Η μνήμη του τιμάται την Κυριακή προ της Υψώσεως του Τιμίου Σταυρού (εφέτος στις 12/09). Γεννήθηκε το 1867 στα Τρίγλια Μικράς Ασίας, μαρτύρησε 27/08/1922, την μέρα που μπήκε ο Νουρεντίν στην Σμύρνη. Φοίτησε στην θεολογική σχολή της Χάλκης, χειροτονήθη Μητροπολίτης Δράμας και στη συνέχεια μητροπολίτης Σμύρνης. Η αγιοκατάταξη έγινε 4/11/1992, 70 χρόνια μετά το μαρτυρικό θάνατό του.
Με την οπισθοχώρηση του ελληνικού στρατού από τα μικρασιατικά εδάφη, οι τσέτες και οι άτακτοι του Κεμάλ λεηλατούν, βιάζουν, καίγουν και προχωρούν προς την Σμύρνη. Ο Χατζηανέστης αντιστράτηγος διοικητής στρατιάς στις 25/08 μεταφέρει το αρχηγείο του σε πλοίο έτοιμος να λακίσει, ενώ προ τριών ημερών δήλωνε ότι ούτε σε δέκα μήνες μπορεί ο Κεμάλ να φτάσει στη Σμύρνη.
Στις 26/8 πάρα πολλοί ντόπιοι (Μικρασιάτες) από διάφορα μέρη καταφθάνουν στην Σμύρνη αναζητώντας τρόπο διαφυγής. Τα ελληνικά πολεμικά σκάφη κατεβάζουν την σημαία, έτοιμα προς αναχώρηση όπως και έγινε. Ο διαβόητος Στεργιάδης, ύπατος αρμοστής Σμύρνης, εγκαταλείπει την πόλη (Σμύρνη) με αγγλική ατμάκατο και φθάνει στο θωρηκτό “Σιδηρούς Δούξ” και φυγαδεύεται.
Ο μόνος που έμεινε να μαρτυρήσει με το ποίμνιό που υπηρετούσε, όπως έλεγε, ήταν ο μητροπολίτης Χρυσόστομος παρά τις προσπάθειες των ξένων να τον σώσουν. Στις 27/08 φτάνουν οι πρώτοι τσέτες και στην συνέχεια ο Νουρεντίν, ορκισμένος εχθρός του Χρυσόστομου.
Συνεχίζει η γιαγιά μου, κερά Μαργί Μπρίμη:
“Ένας άντρακλας ίσα με κεί απάν, στητός και καμαρωτός, ίδιος ο Αι Γιώργης ο καβαλάρης απάν στ’ αλόατο, με κοφτερή ματιά και γλυκό λόο, μπροστάρης στην στήριξη του στρατού π’επάλευγε στη Μικρασία. Κείνος έκαμνε πάντα τη λειτουργία στη γιορτή τσ’ Αγιά Φωτεινής, κείνος έδινε την ευλοϊα, κείνος έκλειε με το κήρυγμα του τη γιορτή της χάρης της. 26-27/8 όλος ο κόσμος στο λιμάνι, στους δρόμους, στις εκκλησιές.
Τι θα γένει; Πώς θα φύουν; Πότε θα φύουν; Κι’όλο ψίθυροι πως ήμπαν οι τσέτιδοι. Και το ξημέρωμα τσ’27 τ’Αυγούστου, Σάββατο στον τούρκικο μαχαλά, υψώθηκαν οι πρώτες τούρκικες σημαίες. Ο Νερεντίν, είχε προκάμει στην πόλη και εγκατασταθεί στο κονάκι, εφώναξε το μητροπολίτη να μιλήσουνε λέγει. Οι γροθιά του Νουρεντίν έπεσε με δύναμη στο γραφείο μπρός του και αναποδογύρισε το ποτήρι με το τσάι πό’ πινε και λέγει.
-Είσαι Τούρκος υπήκοος και υπονομεύεις την ασφάλεια του τόπου που σε φιλοξενεί. Και σαν να μην φτάνει αυτό ενώ οι ρωμαίικές αρχές φύγαν ήδη από την Σμύρνη, εσύ μένεις και εξακολουθείς να βοηθάς προκλητικά τους άπιστους.
