Ο όρος «προσωπικότητα», ψυχολογικά ερμηνευμένος και με τον απλούστερο τρόπο διατυπωμένος, σημαίνει το σύνολο των ψυχοσωματικών χαρακτηριστικών κάθε ανθρώπου, τα οποία τον προβάλλουν στο κοινωνικό γίγνεσθαι και τον κάνουν να ομοιάζει προς άλλους, αλλά και να διαφέρει  από αυτούς.

Τα γνωρίσματα αυτά είναι σωματικά και ψυχικά. Το σύνολο των πρώτων συγκροτεί τον «βιότυπο» και το σύνολο των δεύτερων τον «ψυχότυπο» κάθε ανθρώπου. Και οι δύο αυτοί τύποι συνυπάρχουν και χαρακτηρίζουν κάθε προσωπικότητα, καθιστώντας τη μοναδική και ανεπανάληπτη.

Μένοντας στον πιο δυσερμήνευτο τύπο, τον «ψυχότυπο», μπορούμε να πούμε ότι απαρτίζεται από χαρακτηρολογικά, γνωστικά, συναισθηματικά, βουλητικά και ηθικά στοιχεία, προερχόμενα από κληρονομικές και περιβαλλοντικές συνεισφορές. Αυτό σημαίνει ότι κάθε προσωπικότητα δεν πρέπει να θεωρείται ανεξάρτητη από τους δύο αυτούς παράγοντες. Όταν αυτό αγνοείται, διαπράττεται λάθος επιστημονικό πολύ μεγάλο και αθεράπευτο.

Η εξεταζόμενη εκλιπούσα προσωπικότητα του αειμνήστου, Δημητρίου Γιαννουλάκη διέθετε όλα αυτά τα αγαθά και μάλιστα σε μεγάλο βαθμό, όπως μπορούν να βεβαιώσουν όσοι τον γνώρισαν πολύ καλά. Σε αυτούς ανήκει και ο υπογράφων το σύντομο τούτο κείμενο. Άρα, όσα ακολουθούν είναι αυθεντικά, γνήσια και αντικειμενικά.

Ο αείμνηστος Δημήτριος ήταν ένας άνθρωπος με πλούσια προσωπικότητα, η ανάλυση των γνωρισμάτων της οποίας θα απαιτούσε χώρο πολύ, τον οποίο δεν διαθέτουμε. Θα μείνουμε μόνο σε ένα από αυτά, το οποίο θεωρούμε ικανό να υπερκαλύψει πολλές όψεις της υγιούς προσωπικότητας του εκλιπόντος. Πρόκειται για την ισχυρή ηθική βούληση που τον χαρακτήριζε. Με τη βοήθειά της, μπορούσε να λαμβάνει αποφάσεις και να τις εφαρμόζει πάντα μέσα σ΄ ένα πλαίσιο κοινωνικής δράσης.

Άνθρωπος ηθικός ο ίδιος, ενεργούσε πάντα με ειλικρίνεια, παρρησία και διάκριση, προσδίδοντας στην κοινωνική παρουσία του μια ιδιαίτερη ηθική βαρύτητα.

Ο Δημήτρης Γιαννουλάκης
Ο Δημήτρης Γιαννουλάκης

Ο μακαριστός Δημήτριος ήταν άνθρωπος ειλικρινής, δηλαδή ανυπόκριτος, ευθύς, φιλαλήθης. Μετέφερε στον λόγο του την αλήθεια, γιατί την αγαπούσε. Βεβαίωνε με τη δράση του αυτό που πράγματι ήταν. Η συμπεριφορά του ήταν η ίδια προς πάντας και πάντοτε.

Κάθε μορφή δράσης του ήταν καρπός ανυποκρισίας, αμεροληψίας, φιλαλήθειας, δικαιοσύνης, απλότητας και αυθεντικότητας. Γι’ αυτό μπορούσε κάθε συνεργαζόμενος με αυτόν να του έχει εμπιστοσύνη. Η κοινωνική του συμπεριφορά ήταν κρυστάλλινη, καθαρή, αμίαντη.

Ήταν ο άνθρωπος που πίστευε ότι, αν κρύψει την αλήθεια, θα αισθανθεί ντροπή και ηθική πτώση. Ποτέ δεν φόρεσε το προσωπείο της ανήθικης συμπεριφοράς. Αυτό τον ευχαριστούσε. Ομολογώντας και υποστηρίζοντας πάντα όσα γνώριζε, όπως πράγματι ήταν, μπορεί φαινομενικά να γινόταν αντιπαθής, αλλά κατά βάθος γινόταν περισσότερο συμπαθής και πρόσωπο αγάπης και εμπιστοσύνης.

Αυτήν την ειλικρινή δράση και συμπεριφορά του, μέσα σ΄ ένα κόσμο που ενίοτε του δημιουργούσε εμπόδια, δυσκολίες και πικρίες, χαρίτωνε μια άλλη μεγάλη αρετή, η παρρησία του. Ο εκλιπών υπήρξε καθ΄ όλο τον βίο του παρρησιακός άνθρωπος.

