Με λιγότερο από έναν μήνα να απομένει πριν την προσέλευση των πολιτών στις κάλπες για να εκλέξουν τους τοπικούς άρχοντες, είναι νομίζω η κατάλληλη στιγμή να συζητήσουμε για τη νέα μεγάλη «εφεύρεση» που σκαρφίστηκε ο ΣΥΡΙΖΑ για τη μεταρρύθμιση, όπως υποστηρίζει, της τοπικής αυτοδιοίκησης .
Το νομοσχέδιο της κυβέρνησης που ονομάστηκε «Κλεισθένης 1», συνάντησε την έντονη αντίδραση της πλειοψηφίας των αυτοδιοικητικών σε όλη την Ελλάδα. Επίκεντρο της δριμείας κριτικής που άσκησαν ήταν η αλλαγή του εκλογικού συστήματος με την καθιέρωση της απλής αναλογικής. Η αλήθεια είναι πως δεν τους αδικώ.
Οι Δήμοι και οι Περιφέρειες αντιμετωπίζουν καθημερινά πληθώρα ζητημάτων όπως η υποχρηματοδότηση, η γραφειοκρατία, η έλλειψη προσωπικού και η διασταύρωση αρμοδιοτήτων. Μπορεί λοιπόν, το υπάρχον νομοσχέδιο να λύσει τα μεγάλα προβλήματα που ταλανίζουν την τοπική αυτοδιοίκηση; Η απάντηση είναι προφανώς «όχι», γιατί πολύ απλά αγνοεί όλα τα παραπάνω και επικεντρώνεται μόνο στον τρόπο λήψης των αποφάσεων.
Ο νέος εκλογικός νόμος καθιερώνει ένα δυαδικό σύστημα. Για την ανάδειξη των συμβουλίων εφαρμόζεται η απλή αναλογική, ενώ για την εκλογή του δημάρχου/περιφερειάρχη διατηρείται το προηγούμενο καθεστώς των δύο γύρων, εάν κανένας από τους υποψηφίους δεν είχε λάβει πάνω από το 50% στον πρώτο.
Το αποτέλεσμα της συγκεκριμένης επιλογής, μπορεί να γίνει εύκολα αντιληπτό. Ο δήμαρχος/περιφερειάρχης πλην ελαχίστων εξαιρέσεων, δεν θα έχει την απόλυτη πλειοψηφία του συμβουλίου. Θα αναγκάζεται έτσι, από τα πιο καθοριστικά ζητήματα όπως η ψήφιση του προϋπολογισμού μέχρι τα πιο ασήμαντα, να εκμαιεύει συγκυριακές πλειοψηφίες. Η ακυβερνησία και τα μικροπολιτικά παιχνίδια θα κατακλίσουν την τοπική αυτοδιοίκηση.
Φαίνεται πως η κυβέρνηση δεν έχει καταλάβει ότι τα Δημοτικά/Περιφερειακά Συμβούλια δεν είναι πολιτιστικοί σύλλογοι ούτε σωματεία. Είναι συλλογικά όργανα, με κρίσιμες αρμοδιότητες για την ρύθμιση των τοπικών υποθέσεων. Ο μεγάλος χαμένος της υπόθεσης λοιπόν, δεν θα είναι άλλος από τους ίδιους τους δημότες. Οι πολίτες ενώ θα έχουν επιλέξει έναν συνδυασμό για το πολιτικό του πρόγραμμα, στην πράξη αυτό δεν θα εφαρμόζεται ποτέ. Ενώ θα απαιτούν λύσεις για καθημερινά ζητήματα όπως η καθαριότητα και η στάθμευση, θα απευθύνονται σε ένα «ακρωτηριασμένο» δήμαρχο.