Ο Χρυσόστομος λέγει προκαλώντας πιότερο την οργή του τούρκο:
-Είμαι Ρωμιός παπάς, η τούρκικη υπηκοότητα μου ήντουνε αναγκαίο κακό για να μείνω στον τόπο μου, στον τόπο των Ρωμιών και να υπηρετώ το ποίμνιό μου.
-Η οθωμανική αυτοκρατορία εμπιστεύθηκε εσένα και άλλους σαν εσένα και το μόνο που κατάφερες ήταν να στηρίξεις τους Ρωμιούς στον πόλεμο και να προδώσεις την εμπιστοσύνη που σου δείξαμε.
-Δεν με ενδιαφέρει η εμπιστοσύνη κανενός παρα μόνο του Θεού. Εκείνος μου εμπιστεύθηκε το έργο που επιτελώ και σ΄εκείνον μόνο θα λοοδοτήσω.
Ο Νουρεντίν έσυρε με θυμό απάν στο γραφείο και πέταξε κατά (Γ)ης χαρτιά, βουλοκέριο και το αναποδογυρισμένο ποτηράκι του τσαγιού. «Φύγε από μπροστά μου Γκιαούρη. Θα σε κρίνουν αυτοί που πρέπει» είπε ο Τούρκος και κάρφωσε απάνω του ένα φαρμακερό βλέμμα.
Μόλις ο Χρυσόστομος ήβγε στο παραγιομισμένο προαύλιο, ο Νουρεντίν εμφανίσθη στο μπαλκόνι του κονακιού και ζήτησε την προσοχή του κόσμου δείχνοντας τον ιεράρχη και λέγει: «Ορίστε ο χότζας των Ρωμιών, σας τον παραδίδω να τον δικάσετε εσείς, αν σας έκαμε καλό, κάμετέ του καλό, αν σας έκαμε κακό, κάμετέ του κακό».
Κ’ αμέσως κάμποσες ντουζίνες μανιασμένοι τσέτιδοι και άλλοι πήρανε το σύνθημα και ορμήξανε στον παπά, θαρρείς και ήβραν την ευκαιρία π’όψαχναν για να βγάλουν από μέσα των όλο τον φθόνο πό’ χαν για τσοι πετυχημένοι Ρωμνιοί.
Με γροθιές, με μαγκούρια χτυπάανε και βρίζανε κ’εκείνος μονάχος και αβοήθητος έσβηνε κειδανά, κάτω από τις βρώμικες πατούσες του φανατισμένου πλήθους π’όβραν και επίσημα την ευκαιρία να κδικηθούν. Ματωμένος, βαριά πληασμένος εσουρνότανε στο προαύλιο του κονακιού ώσπου κάποιος όρμηξε με την φωνή στο πλήθος και σπρώχνοντας έφτασε μπρός στον Χρυσόστομο. Σαν τον είδε να ξεψυχάει αβοήθητος, ήβγαλε την κουμπούρα από το ζωνάρι του και του τηνέ μπουμπούνησε.
Ο ιεράρχης αναγνώρισε τη θλιμμένη ματιά του Γιλμάζ, ενανού Τουρκοκρητικού πό’χε μια φορά ζητήσει τη βοήθειά του για να γιατρέψει την βαριά αρρώστια της κόρης του. Ο ιεράρχης ήφυε με την μεαλύτερη ικανοποίηση που θα μπορούσε να λάβει. Κειδανά, ανάμεσα στοί δήμιοι εβρέθη την κατάλληλη στιγμή ο λυτρωτής του πού’ ντουνε Τούρκος μουσουλμάνος κι΄ήντουνε γι’αυτόνε η τελευταία συγχώρεση π’έδωκε.
Τα χαμπέρια φτάσανε αργά την νύχτα στο προάυλιο τσ’Αγιά Φωτεινής, κλαίαν ούλοι γιατί χάσαν και τον στερνό προστάτη, κλαίαν γιατί δεν ημπόρααν να υπολοϊσουν πότε θα ρχούντανε και για δαύτοι το θανατικό”.
*Ο Γιάννης Μπρίμης είναι συνταξιούχος Αγροτικής Τράπεζας