Γνώριζε ότι ειλικρίνεια που δεν συνοδεύεται από την παρρησία, δηλαδή το θάρρος, την αφοβία και την ελευθερία έκφρασης γνώμης, μπορεί να είναι μόνο μια φαινομενικά καλή συμπεριφορά. Γνώριζε ότι η παρρησία επιβεβαιώνει τη γνησιότητα κάθε ειλικρινούς δράσης.

Κι αυτό, γιατί η παρρησία είναι μια ελεύθερη μορφή λόγου και δράσης, μια ψυχική δύναμη που δεν περιορίζεται από όρους και πιθανότητες, από συμφέροντα και σκοπιμότητες. Ο φορέας της άνθρωπος δρα με τόλμη και θάρρος, παραγνωρίζοντας κάθε είδους εμπόδια που παρεμβάλλονται στους λόγους και στις πράξεις του.

Ο γνήσιος φορέας της, ο παρρησιακός άνθρωπος, όπως ήταν ο εκλιπών Δημήτριος, υπερασπίζεται την αλήθεια που εκείνος πιστεύει και υπηρετεί με όλες του τις δυνάμεις, παντού και πάντοτε, ακολουθών πιστά τη σωκρατική συμβουλή: οὗ ἄν τις ἑαυτὸν τάξῃ ἡγησάμενος βέλτιστον εἶναι ἢ ὑπ᾽ ἄρχοντος ταχθῇ, ἐνταῦθα δεῖ, ὡς ἐμοὶ δοκεῖ, μένοντα κινδυνεύειν, μηδὲν ὑπολογιζόμενον μήτε θάνατον μήτε ἄλλο μηδὲν πρὸ τοῦ αἰσχροῦ».

Τις δύο αυτές μεγάλες αρετές, ειλικρίνεια και παρρησία, που κοσμούσαν τη ζωή του μακαριστού Δημήτρη, καθιστούσε δυνάμεις ισχυρές, ωφέλιμες και ευεργετικές και μία άλλη σπουδαία αρετή του, η διάκριση, που ψυχολογικά ερμηνευμένη σημαίνει την εξατομικευμένη προσέγγιση κάθε ανθρώπου.

Βίωνε έντονα μια διακριτικότητα, δηλαδή ένα ευγενικό πλησίασμα όλων των ανθρώπων, ακόμη και εκείνων που τον απωθούσαν φανερά ή κρυφά. Όλοι  φίλοι· όλοι συνάνθρωποι· όλοι άξιοι υποστήριξης και ευεργεσίας. Οι αρνητικές διακρίσεις και προκαταλήψεις τον πλήγωναν. Πίστευε ότι χωρίς τη διάκριση κάθε άλλη αρετή μπορεί να μην είναι ωφέλιμη.

Πίστευε ότι η διάκριση δημιουργεί ισορροπία στη ζωή και ιδιαίτερα στις ανθρώπινες σχέσεις.  Πίστευε ότι η διάκριση είναι μεγίστη αρετή και, με αυτή οδηγό, ήθελε να πορεύεται στη ζωή του. Κανόνας απαράβατος στη ζωή του ήταν η πίστη του ότι στον κοινωνικό βίο πρέπει να διατηρείς τους φίλους σου και να προσπαθείς να κάνεις φίλους τους εχθρούς σου.

Πίστευε ότι εκείνος που σέβεται τον συνάνθρωπό του, την ελευθερία του και τις επιλογές του λειτουργεί διακριτικά. Βίωνε έτσι τη χριστιανική εντολή της διάκρισης, σύμφωνα με την οποία πρέπει να συμπεριφερόμαστε προς τον άλλο με τρόπο ευγενικό, με γνώση και επίγνωση των πνευματικών αναγκών του και με σεβασμό της προσωπικότητάς του.

Τώρα όλα αυτά είναι παρελθόντα, όχι όμως και απόντα, γιατί οι αναμνήσεις είναι η ζωή μας. Ο απών σήμερα από το κοινωνικό προσκήνιο Δημήτριος, θα είναι πάντα παρών στη σκέψη όλων όσοι τον γνώρισαν, προπάντων όμως της αφοσιωμένης συζύγου του και των προσφιλών παιδιών του που καλούνται να τον μιμηθούν και να συνεχίζουν τον ωραίο κοινωνικό δρόμο που εκείνος χάραξε, διεύρυνε και πότισε με τον τίμιο ιδρώτα του και με όλα τα αγαθά της προσωπικότητάς του. Η εντολή και ταυτόχρονα ευχή είναι σαφής:  «τὴν παρακαταθήκην φυλάξατε».

Κλείνοντας, παρακαλώ όσα προηγήθηκαν για την προσωπικότητα του μακαριστού Δημητρίου να θεωρηθούν και ως λόγος αποχαιρετιστήριος από τους συγχωριανούς του, τους κατοίκους του Καλού Χωριού Πεδιάδος, τους οποίους αγάπησε «ἐξ ὅλης ψυχῆς καὶ διανοίας» και βοήθησε, όταν οι συνθήκες το επέτρεπαν, χωρίς να βλάψει άλλους.

 

* Ο Γεώργιος Ε. Κρασανάκης είναι ομότιμος καθηγητής Ψυχολογίας Πανεπιστημίου Κρήτης