Δυο πράγματα μου έμαθε η μάνα μου πριν 50 χρόνια: Να μην κάνω αυτό που δεν θέλω να μου κάνουν, και να μην μιλάω, να μην σκέφτομαι αυθαίρετα, να μην κρίνω, αν δεν ξέρω τι έχει περάσει κάποιος και ποια είναι η ιστορία του.

Θεσσαλονίκη 1986-1987 

Οι τελειόφοιτοι της Φυσικοθεραπείας κάναμε πρακτική στο Δημοτικό Νοσοκομείο Θεσσαλονίκης. Μπαίνω ένα πρωί μέσα, είχα αργήσει λίγο, βλέπω τους άλλους σπουδαστές να είναι μαζεμένοι, μουδιασμένοι.

«Τι συμβαίνει ρε παιδιά;». Σιωπή όλοι.

«Tι έγινε ρε παιδιά;», ξαναρωτάω.

Παίρνει θάρρος ένας: «Έχει έρθει κάποιος γέρος στην Ορθοπεδική, είναι μπελάς, ζόρικος, φασαριόζος. Πήγαινε να τον δεις», μου είπαν «αν μπορείς να τον παλέψεις, εμείς δεν πάμε…».

Ο δικός μου τομέας ήταν στην Ορθοπεδική Κλινική όπου βρισκόταν εκείνος ο γέρος, που μόνο φασαρία, από ό,τι μου έλεγαν, ήθελε. Τους απάντησα: «Εντάξει, θα πάω».

Πήγα και μόλις μπήκα μέσα, συνειδητοποίησα ότι το κλίμα ήταν ήδη βαρύ. Ο συγκεκριμένος ηλικιωμένος ήταν σε ένα δωμάτιο με άλλους τρεις και κατάλαβα ότι αυτό δεν του άρεσε. Από τις πρώτες στιγμές ένιωσα ότι με μέτρησε, λες και ήθελε έναν αντίπαλο απέναντί του για να ξεκαθαρίσει τα πράγματα. Μεγαλωμένος σε γειτονιές που η ματιά, η πρώτη ματιά είχε σημασία, τον μέτρησα κι εγώ.

Η χρονική περίοδος της πρακτικής, δηλαδή της θεωρίας που γίνεται πράξη, μαζί με την ανασφάλεια της επαφής με αληθινούς ασθενείς, συνδυαζόταν εξαιρετικά και άγαρμπα με τη φωτιά της νεαρής ηλικίας μου. Αυτό το εκρηκτικό μείγμα ήταν απόλυτα ερεθιστικό για να προκαλέσει έναν καυγά, κι εγώ, όπως είπα, μεγαλωμένος σε γειτονιές που δεν δείλιαζαν, ήμουν έτοιμος να «αρπάξω» και να στηρίξω τη θέση μου.

Όμως, στην περίπτωση αυτή, δεν επιτρεπόταν. Η αλήθεια είναι ότι με είχαν πειράξει δύο πράγματα. Πρώτα, η αγωνία του σπουδαστή, που προσπαθεί να κάνει καλά για πρώτη φορά στη ζωή του κάποιον άνθρωπο, και μετά ο φόβος στα μάτια των συναδέλφων μου, που ήταν όπως εγώ, μα όχι τόσο μυημένοι σε φασαρίες, όπως στις αλάνες και τα σοκάκια όπου είχα μεγαλώσει.

Αμίλητοι σχεδόν και οι δύο, ξεκινήσαμε τη θεραπεία. Για μισή ώρα κάθε μέρα μετρούσαμε ο ένας τον άλλον και περιμέναμε τη στιγμή της σύγκρουσης. Ο γέρος, αγέλαστος, λιγομίλητος, δεν φοβόταν, δεν ντρεπόταν. Το έβλεπα.

Πέρασαν οι πρώτες τρεις μέρες, δεν είχαμε τσακωθεί, νιώθαμε όμως ότι οι ισορροπίες ήταν σε τεντωμένο σκοινί. Είχε καταλάβει ότι κι εγώ δεν ήμουν εύκολος. Αυτό που μου έκανε εντύπωση ήταν ότι όσο σκληρές υπήρξαν οι αντιδράσεις του, τόσο μαλακές ήταν οι κινήσεις και τα αγγίγματά του.

Ο άνθρωπος είχε έρθει στην Κλινική επειδή είχε πέσει και χτυπήσει στα πλευρά του. Η εντολή των γιατρών ήταν να του κάνω ασκήσεις στα άκρα και κάποιες αναπνευστικές, από καθιστή και ημιύπτια θέση. Όσο τις έκανε, το άγγιγμά του ήταν ελαφρύ σαν πούπουλο. Ήταν μία περίεργη αντίθεση απότομης ψυχής και ήπιων αντιδράσεων.

