Ήταν η ίδια που την είδα και στην εκκλησία: μια Τσιγγάνα ζητιάνα. Λεπτεπίλεπτη και με μια κουρασμένη εικόνα, με το μαλλί αχτένιστο κότσο και με το παιδί της παραμάσχαλα με την πιπίλα στο στόμα. Κλασική εικόνα μιας ζητιάνας που σε κρατάει 3-4 δευτερόλεπτα ακινητοποιημένο. Την βλέπεις και ταυτόχρονα κάτι σκέφτεσαι.

Εγώ την είχα ξαναδεί. Μόνο που στην εκκλησία έλειπε το παλιό καρότσι του μικρού. Ήταν έξω στην αυλή. Εκείνη κάτι έριξε στον κουμπαρά, πήρε ένα κεράκι και το άναψε με κουρασμένες κινήσεις. Έβλεπα το πορτρέτο της συγκντρωμένο σ’ αυτό που έκανε, τα χείλη της που κάτι λέγανε και λέγανε σιωπηλά και τα μάτια της που ανοιγοκλείνανε ένα παράπονο δηλώνανε.

Τι πόνο ή παράπονο πρόκειται να καταθέσει στις εικόνες αγίων μια ζητιάνα; Ένα σύγχρονο παράπονο στη ζωή μιας ζητιάνας ποιο μπορεί να είναι; Μόνο το καθημερινό γάλα του μικρού παιδιού της. Μόνο το καθημερινό ψωμί της για να μπορεί να περπατήσει τουλάχιστον έως την εκκλησία να προσευχηθεί στην εικόνα της Παναγίας, για να ανταλλάξει μια ματιά με τους Αγίους.

Εκείνη τη ζητιάνα την είχα δει στα φανάρια. Μόνο που η εικόνα της ήταν το κάτι άλλο. Με το κόκκινο φανάρι όλα τα αυτοκίνητα σταματάνε ώσπου να πρασινίσει για να περάσουν.

Αυτά τα λίγα δευτερόλεπτα η ζητιάνια επισκέπτεται τα σταματημένα οχήματα κουβαλώντας το παιδί με κάποια χαρτομάντιλα και ένα πλαστικό κυπελλάκι στο άλλο χέρι. Χαμογελάει τεχνητά σε κάθε οδηγό, και μπροστά σε παράθυρο κλειστό, και σε παράθυρο ανοιχτό. Το ένα χέρι σφίγγει το παιδί και το άλλο απευθύνεται προς τον οδηγό: “Σας παρακαλώ δώστε κάτι για ένα κουτί γάλα για το παιδί μου…”.

Ο ένας κλείνει γρήγορα το παράθυρο του αυτοκινήτου. Ο δεύτερος ρίχνει δυο κερματάκια στο κυπελλάκι της. Ο άλλος κουνάει μια ξένη σημαία: “Είμαι ξένος κορίτσι μου…”.

Και η ζητιάνα συνεχίζει στο άλλο όχημα. Δεν ξεχνάει να χαμογελάει. Απλώνει το χέρι της που τρέμει προς τον οδηγό: “Σας παρακαλώ…”.

Η ζητιάνα παγώνει. Στο μισάνοιχτο τζάμι της πόρτας του οδηγού εμφανίζεται μία τραπεζική κάρτα. Την ταλαντεύει 2-3 φορές στον αέρα και η ζητιάνα κάνει πίσω και μαζεύει το χέρι της. Ήταν η πρώτη φορά που της συνέβη. Χάνει για μια στιγμή την ισορροπία και γυρνάει στη γωνιά της. Αγκαλιάζει το μικρό και το σφίγγει δυνατά. “Παναγιά μου” – της ξεφεύγει. Πού είναι το χρήματα; Τι να κάνουμε τώρα;

Αυτή τη ζητιάνα την έβλεπα στην εκκλησία.

Γι’ αυτό το παράπονο είχε πάει στην εκκλησία. Θα ζητούσε την βοήθεια των Αγίων. Εκεί με το κερί στο χέρι χαμηλόφωνα παρακάλεσε τους Αγίους για την καινούργια κατάσταση. Το παιδί πρέπει α πιει το γάλα του για να ανέβει το σκαλοπάτι της ζωής.

Ο οδηγός σου δείχνει την τραπεζική κάρτα πληρωμής. Τι θα συμβεί αύριο. Αυτή η τραπεζική κάρτα τους μισεί τους ζητιάνους. Δεν θα υπάρχει το “ελεύθερο επάγγελμα του ζητιάνου”. Ο πλανήτης μας δεν τους έχει ανάγκη τους ζητιάνους. Στο καλό να πάνε.

Η Τσιγγάνα ζητιάνα κάνει πάλι το σταυρό της. Βλέπει παραπονετικά τις εικόνες και κινείται προς την είσοδο της εκκλησίας. Ο μικρός ξεκινάει το κλάμα. Κάποια νέα δράση τους περιμένει και τους δυο.