Επιπλέον, δεν θεσμοθετείται πλαφόν 3% για την είσοδο των σχημάτων στο Δημοτικό/Περιφερειακό Συμβούλιο, όπως ισχύει στις εθνικές εκλογές. Έτσι, δίνεται η δυνατότητα σε ακραίους σχηματισμούς, όχι μόνο να εισέλθουν αλλά και να αποκτήσουν στρατηγική θέση μέσα στα συμβούλια. Δεν είναι όμως η μη ύπαρξη πλαφόν η μοναδική διαφορά της απλής αναλογικής στην αυτοδιοίκηση από εκείνη που πιθανόν θα εφαρμοστεί στις μεθεπόμενες βουλευτικές εκλογές. Σε εθνικό επίπεδο, το Σύνταγμα προβλέπει τη δυνατότητα πρόωρων εκλογών. Δηλαδή όταν μια κυβέρνηση χάσει την πλειοψηφία του Κοινοβουλίου, μπορεί να προκηρύξει εκλογές ώστε η επόμενη Βουλή που θα προκύψει, με άλλους πλέον συσχετισμούς, να εκπληρώσει το νομοθετικό της έργο. Στην αυτοδιοίκηση όμως κάτι τέτοιο δε συμβαίνει.
Ο δήμαρχος/περιφερειάρχης ακόμη και εάν μειοψηφεί μέσα στο συμβούλιο είναι υποχρεωμένος να ολοκληρώσει τη θητεία του. Προκύπτει λοιπόν, μια κατάσταση «ομηρίας». Ο δήμαρχος/περιφερειάρχης έχει δύο δρόμους να ακολουθήσει. Είτε να αποδεχθεί τα εκβιαστικά αιτήματα των οργανωμένων μειοψηφιών είτε να αφήσει το Δημοτικό Συμβούλιο ανενεργό.
Στο νέο αυτό σκηνικό συνδιαλλαγής στη βάση μικροσυμφερόντων που πρόκειται να διαμορφωθεί έρχεται να προστεθεί άλλη μια τροποποίηση που μαρτυράει τις προθέσεις της κυβέρνησης. Οι αντιδήμαρχοι μπορούν πλέον να ορίζονται και από τις άλλες δημοτικές παρατάξεις. Αφαιρείται έτσι, από τον δήμαρχο η δυνατότητα να τοποθετεί σε αυτή τη θέση αποκλειστικά άτομα τις εμπιστοσύνης του. Οι αντιδημαρχίες θα δίνονται ως αντάλλαγμα στη παράταξη που θα πλειοδοτεί.
Γιατί όμως μια κυβέρνηση επιλέγει να οδηγήσει στο χάος και στην ακυβερνησία την τοπική αυτοδιοίκηση; Θα μπορούσε κάποιος να υποστηρίξει πως ο λόγος είναι ότι η απλή αναλογική αποτελεί μια πάγια θέση της Αριστεράς. Η κυβέρνηση όμως, δεν έχει δείξει τέτοια δείγματα ιδεολογικής συνέπειας. Το σίγουρο είναι πως αποσκοπεί να αποδυναμώσει τους δημάρχους/περιφερειάρχες, η πλειονότητα των οποίων ανήκει στο πολιτικό χώρο της ΝΔ και του ΠΑΣΟΚ.
Ταυτοχρόνως, ενισχύει το ρόλο των δικών της συνδυασμών, οι οποίοι παρά τα μικρά τους ποσοστά, θα μπορούν να επηρεάζουν την πολιτική ατζέντα. Εξάλλου, οι συνέπειες της ακυβερνησίας δεν θα πλήξουν τον ΣΥΡΙΖΑ αλλά την επόμενη κυβέρνηση. Όπως είπε ορθώς ο πρόεδρος της ΚΕΔΕ, Γ. Πατούλης: «Αφού δεν μπόρεσαν να ελέγξουν τους Δήμους, τους καταστρέφουν».
Η κυβέρνηση βέβαια, σε όλες αυτές τις κατηγορίες απαντάει πως με το παρόν νομοσχέδιο ενισχύει την κουλτούρα συνεργατικότητας εντός της τοπικής αυτοδιοίκησης. Αυτό όμως που δεν μας λέει είναι ποιος θα παίρνει τις κρίσιμες αποφάσεις για την καθημερινότητα των πολιτών και ποιος θα διαχειριστεί τυχόν τραγωδίες όπως οι φετινές στο Μάτι και στη Μάνδρα. Ο απαξιωμένος δήμαρχος/περιφερειάρχης, οι «φυτεμένοι» από την αντιπολίτευση αντιδήμαρχοι/αντιπεριφερειάρχες ή το κατακερματισμένο συμβούλιο;