Σε μία στιγμή που έκανα τις ασκήσεις στο αριστερό του χέρι, που το σήκωσε ψηλά, κατέβηκε το μανίκι της πυτζάμας ως τον αγκώνα. Εκεί είδα ένα νούμερο ζωγραφισμένο στο χέρι του. Ήταν η πρώτη φορά που έβλεπα κάτι τέτοιο. Δεν μου φαινόταν όμως σαν στυλό. Τον ρώτησα με περιέργεια: «Τι είναι αυτό;»

Σήκωσε το κεφάλι και μου απάντησε κοφτά: «Άουσβιτς, πυρακτωμένο σίδερο».

Σάστισα. Δεν είχα δει ποτέ ξανά κάτι ανάλογο, απλά είχα ακούσει. Η Ιστορία ήταν μπροστά μου, ζωντανή. Στεκόμουν όρθιος, μα τα πόδια της ψυχής πήγαν να λυγίσουν. Είχε μεταμορφωθεί ξαφνικά, από μπελάς και φασαριόζος, σε πρόσωπο μιας αγωνιώδους, ιστορικής στιγμής. Σαν να εμφανίστηκε μπροστά μου η βοή και το σκότος μιας εποχής που δεν ζήσαμε εμείς οι νεότεροι.

Ήταν μια στιγμή που ένιωθα φοβισμένος και συγχρόνως τυχερός που ζούσα στη σύγχρονη εποχή και όχι σε εκείνα τα συγκεκριμένα βάρβαρα χρόνια, που από ότι φαίνεται είναι «απαραίτητα» συστατικά της ανθρώπινης φύσης, δυστυχώς.

Πήγα να κοκκινίσω, η ντροπή με τύλιξε. Μια ενοχή σαν αυθάδεια κι ένα «κατηγορώ» στον εαυτό μου, με κύκλωσε για τις προηγούμενες προθέσεις μου. Δεν το έδειξα, όμως είχα σφιχτεί ολόκληρος. Τι θα μπορούσα να πω, μπροστά σε αυτό το ανθρώπινο μεγαθήριο, που είχε τη μορφή ενός ηλικιωμένου;

Με κοίταξε. «Θα κατάλαβες», μου λέει «γιατί δεν μου αρέσει να είμαι με άλλους. Επειδή μου έρχονται οι στιγμές σε εκείνο το κολαστήριο που μας είχαν όλους μαζί απέναντι, σε σιδερένια κρεβάτια».

Ίσως το έδειχνε η μορφή μου ότι η συμπάθειά μου απέναντι στο πρόσωπό του, πια δεν είχε φραγμό. Προφανώς είχε καταλάβει τη ντροπή αναμεμειγμένη με τον φόβο, τον σεβασμό και το δέος μου.

Έκλεισε εκείνο το μεσημέρι η ώρα, κι έφυγα. Ήταν η τελευταία μέρα των ασκήσεων. Μετά θα αποχωρούσε, πολύ καλύτερα από ό,τι είχε φυσικά έρθει.

«Χάρηκα πολύ», του είπα κι ετοιμάστηκα να φύγω.

Με το χέρι που είχε το καμένο αποτύπωμα, άπλωσε απότομα και έπιασε το δικό μου.

«Γιε μου», μου είπε «θέλω να σου δώσω μία συμβουλή. Εμένα δεν θα με ξαναδείς».

«Πείτε μου», του απάντησα και η συγκέντρωσή μου ήταν έτοιμη να αποδεχτεί οτιδήποτε μου ‘λεγε.

«Ό,τι κι αν κάνεις στη ζωή σου, συνέχισε να το κάνεις καλά. Αυτή είναι η συμβουλή από έναν γέρο. Σ’ ευχαριστώ πολύ για ό,τι έκανες για μένα».

Του ‘σφιξα το χέρι κι ένιωσα ότι η Ιστορία, η τιμή και το κόστος της, με διαπέρασαν. Ένιωσα σπουδαίος και μόνο που αυτός ο ηλικιωμένος άνθρωπος με άγγιξε και ταυτόχρονα μικρός που σκέφτηκα ανεξέλεγκτα πριν τον δω.

Μου ήρθε στον νου η φράση της μάνας μου: «Μην κάνεις αυτό που δεν θέλεις να σου κάνουνε και μην κρίνεις, μην μιλάς, μη σκέφτεσαι αυθαίρετα κάτι για έναν άνθρωπο, αν δεν ξέρεις πρώτα αυτόν και την ιστορία του».