Μέσα στα μαθήματα του Δημοτικού μας Σχολείου για τη διδασκαλία της γλώσσας μας είχαν γραφτεί και δυο περικοπές από έργα του Μεγάλου Κρητικού Στοχαστή Νίκου Καζαντζάκη. Στο ένα περιγράφει τη δασκάλα του ο Συγγραφέας: Ήταν μια γυναίκα ηλικιωμένη, ασουλούπωτη, κοντόκορμη και πλαδαρή.

Είχε όμως μια χρυσή καρδιά, γεμάτη αγάπη απέραντη για τους μικρούς μαθητές της. Τούτη λοιπόν η καλοσύνη της είχε σαν αποτέλεσμα να αλλάξει στα μάτια του μικρού Νίκου η πραγματική εικόνα της δασκάλας του και να πάρει τη θέση της η εικόνα ενός αγγέλου!

Δεν την ξέχασε στα κατοπινά χρόνια του ο Συγγραφέας κι όταν κάποτε τη συνάντησε γριούλα πια στο κατώφλι του σπιτιού της, τη χαιρέτησε με αγάπη και σεβασμό. Τούτο ήταν το ένα απόσπασμα που διαβάσαμε με τα παιδιά στην Γ΄ τάξη.

Το άλλο ήταν το κομμάτι που περιέγραφε το γλυκόλαλο τραγούδι ενός πουλιού που η μελωδία του έφτανε σα μαγευτική και δονούσε την καρδιά του μεγάλου Κρητικού στην τάξη του που το παιδί δε βάσταξε και πέταξε στο δάσκαλο που αγωνιούσε να τους μάθει την ορθογραφία του τονισμού: «Σώπα δάσκαλε ν’ ακούσομε το πουλί»…

Οι δύο σύντομες αυτές περικοπές δίδουν την ευκαιρία στους δασκάλους μέσα από τα σχολικά βιβλία να φέρουν σε μια επικοινωνία, σε μια πρώτη γνωριμία τους μαθητές μας -μικρά Κρητικόπουλα- με το πνεύμα του Μεγάλου των Γραμμάτων.

Ως δασκάλα με πολύχρονη πείρα κοντά στα νεαρά βλαστάρια της Κρήτης μας, βρίσκω την ευκαιρία να πω δυο λόγια για τον τρυφερό παιδόσκοσμο, την ελπίδα μας την αυριανή! Έγινε λοιπόν συζήτηση με τους μικρούς μαθητές ηλικίας τότε γύρω στα οκτώ χρόνια να πουν για το τι ξέρουν γύρω από τον κορυφαίο του Πνεύματος Νίκο Καζαντζάκη.

Μία η ερώτηση, βροχή οι απαντήσεις που με κατέπληξαν: «Τι ξέρετε παιδιά για το Νίκο Καζαντζάκη;» «Ξέρω πως έγραψε πολλά βιβλία», άλλος: «έγραψε και ποιήματα». «Ήταν συγγραφέας σπουδαίος», «ήτανε Κρητικός», «Ήτανε μεγάλος γιατί έγραψε πολλά…», «Ξέρετε μερικά έργα του;»

«Μάλιστα. Ξέρω τον Καπετάν Μιχάλη», «ξέρω το “Ταξιδεύοντας” γιατί έκαμε πολλά ταξίδια κι εμείς τα έχομε», «Ποια ταξίδια;» «Όχι, τα βιβλία των ταξιδιών», «Άλλα ξέρετε;» «Ναι το Γκρέκο», όχι, διορθώνει ένα άλλο, “Αναφορά στον Γκρέκο”. Κι εμείς το έχομε αυτό και τον “τελευταίο πειρασμό”».

Άλλο παιδί: «Εμείς τα έχομε όλα του και θα τα διαβάσω σαν μεγαλώσω για να τα καταλάβω». Τα ρωτώ μετά: «Πώς λέγανε τη γυναίκα του;». Ένα κοριτσάκι που παρακολουθούσε μεν αλλά ήταν απίθανο να ξέρει όσα έλεγαν οι συμμαθητές της, μπερδεύοντας για μια στιγμή το όνομά του με του Καζαντζίδη (του τραγουδιστή) λέγει: «Κυρία τη λέγανε Μαρινέλλα.

Εμείς έχομε το μεγάλο δίσκο». Ένας συμμαθητής την αποπαίρνει: «Μη λες ανοησίες. Η γυναίκα του ήταν η Γαλάτεια κι ήταν κι αυτή συγγραφέας. Και η δεύτερη γυναίκα του η Ελένη πολύ σπουδαία κι αυτή». Άλλη ερώτηση «Ξέρετε παιδιά πού τάφηκε ο Καζαντζάκης;». «Μάλιστα κυρία. Στο Ηράκλειο στο φρούριο Μαρτινέγκο».

