Διαβάζοντας καθημερινά όλα τα ρεπορτάζ και άρθρα της “Π” σχετικά με αυτό το αποτρόπαιο και ειδεχθές έγκλημα της διακεκριμένης Αμερικανίδας βιολόγου Σούζαν Ίτον, που ανθρώπινος νους δεν το χωρά, ξεπηδούν και ταλανίζουν το μυαλό μου σκέψεις που θέτουν έντονους προβληματισμούς και δύσκολα, αναπάντητα ερωτήματα.

Κανείς δεν μπορεί να πιστέψει πώς γίνεται μια ολόκληρη τοπική κοινωνία, που όπως είναι γνωστό σε όλους μας, ειδικά σε αυτες τις μικρές κοινωνίες, όλα μαθαίνονται και μάλιστα με ρυθμούς γεωμετρικής προόδου, μιας και τίποτα δε μπορεί να κρυφτεί και να κουκουλωθεί, να μένει “βουβή” και “τυφλή”;

Πώς γίνεται, ρωτώ, ξεκινώντας πάντοτε από το οικείο οικογενειακό και φιλικό περιβάλλον του 27χρονου βιαστή και έπειτα ακολουθούν οι υπόλοιποι, όποιοι και αν είναι αυτοί, να μην είχαν αντιληφθεί και παρατηρήσει τόσα χρόνια καμία αλλόκοτη και περιέργη συμπεριφορά του ιδίου; Πώς γίνεται οι αστυνομικές Αρχές να μην είχαν κάνει μια εξονυχιστική έρευνα αναζήτησης αυτού του ανθρώπου με το άσπρο αυτοκίνητο, που κάποιες μέρες από φιλήσυχος κάτοικος της Κισσάμου, όπως τον χαρακτηρίζουν, μεταμορφωνόταν σε ένα “αδηφάγο τέρας”;

Ερωτήματα πολλά, απάντηση καμία! Έτσι και αλλιώς καμία απάντηση δεν μπορεί να απαλύνει και να δικαιώσει τις ψυχές των συγγενών και φίλων της αδικοχαμένης Σούζαν που από τη μια μέρα στην άλλη έχασαν το αγαπημένο τους πρόσωπο με αυτό το φρικτό τρόπο. Σίγουρα είναι δεκτή η συγγνώμη του ιερωμένου πατέρα του 27χρονου, αλλά είναι πολύ δύσκολο να μη δοθεί καμία ευθύνη σε όλους αυτούς, συμπεριλαμβανομένου βέβαια και της οικογένειάς του, που ενώ ίσως έβλέπαν και παρατηρούσαν καταστάσεις, έμεναν μουδιασμένοι και απαθείς.

Και ρωτώ κάτι τελευταίο: δε θα μπορούσε να είχε αποφευχθεί αυτό το βασανιστικό τέλος της άτυχης Σούζαν και όλες οι απόπειρες σεξουαλικής αποπλάνησης των άλλων γυναικών που είχε βάλει στόχο ο 27χρονος αν η κοινωνία ενωμένη ήταν εκεί όταν έπρεπε; Αλλά δυστυχώς έχουμε γαλουχηθεί να “κουκουλώνουμε και να σκεπάζουμε” τις σκοτεινές πτυχές του εαυτού μας και των άλλων, λέγοντας απροκάλυπτα τη γνωστή φράση: « Μα τι θα πει ο κόσμος, αν το μάθει;». Και έτσι ο κόσμος, φοβούμενος μην κλονιστεί η υστεροφημία του, δεν αλλάζει ποτέ, παραμένει στάσιμος, αγκυροβολημένος σε παγιωμένες και νοσηρές καταστάσεις που οδηγούν σε τέτοιου είδους φρικτά γεγονότα.

Ας ξυπνήσουμε λοιπόν, ας γίνουμε έστω και για μια στιγμή υπεύθυνοι και ευσυνείδητοι πολίτες, μα κυρίως Άνθρωποι, που παύουν να κρατούν ερμητικά κλειστά τα μάτια και τα αυτιά τους, βάζοντας ένα λιθαράκι, έστω και μικρό, στη δόμηση μιας κοινωνίας η οποία παλεύει να γίνει πιο ανθρώπινη…

 

* Η Μαρία Μαστοράκη είναι εκπαιδευτικός γενικής και ειδικής αγωγής