Ηρακλής Πυργιανάκης

Μονή Κουτουλουμουσίου από-ψε, δεύτερη ημέρα στο Άγιο Όρος, με τις σκέψεις να αδυνατούν να μπουν σε μία τάξη, αφού οι εικόνες και τα ερεθίσματα που δεχόμαστε είναι πάρα πολλά και πρωτόγνωρα.

Ο καιρός βροχερός, πρώτες μέρες του Οκτώβρη, το  κρύο τσουχτερό, η λειτουργία θα ξεκινήσει από νωρίς, στις 3:00, μας είπαν. Στην παρέα ήμασταν τέσσερις, ο Βασίλης ο Καφετζάκης σε ρόλο διοργανωτή, είχε τις γνωριμίες και  έκλεισε τη διαμονή μας.

Ο γιατρός Αντώνης Λιοπυράκης, ο Γιώργος Πλατανάκης,  οδοντίατρος, και εγώ, που επισκέπτομαι το Άγιον Όρος για πρώτη φορά.

Ξυπνήσαμε στις  τρεις και ετοιμαστήκαμε για την Εκκλησία. Μέναμε σε δίκλινα δωμάτια με W.C., ιδιαίτερη  περιποίηση μας επιφύλαξε ο πατέρας Νεκτάριος. Πλυθήκαμε με κρύο νερό και ξεξυπνήσαμε.

Ο Ναός απέχει περίπου 400μ. από τον ξενώνα. Ο δρόμος ένα παλαιό καλντερίμι, μονοπάτι αρχέγονο.

Κατά τις τέσσερις φτάσαμε στον Ναό, ο πατέρας Νεκτάριος στέκεται στον Νάρθηκα και ήρθε η πρώτη παρατήρηση “Καθυστερήσατε! Να μη ξανασυμβεί“. Ανάβουμε  κεράκια για τα αγαπημένα μας πρόσωπα και προσκυνήσαμε σε εικόνες που μόλις  διακρίνονται μέσα στον σκοτεινό Ναό. Φυσικά ηλεκτρικό ρεύμα και μεγάφωνα δεν υπάρχουν, μερικά καντήλια ανάβουν ώστε να διακρίνονται ανθρώπινες φιγούρες, μοναχοί και επισκέπτες. Μυσταγωγική ατμόσφαιρα.

Ακούγονται οι ψάλτες σε ισότονη ψαλμωδία, χαμηλόφωνη θα έλεγα, χωρίς κορώνες και ανεβοκατεβάσματα στη φωνή. Στα  ψαλτήρια δεξιά και αριστερά ανάβουν κεριά για να βλέπουν τα ιερά βιβλία οι καλόγεροι  και να τα διαβάζουν.

Ο Ναός είναι του 1100μ.Χ. περίπου η πρώτη του φάση, και το 1370μ.Χ. ακολούθησαν  προσθήκες Αγιορείτικης αρχιτεκτονικής με πέντε τρούλους.

Ο ναός είναι ολόγραφος, οι τοιχογραφίες είναι του 1540μ.χ κρητικής σχολής και ο Νάρθηκας τοιχογραφήθηκε το 1744μ.Χ. Το καθολικό είναι αφιερωμένο στην Μεταμόρφωση του Σωτήρος, και ο Ναός θεμελιώθηκε σε ξύλινους πασσάλους λόγο της αστάθειας του εδάφους. Το επιχρυσωμένο τέμπλο καλύπτει ολόκληρη την πρόσοψη του Ιερού έως και τον Τρούλο, που είναι κυματοειδούς κατασκευής.

Καντήλια μικρά και μεγάλα, περίτεχνα και  ασημένια, που σίγουρα ήταν αφιερώσεις από εύπορους Χριστιανούς. Το μαρμάρινο, περίτεχνο δάπεδο άγνωστη προελεύσεως σε κάνει να αναρωτιέσαι πόσοι φτωχοί, πλούσιοι, άρχοντες, αυτοκράτορες και μοναχοί έχουν περπατήσει πάνω του.

Οι κολώνες είναι δυσανάλογα μεγάλες, που μοιάζουν να είναι από τοπική πέτρα. Μονόλιθοι τεραστίων διαστάσεων και ο τρούλος του καθολικού με μικρά παράθυρα, για να τονίζεται ο μυστα-

γωγικός χαρακτήρας που δημιουργεί το ημίφως. Κυριαρχεί ο Παντοκράτωρ που επιβλέπει από ψηλά το ποίμνιό του. Στο κέντρο του τρούλου προβάλλεται ένα επιβλητικό  πολύφωτο, στηριζόμενο στις τέσσερις κολώνες. Τα καντήλια είναι σβηστά. Μεταξύ των Προσκυνηματικών εικόνων διακρίνεται η “Παναγία της Φοβερής Προστασίας“ σε ιδιαίτερο παρεκκλήσι που κατασκευάσθηκε το 1733μ.Χ περίπου στα αριστερά της εισόδου από το καθολικό.

