Toυ Γιάννη Ξυλούρη
Ο αείμνηστος ξάδερφος μου, ο Νίκος Ξυλούρης, σ’ ένα από ’κείνα τα τραγούδια του που συγκλόνιζαν και ξεσήκωναν τη γενιά μου στα μαύρα χρόνια της δικτατορίας, με τίτλο “Τα λόγια και τα χρόνια”, αναφερόμενος στο δικτάτορα Παπαδόπουλο, αναρωτιέται “πώς ξέφυγε απ’ ανθρώπους και από νόμο;”. Αυτά τα δυό είναι τα εμπόδια στο δρόμο του φασισμού. Ο νόμος, δηλαδή η δικαιοσύνη, και οι άνθρωποι, δηλαδή εμείς οι ίδιοι.
Ένας μεγάλος πολιτικός φιλόσοφος, ο Γάλλος Ζαν Φρανσουά Ρεβέλ, έγραψε ένα βιβλίο με τον τίτλο “Πώς οι δημοκρατίες εξαφανίζονται”. Όσο και να διαφωνεί κανείς μαζί του, και εγώ δεν είμαι ένας απ’ αυτούς, δεν μπορεί παρά να συμφωνήσει στην κεντρική ιδέα.
Το ότι δηλαδή, η δημοκρατία είναι το πιο εύθραυστο, το πιο ευαίσθητο και ευάλωτο πολίτευμα, αφού προσφέρει σ’ όλους αυτούς που θέλουν να την καταργήσουν τη μοναδική δυνατότητα να το προετοιμάσουν μέσα στη νομιμότητα, και τελικά να το πετύχουν με μεθοδεύσεις που δεν μπορούν να κατηγορηθούν πως ευθέως παραβιάζουν το νόμο. Την ίδια ιδέα, λίγο ως πολύ, υποστηρίζει και η Χάνα Άρεντ στο βιβλιο της “To ολοκληρωτικό σύστημα”. Η διαχωριστική γραμμή ανάμεσα στον έντιμο αντιπολιτευόμενο που χρησιμοποιεί τις δυνατότητες που τού προσφέρουν οι θεσμοί και στον αντίπαλο που παραβιάζει αυτούς ακριβώς τους θεσμούς επικαλούμενος το ιερό δικαίωμα τής διαφωνίας, που αποτελεί την ουσία τής δημοκρατίας, με σκοπό να την υπονομεύσει, είναι πολλές φορές δυσδιάκριτη.
Η δημοκρατία δεν μπορεί ν’ αμυνθεί, από το φόβο, μήπως και κατηγορηθεί ότι παραβιάζει τις δικές της αρχές. Η δημοκρατία έχει πάντα την τάση να υποτιμά, ακόμα και να αγνοεί ως ψευδείς τις απειλές που στρέφονται εναντίον της, σε τέτοιο σημείο, ώστε ν’ απεχθάνεται να πάρει τα κατάλληλα μέτρα για να τις αντιμετωπίσει.
Ξυπνά, μόνο όταν ο κίνδυνος γίνεται φανερός και θανάσιμος. Αλλά τότε, είτε δεν έχει καιρό για να τον αποτρέψει, είτε το τίμημα που θα πρέπει να πληρώσει για να επιζήσει, είναι ιδιαίτερα βαρύ. Φτάνουμε δηλαδή στο παράδοξο, εκείνοι που θέλουν να καταστρέψουν τη δημοκρατία να φαίνονται πως αγωνίζονται για νόμιμες διεκδικήσεις, ενώ εκείνοι που θέλουν να την προστατεύσουν παρουσιάζονται σαν ν’ ασκούν μιαν αντιδραστική καταστολή.
Η ισορροπία ανάμεσα στην αποτελεσματικότητα του κράτους και στη νομιμότητα, ή μ’ άλλα λόγια ανάμεσα στην κρατική εξουσία και στην ατομική ελευθερία δεν είναι καθόλου εύκολη.
Όμως ο φασισμός και το ενεργούμενο του, ο ναζισμός, δεν είναι ιδεολογίες. Δεν είναι δηλαδή συστήματα πολιτικών αξιών που μπορεί κανείς να τ’ αντιμετωπίσει με ιδεολογικά επιχειρήματα. Η ακατάσχετη μπουρδολογία που διατρέχει το ιδεολογικό του ευαγγέλιο “O αγών μου” (έδειξα υπεράνθρωπο κουράγιο για να το διαβάσω μέχρι το τέλος) ουδεμία συγκροτημένη και αναλυτική σκέψη περιέχει.
