Είναι ιδιαίτερα ευχάριστο να επιστρέφεις στον χρόνο και να ξαναδιαβάζεις με γυαλιά πρεσβυωπίας κείμενα που σου έδωσαν ιδιαίτερη χαρά στο παρελθόν. Αφορμή για τη σκέψη αυτή μού έδωσε το βιβλίο «ΜΙΛΑΝ ΚΟΥΝΤΕΡΑ, ΓΡΑΨΙΜΟ… ΤΙ ΙΔΕΑ ΚΙ ΑΥΤΗ!», από τον ιστορικό εκδοτικό οίκο «ΕΣΤΙΑ», που έχει μεγάλη προσφορά στα ελληνικά γράμματα.
Συγγραφέας του είναι η Φλοράνς Νουαβίλ, κριτικός λογοτεχνίας και μυθιστοριογράφος. Το έργο αυτό φιλοδοξεί να μας δώσει μια εικόνα από τη ζωή, αλλά κυρίως από το έργο και την καινοτομική γραφή του Τσέχου Μίλαν Κούντερα (1929-2023), που δεν υπήρξε μόνο μεγάλος τεχνίτης του μυθιστορήματος, αλλά ένας άνθρωπος ορχήστρα.
Ήταν μουσικός, γιος ενός λαμπρού συνθέτη και δεξιοτέχνη πιανίστα, ήταν ζωγράφος, θεατρικός συγγραφέας και δοκιμιογράφος, καθηγητής σεναριογραφίας και θεωρητικός της ιστορίας της λογοτεχνίας, όπως φαίνεται από το έργο του «Η τέχνη του μυθιστορήματος».
Η ζωή του ήταν τραγική, γιατί στα σαράντα έξι του χρόνια αναγκάστηκε να εξοριστεί από την πατρίδα του, να ζήσει στη Γαλλία διδάσκοντας σε ένα πανεπιστήμιο, να πάρει τη γαλλική υπηκοότητα και να γράψει τα έργα του έκτοτε στη γαλλική γλώσσα.
Η συγγραφέας συνδέθηκε οικογενειακά με τον Κούντερα και τη γυναίκα του Βέρα και έχοντας βαθιά γνώση του έργου του, θέλησε να μας δώσει όχι μια βιογραφία, αλλά ν’ αποτυπώσει την ιδιαίτερη τεχνική της γραφής του, την πρωτοτυπία του έργου του και ν’ αποκαταστήσει τις παρεξηγήσεις, που σκόπιμα υπήρξαν σχετικά με τις επιλογές του.
Το βιβλίο είναι σαν ένα ημερολόγιο με καταγραφές από τις συναντήσεις τους, με παραθέσεις αποσπασμάτων από τα έργα του και κριτικές παρατηρήσεις. Επίσης, παραθέτει πολλά στοιχεία για το έργο του και την επίσκεψή της στο αρχείο της μυστικής αστυνομίας που τον παρακολουθούσε με το ψευδώνυμο ελιτιστής.
Επισκέφτηκε και την πόλη που γεννήθηκε, όπου υπάρχει πλήρες αρχείο για το έργο του. Όταν συναντήθηκαν πρώτη φορά, εκείνος την ρώτησε με τι ασχολείται και του απάντησε με το γράψιμο. Τότε αυτός είπε: «Γράψιμο… τι ιδέα κι αυτή!», που είναι ο τίτλος του βιβλίου.
Ο Κούντερα απέφευγε τις συνεντεύξεις και δεν επιθυμούσε να ασχολούνται με τη ζωή του, αλλά με το έργο του. Τον εξέφραζε απόλυτα εκείνο που είπε ένας νομπελίστας; «Όταν πεινάς πολύ, μόνο το ψωμί έχει σημασία. Στα παλιά σου παπούτσια η ζωή του φούρναρη». Και ο Φλωμπέρ υποστήριζε ότι πρέπει να πιστέψουν οι μεταγενέστεροι πως δεν έζησε ποτέ.
Δυστυχώς, σήμερα και κάποτε από ακαδημαϊκούς, γίνεται κατάχρηση και συχνά ταύτιση της ζωής του συγγραφέα και των ηρώων του έργου του. Θύμα αυτής της αντίληψης είναι κι ο δικός μας Νίκος Καζαντζάκης. Αρκετοί, αντί να προσπαθήσουν να αναδείξουν τη λογοτεχνική και αισθητική αξία του έργου του, αναλώνονται με την ζωή του και κάποιοι τον θεωρούν μισογύνη, όπως και τον Κούντερα.
Δύο συγγραφείς, που λάτρεψαν τη γυναίκα και έπλασαν σημαντικές ηρωίδες στα έργα τους. Σας υπενθυμίζω την Κατερίνα στο «Χριστός ξανασταυρώνεται» και την Εμινέ στον «Καπετάν Μιχάλη». Εξίσου γοητευτικές γυναικείες μορφές στον Κούντερα είναι η Σαμπίνα στην «Αβάστακτη ελαφρότητα της ύπαρξης», η Ανιές στην «Αθανασία» και η Λουτσία στο «Αστείο».
Ο Κούντερα πίστευε στον σοσιαλισμό με ανθρώπινο πρόσωπο. Ήταν ως νέος, ενεργό μέλος του κόμματος και υποστήριζε μετά τον πόλεμο την ένταξη της Τσεχίας στις λαϊκές δημοκρατίες. Ακολούθησε η άνοιξη της Πράγας, η είσοδος των σοβιετικών τανκς και η επιβολή της δικτατορίας, που τραυμάτισαν τις προσδοκίες και τις ελπίδες ενός λαού με πολύ μεγάλη προσφορά στις τέχνες και στα γράμματα.
Ο Κούντερα στη γραφή του χρησιμοποιεί το χιούμορ και με δεξιοτεχνία χειρίζεται την ειρωνεία, για να αναδείξει την τυχαιότητα και την ασημαντότητα της ύπαρξης. Στην πλοκή των έργων του, μας εκπλήττει συχνά με την ικανότητά του να αποδίδει τον ψυχικό κόσμο, τις σκέψεις και τον χαρακτήρα των ηρώων του.
Με αφορμή το θαυμάσιο αυτό βιβλίο, ξαναδιάβασα αρκετά έργα του Κούντερα και επιφυλάσσομαι αργότερα να σας δώσω μια αίσθηση από αυτά, με τη σύσταση ότι αξίζει να τα διαβάσετε και εσείς.
Στο βιβλίο του για την τέχνη του μυθιστορήματος, ο Κούντερα γράφει: «Σύμφωνα με μια πασίγνωστη μεταφορά, ο μυθιστοριογράφος γκρεμίζει το σπίτι της ζωής του για να χτίσει με τα τούβλα αυτά ένα άλλο σπίτι.
Το σπίτι του μυθιστορήματός του. Που σημαίνει ότι οι βιογράφοι ενός μυθιστοριογράφου ξεφτιάχνουν αυτό που έφτιαξε ο μυθιστοριογράφος και ξαναφτιάχνουν αυτό που ξέφτιαξε. Η δουλειά τους, καθαρά αρνητική από την άποψη της τέχνης, δεν μπορεί να φωτίσει ούτε την αξία, ούτε το νόημα ενός μυθιστορήματος».
Ο Ζαχαρίας Καραταράκης είναι φιλόλογος