Η εικόνα είναι η μόνη που διασώθηκε από την μεγάλη  πυρκαγιά που κατέκαυσε το 1730μ.Χ το μετόχι της Μονής Κουτλουμουσίου της Αγίας  Παρασκευής στην Πυργού Μαλεβιζίου, σήμερα ανήκει διοικητικά στην ενορία Αγίου Μύρωνος νομού Ηρακλείου και από τότες ακοίμητος φρουρός του μοναστηριού της  Μονής Κουτλουμουσίου, που την συνδέει με την Κρήτη.

Οι μοναχοί πηγαινοέρχονται στον Ναό, φορούν το πέπλο με το ράσο. Κατάμαυρες  σκιές που περιπλανιούνται με τις θεόρατες γενειάδες τους.

Οι γενειοφόρες μορφές των  μοναχών ανακατεύονται με αυτές των Αγίων από τις τοιχογραφίες. Δύσκολα ξεχωρίζει κανείς τους Αγίους των τοιχογραφιών από τους Αγίους του σήμερα.

Η σκέψη ταξιδεύει νομίζοντας ότι βρίσκεσαι στον 12 ο ή 15 ο ή, στον 18 ο αιώνα.

Πάντως όχι στον 21ο μ.Χ.  Η ελληνική γλώσσα ακούγεται καθαρά στον Ναό. Καταλαβαίνεις τους ψάλτες γιατί διαβάζουν και ψέλνουν χαμηλόφωνα και καθαρά.

Ξαφνικά ακούσαμε την φωνή του  Αντώνη, καθώς εκτός από καλός ιατρός είναι και καλός ψάλτης στον Ναό του Αγίου  Ματθαίου Σιναϊτών στο Ηράκλειο. Η φωνή του προσπαθεί να προσαρμοστεί στο ισότονο  των Αγιορείτικων ψαλμωδών. Νομίζω ότι τα καταφέρνει πολύ καλά.

Ακούγεται το απολυτίκιο της “Φοβεράς Προστασίας“ της εικόνας της Παναγίας του Μοναστηριού. Μονή Κουτουλουμουσίου την Αγίαν Εικόνα Σου, φοβερά προστασία κεκτημένη  αγάλλεται ως δρόσος γαρ εκ ταύτης μυστικής, η χαρίζουσα προέρχεται σει και ευφροσύνη τας καρδιές και τας ψυχάς, παρθένε των βουνών. Συ δόξα την προστασία Σου αγνή, δόξα  τη αντιλήψει Σου, δόξα τη προς ημάς Σου προμήθεια άχραντε.

Ο Όρθρος τέλειωσε και ξεκινά η Θεία Λειτουργία και ο Μοναχός που εκτελεί χρέη ιερέα, μοναδικός με ιερατική αμφίεση στον Ναό, ξεχωρίζει από τους υπολοίπους μοναχούς λόγω του τρόπου που  ψάλλει και της ενδυμασίας του.

Ο ηγούμενος της Μονής, πατέρας Νικόλαος, με την τεράστια άσπρη γενειάδα του  και τη χαρακτηριστική του βροντερή φωνή ξεχωρίζει και στο ψαλτήρι είναι ο μόνος που στο στασίδι του έχει ως υποπόδιο ένα μικρό χαλί πορφυρού χρώματος. Καμία άλλη διαφορά δεν υπάρχει με τους υπόλοιπους μοναχούς.

Η Λειτουργία φτάνει στο τέλος της, μοιράζεται το αντίδωρο σε πολύ μικρά κομμάτια, με ψωμί παραγωγής από τους Καλόγερους της Μονής. Στον Νάρθηκα μαζευόμαστε σιγά σιγά. Σε έναν δίσκο έχουν ψωμί βουτηγμένο σε  κρασί και παίρνουμε ένα κομμάτι και πίνουμε Αγίασμα από την πέτρινη λεκάνη με  ποτήρια μεταλλικά, πολλαπλών χρήσεων.

Η ώρα είναι 6.30 πμ. Αφελέστατα ρωτάω τι  ώρα θα πάρουμε το πρωινό… για να πάρω την αποστομωτική απάντηση από τον πατέρα Νεκτάριο, “Ηρακλή, σύνελθε! εδώ δεν είναι ξενοδοχείο“.

Σε λίγο περνάει από μπροστά ο  Ηγούμενος με τη συνοδεία του, ακριβώς απέναντι βρίσκεται η επιβλητική αίθουσα που  κτίσθηκε το 1767 που θα προσφερθεί το φαγητό. Το φαγητό στις 7 το πρωί έχει τον ρόλο  του μεσημεριανού.

Η καμπάνα ηχεί αρκετά δυνατά, παράλληλα με το σήμαντρο . Ώρα για  φαγητό. Εισερχόμενοι στην τεράστια ψηλοτάβανη αίθουσα βλέπουμε πληθώρα τοιχογραφιών που παριστάνουν θέματα από την θρησκευτική ζωή της Παλαιάς και  της Καινής Διαθήκης.