Ο φασισμός, είναι ένας τρόπος επιβολής, ένας τρόπος συμπεριφοράς, που, όσο και να διαφωνούν κάποιοι φίλοι μου, δυστυχώς διατρέχει οριζόντια κάποιους φορείς όλων τών πολιτικών παρατάξεων.
Από τους απλούς ψηφοφόρους μέχρι τα στελέχη. Όχι βέβαια όλους, και ούτε κάν τους περισσότερους. Τα πολιτικά κόμματα δεν είναι κολυμβήθρες τού Σιλωάμ που μπορούν να εξαγνίσουν κάθε ψυχασθένεια. Ο φασισμός, είναι το σύμπτωμα μιάς άρρωστης δημοκρατίας.
Το ναζιστικό κόμμα, που γεννήθηκε από την ασταθή και παραπαίουσα δημοκρατία τής Βαϊμάρης, ξεκίνησε σαν μια παρέα από υστερικά αποβράσματα, απόβλητους τής γερμανικής κοινωνίας. Στην αρχή, κανείς δεν έδωσε σημασία και κανείς δεν πήρε στα σοβαρά το φανατικό και σχιζοφρενή αρχηγό τους με το αστείο μουστακάκι. Τον θεώρησαν ως έναν γραφικό και ακίνδυνο ταραχοποιό, και τον αντιμετώπισαν ανάλογα.
Είναι χαρακτηριστικό, πως όταν συνελήφθη στο Μόναχο το Νοέμβριο του 1923, μετά το αποτυχημένο πραξικόπημα, γνωστό ως “κίνημα της μπυραρίας“, και την πορεία αυτού και των οπαδών του για την κατάληψη της εξουσίας, στη δίκη που ακολούθησε τρεις μήνες αργότερα, καταδικάσθηκε με την κατηγορία της έσχατης προδοσίας σε φυλάκιση μόνο πέντε ετών. Το πιο σκανδαλώδες, είναι το ότι παρέμεινε στη φυλακή μόλις 13 μήνες, και αποφυλακίστηκε το Δεκέμβριο του 1924, αφού το αρμόδιο Δικαστικό Συμβούλιο έκρινε τα κίνητρα του ως αγνά πατριωτικά, και τη διαγωγή του μέσα στη φυλακή ως άμεμπτη.
Μάταια αγωνίστηκαν για ν’ αποτρέψουν την αποφυλάκιση, τόσο ο υποδιοικητής τής αστυνομίας του Μονάχου, που υπέβαλε στο Συμβούλιο μια μακροσκελή έκθεση για το επικίνδυνο παρελθόν τού κρατουμένου, όσο, και κυρίως, ο δημόσιος κατήγορος του κρατιδίου της Βαυαρίας, που αναλύοντας όχι μόνο τις πράξεις, αλλά και τις θέσεις και τις δηλώσεις τού καταδικασθέντα, τόσο πριν όσο και κατά την απολογία του στο δικαστήριο, επισήμαινε τον κίνδυνο που διέτρεχε η δημοκρατία αν τον άφηναν ελεύθερο. Ο ίδιος εισαγγελέας, που τ’ όνομα του έχει χαθεί στα πολύ ψιλά γράμματα τής Ιστορίας, ακόμα και μετά την απόφαση της αποφυλάκισης, άσκησε προσφυγή στο Ανώτατο Δικαστήριο ζητώντας την ακύρωση της. Μάλιστα, εξαιτίας τών σφιχτών προθεσμιών που τού έδινε ο νόμος, αναγκάσθηκε να δουλέψει ένα ολόκληρο Σαββατοκύριακο για να θεμελιώσει τα επιχειρήματα του.
Το Ανώτατο Δικαστήριο απέρριψε την έφεση τού Γενικού Εισαγγελέα, με το αιτιολογικό ότι ήταν αναπόδεικτη. Ο ίδιος όμως δεν το έβαλε κάτω και επέμεινε. Μετά απ’ αυτή την εξέλιξη, υπέβαλε νέα προσφυγή, θεμελιωμένη ακόμα περισσότερο, που και αυτή είχε την τύχη της προηγούμενης. Η Ιστορία, είχε πάρει πια τον δρόμο της, και ο εισαγγελέας είχε πάρει τον δικό του, που τέλειωσε λίγο αργότερα, σ΄ έναν ανώνυμο σωρό από στάχτες στα κρεματόρια τού Νταχάου.
