ενσυναίσθηση του «νηστεύειν», ως αξίας και δύναμης στην πορεία και ανέλιξη της ορθόδοξης πνευματικότητας. Κι εδώ η αυτεξούσιος συμμαρτυρία του θυμικού και του λογικού της ψυχής μας, συνιστά δύναμη ώστε, η εγκράτεια όσο και η νηστεία να διεξάγονται με βεβαιότητα, στο πνεύμα αδέσμευτης ελευθερίας!

Προσπαθώντας να κατανοήσουμε όλα αυτά με σκοπό την εφαρμογή ας ξεκινήσουμε από τον Ιωάννη της Κλίμακας, με αφορμή την Ιερά μνήμη του, την τέταρτη Κυριακή των νηστειών. Ανάμεσα στους 30 περίφημους λόγους, είναι αλήθεια ότι ο μέγας ασκητής δεν αφιερώνει Λόγο – ούτε ένα – στην εγκράτεια ή τη νηστεία.

Προφανώς ενδιαφέρει το τέλος, το αποτέλεσμα, η ουσία, όπως θα εξηγήσουμε, «η απλότητα του νηπιάζειν». Αν και εκπορεύεται μέσα από τη βάσανο και τα βάσανα της ζωής! Μέσα από τη δοκιμασία που ασκούν τα πάθη ώσπου να καθαρθούν – με αγώνα- στο μέτρο του δυνατού.

Να ακούσουμε μια παράγραφο από τον Λόγο, ΚΔ «περί πραότητος και ἁπλότητος»: « Ὅλοι ἐπιθυμοῦμε νά προσελκύσουμε πρός τό μέρος μας τόν Κύριο. Ἀς τόν πλησιάσουμε σάν δάσκαλο πού κάνει μάθημα. Ἁπλῶς, ἀπλάστως καί ἀποικίλως καί ἀπονήρως καί ἀπεριέργως»! Συνεχίζει. « Ἐπειδή Αὐτός εἶναι ἁπλούς καί ἀσύνθετος θέλει οἱ ψυχές πού τόν πλησιάζουν να εἶναι ἁπλές, ἀκέραιες! Καί οὔτε εἶναι δυνατόν ποτέ νά ἀντικρίσεις τήν ἁπλότητα χωρίς ταπεινοφροσύνη.»-

Αρκεί, τον άγιο, λοιπόν, η φράση που ακούσαμε του Κυρίου προς τους μαθητές: «τοῦτο δέ τό γένος οὖκ ἐκπορεύεται εἰ μή ἐν προσευχῆ καί νηστεία»3.   Υποδηλώνεται η πονηρία, το σπέρμα δηλ. του πονηρού και η άσκηση, ο αγώνας, μέχρι την τελική νίκη.

Συμπερασματικά: Η εγκράτεια και η νηστεία συνιστούν, απλά, τα «υλικά μέσα», τα όπλα, αφ’ ενός για να αμυνθούμε και αφ’ ετέρου να μορφώσουμε φρόνημα αρεστό σ’ ΕΚΕΙΝΟΝ που θα ηθέλαμε να μοιάσουμε. Ο ίδιος, ο σιναίτης άγιος αποτελεί μέγεθος ανυπέρβλητο και πρότυπο μεταξύ των ασκητών, ακολουθώντας, από τον 6ο αιώνα, οπότε έζησε, ακολουθώντας τον ίδιο ακριβώς δρόμο!

Τράφηκε με τα υλικά της νηστείας και της εγκράτειας και αναρριχήθηκε, «Χαρίτι Θεοῦ», στην κορυφή. Γνωστόν ότι σε ηλικία 16 ετών προσφέρθηκε και πρόσφερε τον εαυτό του, «θυσία ευάρεστη» στον Χριστό4.  Οι διάσημοι Λόγοι, τροφή σε εκατομμύρια ασκητές και ανώνυμους, πιστούς και μη, αποτελούν το αμάλγαμα της ασκητικής και της πατερικής γραμματολογίας.

Οι Λόγοι του, όπως: περί αποταγής, περί απροσπαθείας, περί ξενιτείας, περί υπακοής, περί μετανοίας, περί μνήμης θανάτου, περί χαροποιού πένθους κ.λπ. προέκυψαν ασφαλώς μέσα από αιματηρή άσκηση, από σκληρές μάχες σε πολυμέτωπο αγώνα. Από γιγαντομαχίες, με πάθη της ψυχής και του σώματος τα οποία κατανίκησε ώστε να ονομάζεται ισάγγελος και μέγιστος5.

