Η καλοπέραση είναι το μέγιστο αμάρτημα. Η άσκηση και η απόλυτη αφιέρωση σε δημιουργικό έργο είναι χρέος και σωτηρία μαζί, για τον πνευματικό άνθρωπο, κάθε άνθρωπο.
Στον πάντα επίκαιρο, εύκαρπο και επόμβριο λόγο του Καζαντζάκη, πιστός υπηρέτης αναδεικνύεται για άλλη μια φορά ο κ. Κασσωτάκης, με την πρόσφατη συγγραφή και κυκλοφορία δύο πολύτιμων βιβλίων με τους παραπάνω τίτλους.
α΄. Βιβλίο πρώτο
Επίμονος και ακούραστος, ευρηματικός και ανύστακτος «πυρπολούμενος πόθω», εξακολουθεί να προσφέρει στην επιστήμη το προϊόν των γνώσεών του.
Με την ανυπότακτη δραστηριότητά του προϊόν γνήσιας εσωτερικής παρόρμησης, που σημαίνει ότι η πένα του δεν καλογερεύει κατά την Καζαντζακική έκφραση, εξακολουθεί να προσφέρει τις πολύτιμες υπηρεσίες του, πλουτίζοντας το θησαυροφυλάκιο της επιστήμης του. Δεν έχω πρόθεση να κάνω απολογισμό του έργου του με τις πολύπλευρες επιστημονικές διαστάσεις του.
Ενδεικτικά θέλω να σημειώσω ότι παράλληλα με το διδακτικό του έργο έχει δημοσιεύσει πλειάδα επιστημονικών άρθρων-μελετών για τη συμβουλευτική και τον επαγγελματικό προσανατολισμό. Ακόμα πλουσιότερος είναι ο αριθμός των άρθρων-μελετών για την εκπαιδευτική αξιολόγηση, τη διδακτική μεθοδολογία, τη μόρφωση και επιμόρφωση των εκπαιδευτικών και άλλων συναφών θεμάτων. Ο ημερήσιος αθηναϊκός τύπος δεν παραβλέπεται. Πάρα πολλά άρθρα του έχουν δημοσιευθεί στις εφημερίδες της Αθήνας.
Στην πλούσια αυτή εργογραφία και αρθρογραφία πρέπει να προστεθούν και 35 αυτοτελή βιβλία ατομικής ή συλλογικής μορφής, με εκπαιδευτικό βασικά προσανατολισμό. Σ’ αυτά εντάσσονται και οι εκδόσεις με διαφορετικό περιεχόμενο, που είναι το Λασίθι και το Γλωσσικό ιδίωμα των κατοίκων του Οροπεδίου Λασιθίου, ερμηνευτικό και ετυμολογικό λεξικό.
Το βιβλίο που έχω την τιμή να παρουσιάσω, είναι ουσιαστικά το επιστημονικό ερευνητικό καταστάλαγμα της πανεπιστημιακής του διαδρομής. Σ’ αυτό ενυπάρχει και η εμπειρία, που αποκόμισε από τις τιμητικές θέσεις του Προέδρου του Παιδαγωγικού Ινστιτούτου, καθώς και του Κέντρου Εκπαιδευτικής Έρευνας τις οποίες είχε υπηρετήσει. Σ’ όλες τις σελίδες του έργου, απλώνεται διάχυτη η επιθυμία του που σκοπό έχει την αναμόρφωση του εκπαιδευτικού συστήματος και την αναβάθμιση της ελληνικής παιδείας. «Όλη η ενήλικη ζωή μου», όπως γράφει, «χαρακτηρίζεται από την έντονη επιθυμία μου να συμβάλω στο μέτρο των δυνάμεών μου στη δημιουργία στη χώρα μας ενός εκπαιδευτικού συστήματος ανάλογου εκείνου των προηγμένων ευρωπαϊκών κρατών».
Το ενδιαφέρον του καλύπτει φυσικά και τα σχολεία, που κεντρικός τους άξονας είναι η ολόπλευρη ανάπτυξη της προσωπικότητας του ατόμου. Εξαίρει επίσης την υψηλή αποστολή του δασκάλου και τον ασύγκριτο με οτιδήποτε άλλο ρόλο του, ο οποίος πρέπει να διδάσκει όχι μόνο με το λόγο του, αλλά και με το παράδειγμά του. Παράλληλα με την αξιολόγηση των μαθητών των σχολικών μονάδων και του έργου τους, είναι εξίσου απαραίτητη και η αξιολόγηση των εκπαιδευτικών για την ολοκληρωμένη επιτυχία του σκοπού της εκπαίδευσης. Τα όνειρα γενικά του καθηγητή και παιδαγωγού κ. Κασσωτάκη συνοδεύονται από τις ανάλογες καινοτομίες, δημιουργικές προτροπές και συμβουλές.