Βέβαια, θ’ αναρωτηθεί κανείς, τι θα γινόταν αν αυτός ο εγκληματίας αποφυλακιζόταν μετά από τέσσερα χρόνια. Οι ιστορικοί μας διαβεβαιώνουν ότι το κίνημα του, που είχε αρχίσει να διαλύεται μετά τη σύλληψη του, διασπασμένο σε μικρές ομαδούλες που πολεμούσαν λυσσασμένα η μια την άλλη, θα είχε εξαφανισθεί, και η ιστορία του κόσμου θα γραφόταν αλλοιώτικα. Όμως, η Ιστορία ποτέ δεν γράφτηκε με υποθέσεις, αλλά με γεγονότα και με ανθρώπινες πράξεις.
Μ’ όλ’ αυτά, θέλω να πω πως ο νόμος, δηλαδή η δικαιοσύνη, δεν αρκεί από μόνη της για ν’ αποτρέψει την καταστροφή. Μια κοινωνία δεν προστατεύεται μόνο από νομικούς μηχανισμούς. Όσο καλά και να λειτουργεί το νομικό σύστημα, οι άνθρωποι είναι εκείνοι που μπορούν να υπερασπιστούν τη δημοκρατία. Ζούμε δύσκολους και επικίνδυνους καιρούς. Πολλοί πιστεύουν πως με την κατάρρευση τού εθνικοσοσιαλισμού σε ερείπια, και τις αγχόνες της Νυρεμβέργης για τους τελευταίους επιζώντες πρωταίτιους, καθαρίσαμε. Λάθος.
Παντού στην Ευρώπη τών λαών, κινήματα σαν και εκείνο ξεφυτρώνουν επικίνδυνα. Στην Ελλάδα, μια χώρα που πλήρωσε πολύ ακριβά το ναζισμό, η συμμορία τής Χρυσής Αυγής, που ορθά διώκεται ως τρομοκρατική οργάνωση και όχι ως πολιτικό κόμμα, βρήκε δυστυχώς υποστηρικτές, που, εκμεταλλευόμενοι τους δημοκρατικούς θεσμούς, την έστειλαν στο Κοινοβούλιο.
Δεν είναι τυχαίο ότι τα συμπτώματα της αυτοδιάλυσης και της διάσπασης τους σε αλληλοκατηγορούμενες ομαδούλες, εμφανίστηκαν μόνο με τη δίκη τους. Δεν απομένει παρά η ετυμηγορία τού δικαστηρίου. Μια επιεικής απόφαση, και γενικότερα μια επιεικής μεταχείριση των κατηγορουμένων, είναι ενδεχόμενο ν’ ανοίξει τις πύλες τής κόλασης. Η Ιστορία διδάσκει. Αλλοίμονο στους κακούς μαθητές.
Φτάνοντας στο τέλος, γεννιέται το ερώτημα. Εμείς τι μπορούμε να κάνουμε; Δεν είμαι σε θέση εγώ να υποδείξω το δρόμο. Όπως είπα, ο φασισμός δεν είναι ιδεολογία που μπορεί κανείς να την αντιμετωπίσει με αξιακά δημοκρατικά επιχειρήματα. Είναι ένας τρόπος συμπεριφοράς και επιβολής, που μόνο με δημοκρατικά μέσα μπορεί ν’ αντιμετωπισθεί. Καθένας έχει τις δικές του ευαισθησίες για να τον ανιχνεύσει, και τα δικά του δημοκρατικά όπλα για να τον πολεμήσει.
Επομένως, το μόνο που θα μπορούσα να πω είναι απόλυτος σεβασμός στο δικαίωμα της διαφωνίας τού άλλου, και ακούραστη επαγρύπνηση σε κάθε παρεκτροπή. “Είμαι μέχρι θανάτου αντίθετος με τις ιδέες σου, όμως μέχρι θανάτου θ’ αγωνιστώ για το δικαίωμα σου να τις εκφράζεις”, λέει ο Βολταίρος.