Στην εγκράτεια αναφέρεται και το ακόλουθο περιστατικό γεγονός. Λέγεται ότι ο Αννίβας με τη Χαλύβδινη εγκράτειά του μπόρεσε να καταβάλλει τις λεγεώνες των ρωμαίων φτάνοντας «πρό τῶν πυλῶν» της Ρώμης. Η δύναμη αυτή αντλήθηκε από την ίδια πηγή, την ίδια βούληση, του Ιωάννη της Κλίμακος με μία όμως ουσιαστική διαφορά.

Ο άγιος «κινείται», ως γνωστό, με πνεύμα αδέσμευτης ελευθερίας και ισοπεδωτικής ταπεινότητας! Την άλλη περίπτωση χαρακτηρίζει εγωτικό πάθος, διάχυτο σε κάθε επιθετικό πόλεμο, όπου μοναδικός στόχος είναι η συντριβή του άλλου. Ο άγιος παλεύει για να συντρίψει μόνο τον εαυτό του! να ξεριζώσει το θέλημά του για χατίρι του άλλου!6

Ζητούμενο και σκοπός –άθλημα για όλους τους αγωνιζόμενους είναι να επιβληθούμε κάποτε στις άλογες δυνάμεις του εγώ. Και, φυσικά αυτές –για παράδειγμα- που «εκχωρούν» τα πάντα στο «ιδανικό» της σωματικής υγείας, του «κάλλους» και «ὁ νοῶν νοείτω». Το ακόλουθο παράδειγμα ίσως θεωρηθεί ακραίο, είναι απλά ενδεικτικό. Ο άγιος Πορφύριος έπασχε, ως γνωστό από σειρά ασθενειών του σώματος, καρκίνο κ.ά. Δεχόταν τη θεραπεία των ιατρών, προσευχόταν όμως να προστεθούν επιπλέον δοκιμασίες στις ήδη υπάρχουσες!

Νηστεία και εγκράτεια συνιστούν δοκιμασία κυρίως του σώματος με θετικό πρόσημο για το παρόν και αντίκρισμα ελπίδας για τον μετέπειτα βίο. Πολλοί αμφισβητούν, χωρίς η αμφισβήτηση τους, η άρνηση, να στοιχειοθετούν κάτι. Είναι δυστυχώς ο «κανένας», όπως ο Οδυσσέας, θα έλεγε στον πολύφημο Κύκλωπα! Οι παραπάνω αρετές αποτελούν σωματικές προπονήσεις, αθλημάτων του πνεύματος, καθώς υπαινίσσεται ο μεγαλοφυής Σιναϊτης.

Ο Νίκος Καζαντζάκης εννοεί το ανάλογο, όταν λέγει: «φτάσε ἐκεί πού δεν μπορεῖς» Αν βέβαια ο στόχος και ο «τρόπος» των δύο ανδρών ταυτίζεται ενώ διαφέρει, είναι θέμα, ασφαλώς, προς διερεύνηση. Εγκράτεια και νηστεία –δίαιτα κατ’ άλλους- αποτελούν, επίσης, αντικείμενο των επιστημών της Ιατρικής, της ιατρικής ψυχολογίας κ.λπ. Ενδιαφέρουν ακόμα οι εξωεπιστημονικές επεμβάσεις, στο μέτρο που νοθεύεται ή και διαστρέφεται η έννοια της Ορθοδόξου νηστείας και εγκράτειας στην πράξη!

Παράγοντες και παραγόμενα που δρουν στον αντίποδα της δεοντολογίας και πρακτικής, του Ιπποκράτη ή του Ιωάννου της Κλίμακος! Τιμώντας την επιστήμη της Ιατρικής πρεσβεύουμε, αταλάντευτα, το: «ἀπόδοτε τά Καίσαρος Καίσαρι καί τά τοῦ θεοῦ τῶ Θεῶ»7.  Η τιμή αυτή της Εκκλησίας και της πηγάζουσας «ἐκ τῶν κόλπων»,  Ορθοδόξου Θεολογίας, αποβαίνει δύναμη, υπερέχουσα και αδιαπραγμάτευτη! Οι άγιοι ιατροί, εξ’ άλλου, ισοσταθμίζουν στην κορυφή με ασκητές του αναστήματος ενός Ιωάννου Σιναϊτη και ενός μεγάλου Βασιλείου.