Το επιμελημένο και από εκτυπωτικής πλευράς σύγγραμμα των εκδόσεων Γρηγόρη, χρήσιμο για το Πανεπιστήμιο, είναι εξίσου χρήσιμο και ενδιαφέρον και στους φοιτητικούς κύκλους. Αποτελείται τέλος από 10 κεφάλαια και τις επί μέρους ενότητες, που φιλοξενούνται σε 332 σελίδες. Περιττεύει να τονίσω το ανεπίληπτο της γλωσσικής πληρότητας και ομοιομορφίας του κειμένου στο σύνολό του.
β΄. Βιβλίο δεύτερο
Λίγο αργότερα κυκλοφόρησε το δεύτερο βιβλίο με τη σημερινή του μορφή, ξεπερνώντας τα όρια του χρόνου, του χώρου, της πίκρας και της κόπωσης. Πρόκειται για τρεις ποιητικές συλλογές. Τα δύο είδη του λόγου μας λέει ο Πολ Βαλερύ, διαφέρουν μεταξύ τους κατά το περπάτημα, αφού ο πεζός λόγος πηγαίνει περπατώντας και ο ποιητικός χορεύοντας. Σ’ αυτό τον ποιητικό χορό πιάστηκε ο φίλος κ. Κασσωτάκης, για να αποκαλυφθούν και οι απόκρυφες και επίζηλες ποιητικές του ικανότητες. Καταφέρνει κι εδώ όπως πάντα και μας ανοίγει ένα παράθυρο για να παρακολουθούμε τη φυσική διέξοδο και απελευθέρωση των αποθεμάτων του ψυχικού και συναισθηματικού του κόσμου.
Αποδεσμευόμενος από τα πανεπιστημιακά του καθήκοντα, αποδεσμεύει και τον ελάχιστο χρόνο που διαθέτει, για να τον επενδύσει στην ποίηση. Μας δίνει λοιπόν το νέο του βιβλίο με τις συνοδευτικές τρεις ενότητες. Στο φως των στοχασμών και των ονείρων. Σε πένθιμο σκοπό και τέλος, τα Ποιητικά του απανθίσματα, όλα σε ελεύθερο στίχο. Αφήνει λοιπόν και ξεπηδά το περιεχόμενο της ψυχής του, για να ντυθεί με την ευπρέπεια και τη γοητεία του στίχου. Ενός στίχου, που μέσα του υπάρχει η ανάπλαση, η αρμονία και το ύφος.
Ο γενέθλιος τόπος του, ο παιδικός του περίγυρος, η πορεία της ζωής του, τα βιώματα, τα όνειρα, οι προγραμματισμοί, οι δοκιμασίες και οι αναζητήσεις της ζωής, αποτελούν το εύλαλο στόμα του βιβλίου. Μέσα από τα ποιήματά τους με το διδακτικό τους μεταξύ των άλλων χαρακτήρα, τον οδηγητικό λόγο και τη δημιουργική προτροπή, δεν χάνεται η ελπίδα και η προσμονή . Αφήνει ακόμα να διαφεύγει ένας αναστεναγμός και μια πικρία για τον πρόωρο και απρόσμενο θάνατο της αγαπημένης του συζύγου.
Στο ποίημά του «Αμφισημίες» διερωτάται και προβληματίζεται για την διπλή απόδοση ερμηνείας των όσων ακούει, βλέπει και συναισθάνεται.