«Πόσα παιδιά έχετε ακούσει για τον Καζαντζάκη;». Από τα 33 σηκώνουν 16 τα χεράκια τους. «Ποια θέλετε να γράψετε από την εγκυκλοπαίδεια για τον Καζαντζάκη;». Σηκώνουν όλοι τα χεράκια. Την επομένη όμως έφεραν 20 εργασίες. Ένας μπόμπιρας πανέξυπνος, ο Μύρων Χιλετζάκης, ρωτά, όσο κι αν φαίνεται απίστευτο: «Κυρία θέλω να μου πείτε γιατί ο Σεφέρης και ο Ελύτης πήραν Νόμπελ και ο Καζαντζάκης δεν το πήρε; Και τι είναι το Νομπελ, θέλω να μάθω».

(Γράφω επώνυμα τις ερωτήσεις αυτές γιατί πραγματικά έγιναν). Απαντώ: «Θα πούμε, αλλά ποιος σου είπε να ρωτήσεις, μήπως η μαμά;» Απάντηση: «Όχι κυρία, μόνος μου γιατί το είδα στην τηλεόραση». Ένας άλλος πανέξυπνος (Νίκος Χοχλιδάκης, σήμερα διαπρεπής νευροχειρουργός στο Παν. Νοσ. Ηρ.) «Μάλιστα κυρία προ ημερών στην τηλεόραση μιλούσαν για τον Παλαμά, τον Πολέμη, τον Σεφέρη και τον Ελύτη και είπαν και για τον Καζαντζάκη».

Έμεινα άναυδη. Χρειάστηκε παλιά να τα μάθομε αυτά στις μεγάλες τάξεις του 8/τάξιου Γυμνασίου. Ρωτώ μετά τα παιδιά «Ποια πήγατε στον τάφο του Καζαντζάκη;». Σηκώθηκαν 8 χεράκια. «Τι είδατε εκεί;». «Είδαμε που ο τάφος είναι απλός με ένα ξύλινο σταυρό». «Γράφει τίποτα επάνω;». «Μάλιστα» λέει η Κάλλια Ορφανουδάκη, «Δεν ελπίζω τίποτα, δε φοβάμαι τίποτα είμαι λεύτερος».

Τρίτη τάξη ήταν τα παιδάκια και τους υποσχέθηκα να πάμε να δούμε από κοντά ό,τι υπάρχει στον τόπο μας για τον Μεγάλο Κρητικό. Πήγαμε στο Ιστορικό Μουσείο και όπου αλλού μπορέσαμε τον ίδιο χρόνο. Την επόμενη σχολική χρονιά με άλλα, πιο μικρά παιδιά (Β΄ τάξη), πήγαμε στο Μουσείο Καζαντζάκη. Δεν ήξεραν και πολλά πράγματα λόγω ηλικίας. Λαχταρούσαν όμως να μάθουνε.

Έτσι ένα γλυκό, ανοιξιάτικο πρωινό δυο μεγάλα πούλμαν με τα τρία τμήματα της Β΄ τάξης μάς έφεραν στο γραφικό χωριό Μυρτιά ή Βαρβάρους, το πατρογονικό χωριό του Ν. Καζαντζάκη. Στην είσοδο διάβασαν: «Αγαπώ πολύ…». Τα διάβασαν εν χορώ κι ήταν τόσο συγκινητικό να καμαρώνεις την καινούρια γενιά του Νησιού μας στην πρώτη της επικοινωνία μ’ ένα πνεύμα μεγάλο του τόπου μας.

Οι γύρω επισκέπτες τα καμάρωναν. Η υπεύθυνη του Μουσείου τα ξενάγησε ευχαριστημένη για το ενδιαφέρον που δείξανε. Είδανε πρώτα την ταινία για τη ζωή του Ν.Κ. και μετά επισκέφτηκαν τους χώρους του Μουσείου. Βλέπανε, ρωτούσανε, μαθαίνανε και όλα μαζί με τους δασκάλους τους ξεκίνησαν για το γραφικό δασάκι, ένα πευκώνα στη βορεινή είσοδο του χωριού όπου ξεκουράζονται πολλοί επισκέπτες στη δροσερή σκιά των δέντρων.

Μάθαμε εκεί ότι υπήρχε σχέδιο να αξιοποιηθεί με χώρους πρώτης ανάγκης από την Κοινότητα με αναψυκτήριο κλπ. για άνετη ολιγόωρη διαμονή σχολείων ή επισκεπτών. Δεν ξέρομε όμως τι έγινε μετά. Οι φιλόξενοι κάτοικοι -γείτονες- μας φέρανε δροσερό νερό και κεράσματα σαρακοστιανά γιατί πλησίαζε το Πάσχα. Η φιλόξενη διάθεσή τους μας συγκίνησε πολύ.

Ήρθαν και οι σύζυγοι της γειτονιάς. Εμείς ευχηθήκαμε «Να χαίρεστε το χωριό σας, την αρχοντιά και την αξία του τόπου σας! Είστε άξιοι συνεχιστές…» Έμεινε στη μνήμη μας μια καλή ανάμνηση. Αυτή είναι η Κρήτη η ξακουστή. Η παινεμένη από τους Μεγάλους της. Αυτοί είναι οι άνθρωποί της που όσο απλοί κι αν είναι, κρύβουν μέσα στην απλότητά τους τη μεγαλοσύνη της ράτσας τους….