Σημειώνεται μάλιστα ότι ο τελευταίος, όντας και ιατρός εδύνατο να αγκαλιάζει και να ασπάζεται λεπρούς, στο περίφημο ιστορικό καθίδρυμα της Βασιλειάδας. Εγκράτεια διαρκής- στα όρια, αυτονόητης κανονικότητας- και νηστεία σε «τακτό» χρόνο, κατά την παράδοση, στα πλαίσια της λατρείας, και με φρόνημα, ελεύθερο- χωρίς αναγκασμό- συνθέτουν ότι εννοούμε  ορθόδοξο «τρόπο»! Ζητούμενο και σκοπός η αγάπη που μετουσιώνεται σε έργο. Πρόκειται  εδώ για το πλήρωμα και το απαύγασμα της νηστείας και της εγκράτειας! Αρετές  που εκπληρώνουν τον τελικό προορισμό τους αποκαλύπτοντας, πώς αλήθεια νοείται, στην πράξη και τι επιτέλους σημαίνει ότι «ὁ θεός ἀγάπη ἐστίν»8.

Πρώτα, να προσέξουμε τον Ευαγγελιστή! Αυτόν που άκουσε, είδε με τα μάτια και ψηλάφησε με τα χέρια του την ΑΓΑΠΗ στο Πρόσωπο του «Υἱοῦ τοῦ ἀνθρώπου» όπως ο Κύριος αυτοαποκαλείται, (Λουκά Η.12). Λέγει ο αγαπημένος μαθητής: «Ἐκεῖνος πού ἀγαπᾶ τόν ἀδελφό του βρίσκεται στό φῶς», σε αντίθεση με αυτόν που μισεί. Ο τελευταίος περιπατεί μέσα στο σκοτάδι, χωρίς να γνωρίζει πού πηγαίνει, επειδή δεν βλέπει τίποτε9.  Σύμφωνα με τον Απόστολο, όπως δηλαδή, η Εκκλησία διερμήνευσε και εφαρμόζει, και εμείς τα  μέλη Της, θα πρέπει, να πράξουμε κάποτε, το αυτονόητο! Δεν διαφεύγει ότι, «μισῶ» τον αδελφό μου δεν σημαίνει, απαραίτητα, ότι τον εχθρεύομαι. Ακριβώς το ίδιο σημαίνει και όταν αδιαφορώ, φεύγω, και εγκαταλείπω τον αδελφό μου στη δυστυχία του!

Σημαίνει το ίδιο όταν επικρίνω τα σφάλματα και χλευάζω τις πτώσεις του! Το «σκότος», λοιπόν, δεν εντοπίζεται στην όραση αλλά στο χώρο της ψυχής. Κι αυτό αλλοιώνει, παραμορφώνει, μέσα μου την εικόνα του αδελφού μου. Καταλαβαίνω τώρα και τί σημαίνει «καθάρισον πρῶτον τό ἐντός τοῦ ποτηρίου καί τῆς παροψίδος»  που ακούγεται σε αυγικά και ακολουθίες της Μεγάλης Εβδομάδας. Αξίζει κλείνοντας, να υπογραμμιστεί ιδιαιτέρως ότι: νηστεύω, εγκρατεύομαι, προσέχω, σημαίνει ισορροπώ μέσα στην Εκκλησία και τη λατρεία, αντλώντας ελπίδα, ενίοτε και χαρά ή «χαρμολύπη» κάτω από οποιεσδήποτε συνθήκες και περιστάσεις του βίου.

Το φως της Αναστάσεως εύχομαι να φωτίζει  διαλύοντας το «σκότος» όπου και αν αυτό υπάρχει, προπάντων στις ψυχές

  1. Μεγάλη Σαρακοστή, πορεία προς το Πάσχα. «Ακρίτας», έκδ. 15, Αθήνα.
  2. Συμεών Κούτσας. Η νηστεία της Εκκλησίας. Έκδ. της Αποστολικής Διακονίας, 1999.
  3. Ματθ. ΙΖ’ 21.
  4. Κλίμαξ, έκδοσις της Ιεράς Μονής Παρακλήτου, Ωρωπός Αττικής, 201716.
  5. Όπ.π., σ. 23.
  6. «ού τό θέλημα τό ἐμόν…» (Ιω. Ε. 30).
  7. Ματθ. ΚΒ. 21.
  8. Α’ Ιω. Δ’ 7.
  9. Α’ Ιω. Β’ 9-11