Ακούω τον απόηχο από το κύμα που κτυπιέται στα βρά-/χια: είναι το τραγούδι, άραγε, ή ο καημός της θάλασσας; / Βλέπω τις στάλες από το δάκρυ που κυλούν στο πρό-/σωπό σου: είναι από αβάστακτη λύπη, άραγε, ή από ανείπωτη χαρά; / Αισθάνομαι το φρέσκο αγέρι της αυγής να με χαϊδεύει: /είναι το ξύπνημα από της νύκτας το λήθαργο, άραγε, ή / το προμήνυμα για το φως που έρχεται; / Ακούω το τραγούδι τ’ αηδονιού που κελαηδεί:/είναι το σκίρτημα της ψυχής μου, άραγε, ή/ η φωνή κάποιας Σειρήνας που με προκαλεί; / Ακούω τ’ απόμακρο κλάμα του νιογέννητου: / είναι, άραγε, από το φόβο του για τη ζωή που έρχεται / ή διαμαρτυρία για τον απρόσκλητο ερχομό του; / Φτάνει στ’ αυτιά μου της μεγάλης πολιτείας ο απόηχος: / είναι άραγε, η βοή της ζωής ή τ’ αγκομαχητό/ του γνήσιου ανθρώπου που αργοπεθαίνει; / Ποιος, άραγε, μπορεί να μ’ απαντήσει σ’ όλα αυτά; Στο ποίημα «Αιώνια σχέση» απορεί και ψάχνει για το δήμιο, που μπόρεσε να χωρίσει δυο αγαπημένα σώματα σαρκικά, όχι, όμως και ψυχικά.
Την αρμονία της συνύπαρξής μας / κάποιος δυνατός τη ζήλεψε. / Τον ενοχλούσε το σφιχτό το δέσιμό μας, / παράταιρο σ’ έναν κόσμο προσωρινών σχέσεων / και επιπόλαιων συνευρέσεων. / Γι’ αυτό έστειλε άξαφνα / τον δήμιο να σ’ αρπάξει βίαια / από την αγκαλιά μου / νομίζοντας πως έτσι θα / μας χώριζε παντοτινά. / Γελάστηκε. / Χώρισε μόνο τις σάρκες μας, / τα χοϊκά μας σώματα, / μ’ άφησε δεμένες τις ψυχές μας. / Ξέχασε / πως ο θάνατος βάνει τέλος / στην πρόσκαιρη ζωή, / μα να χωρίσει δεν μπορεί ποτέ / δυο ψυχές που τις δένει / σχέση αιωνιότητας.
Στο ποίημα «Ελπίδα». Πρόθυμος εφαρμοστής και πιστός υπηρέτης του αρχαιολογικού αποφθέγματος, που δίδασκε «ελπίς γαρ η βόσκουσα τοις πολλοίς βροτών», εξακολουθεί παρά τον πόνο και τις δυσκολίες να μετουσιώνει σε στίχο τις καταστάσεις αυτές. Εφαρμόζει ακόμα και την πολύτιμη προτροπή γνωστού Ευρωπαίου ότι από τις δοκιμασίες της ζωής άλλοι αποκτούν φτερά και άλλοι αγοράζουν δεκανίκια. Ο συγγραφέας των βιβλίων ανήκει αναμφίβολα στην πρώτη κατηγορία.
Με σκεβρωμένο το κορμί / από το βάρος των χρόνων που πέρασαν / παλεύω ακόμη. / Πλάθω όνειρα και κάνω σχέδια, / γιατί τρεμοπαίζει μέσα μου η ελπίδα, / πως κάτι μπορώ ακόμη ν’ αλλάξω. / Ζω με την ελπίδα πως τα λούλουδα / που γέννησε η νιότη μου / δεν θα ξεραθούν, / πριν τελειώσει τ’ όνειρο που τα γέννησε. / Λίγες σταγόνες δροσιάς που εσύ, / ελπίδα, σταλάζεις / θα τα κρατήσουν ως τότε ζωντανά. / Ο ήλιος γέρνει αποκαμωμένος προς τη δύση. / Μα δεν έχει βασιλέψει ακόμη. / Περιμένει εσένα, ελπίδα, / να του πεις το τελευταίο αντίο / ή μάλλον θέλει να σε πάρει μαζί του. / Αν είχα τη δύναμη, δεν θα σ’ άφηνα να τον πλησιάσεις. / Δεν θα ‘θελα να πεθαίνεις ούτε τελευταία. / Θα σ’ έκανα αθάνατη. / Έτσι, ο μαύρος καβαλάρης / δεν θα μπορούσε τέλος οριστικό / στην ύπαρξή μου να χαράξει, / αφού θα υπήρχε πάντα / του γυρισμού μου η ελπίδα.
Έχοντας το ηλικιακό προβάδισμα θα τον συμβούλευα να συνεχίσει το έργο του, που αποτελεί θησαυρό αδαπάνητο, με την ποιότητα και το εννοιολογικό του περιεχόμενο. Η πνευματική συμμετοχή και αποδοχή των αναγνωστών θεωρείται προεξοφλημένη.
*Ο Γ. Παναγιωτάκης είναι συγγραφέας, ιστορικός ερευνητής