Επικρατεί απόλυτη ησυχία. Ο ηγούμενος βρίσκεται μπροστά,  ακολουθούν οι μοναχοί και, τέλος, εμείς, οι επισκέπτες. Ακούγεται ξανά ο ήχος του  σήμαντρου. Ο ηγούμενος κάνει προσευχή και όλοι καθόμαστε στις θέσεις μας. Ένας  μοναχός στη μέση της αίθουσας διαβάζει τη ζωή και το όραμα ενός Αγίου που τον  αποκάλεσε Σαλός και, συγκεκριμένα, το όραμα που είδε η Παναγία να επιστρέφει στη Γη με τη συνοδεία Αγγέλων να ψάλουν ήχους από το Ευαγγέλιο.

Ο ηγούμενος παρεμβαίνει για δευτερόλεπτα εξηγώντας τι θέλει να πει ο συγγραφέας του κειμένου.

Όλοι εμείς  τρώμε και δεν ακούγεται η παραμικρή φωνή, παρά μόνο ο Γιώργος, που χαμηλόφωνα  παρατήρησε ότι δεν τρώνε και άσχημα εδώ. Ψωμί χωριάτικο, ζυμωτό, σούπα φιδέ,  σαλάτα με αγγούρι, ντομάτα, ελιές και φέτα (που ήταν πραγματικά νόστιμη), αυγό βραστό, κάστανα βραστά και κρασί κόκκινο. Ξαφνικά, ενώ ακόμα τρώμε, ακούγεται ο  ήχος του σήμαντρου και σηκωνόμαστε όλοι όρθιοι.

Ο Ηγούμενος ψάλλει κάτι πολύ  σύντομα. Ένας μοναχός κρατάει ψηλά έναν δίσκο που έχει ένα κομμάτι ψωμί, το περιφέρει στην αίθουσα μεταξύ μας και ο καθένας παίρνει ένα ψίχουλο. Δεν γνωρίζω τον  συμβολισμό του.

Ο ηγούμενος αποχωρεί συνοδευόμενος από τους μοναχούς και στη συνέχεια οι επισκέπτες. Στην έξοδο αριστερά, στην εξώπορτα, στέκεται ο ηγούμενος και  τρεις μοναχοί. Περνάμε ανάμεσά τους και στο τέλος αποχωρεί και ο ίδιος με τη συνοδεία  του.

Ο Βασίλης, ο οποίος γνώριζε καλύτερα το Άγιο Όρος, πρότεινε να πάμε στις Καρυές  για να προσκυνήσουμε- και όχι μόνο. Φτάνοντας στις Καρυές από τον χωματόδρομο  περνάμε μπροστά από ένα τεράστιο κελί, διώροφο, που στον εξώστη του κάθεται ένας  καλόγερος, καλημέρα, του λέω, για να εισπράξω την παρατήρηση ότι εδώ δε λένε  “καλημέρα’’, αλλά ‘’ευλογείτε γέροντα“.  Ζητάω συγγνώμη και του απευθύνω τα  ευλογείτε και προχωράμε.  Στην είσοδο στις Καρυές, η μυρωδιά του φουρνισμένου ψωμιού μας ερεθίζει. Δεν  κρατιόμαστε και μπαίνουμε στο κτήριο, το οποίο είναι ο φούρνος του Μοναστηριού.

Ο  φούρναρης, εκτός από ψωμί, είχε μόλις ξεφουρνίσει μπουγάτσες, τυρόπιτες, χορτόπιτες κ.ά. Αγοράζουμε όλοι από κάτι και ο Βασίλης Καφετζάκης μας λέει να τον ακολουθήσουμε. Φθάνουμε στην πλατεία που πουλάνε διάφορα. Μπαίνουμε σε ένα μικρό μαγαζάκι- καφενείο που κάνει και εσπρέσο και παραγγέλνουμε. Απολαμβάνουμε τις τυρόπιτες με τον εσπρέσο.

Είναι αλήθεια μοναδικό το να τρως μεσημεριανό στις 7 το πρωί και μετά πρωινό με εσπρέσο και, μάλιστα, στο Άγιο Όρος. Μπροστά στο καφενείο που καθόμαστε είναι ο Ναός του Άξιον Εστί.

Εντός του Ναού βρίσκεται η εικόνα του Άξιον Εστί. Μπαίνουμε στον Ναό για προσκύνημα.

Γράφουμε για μνημόνευση υπέρ Αναπαύσεως και υπέρ Υγείας, προσκυνάμε την εικόνα του Άξιον Εστί και πρέπει να βιαστούμε, διότι στις 9 πμ αναχωρεί το πούλμαν των 15  θέσεων για τη μονή των Ιβήρων. Περάσαμε μια βραδιά στο Άγιο Όρος που σίγουρα θα μας μείνει αξέχαστη. Οι εικόνες και οι στιγμές που ζήσαμε χαραγμένες βαθιά στην μνήμη  το μυαλό προσπαθεί να κατανοήσει το ακατάληπτο στον άχρονο χρόνο…

 

*Ο κ. Ηρακλής  Πυργιανάκης είναι αρχιτέκτονας μηχανικός