­-Πώς πάει η ζωή Κουμπάρε κρασογιάννη, είσαι ευτυχισμένος;

-Να σου πω σύντεκνε Κωνσταντή, μια είμαι, μια δεν είμαι.

-Πότε είσαι δηλαδή και πότε δεν είσαι;

-Ε, να σου πω. Όταν ας πούμε γυρίζω στο σπίτι και μου λέει η κερά μου: Εγύρισες αγάπη μου;

Τότε γεμίζει το σπίτι αγάπη κι ευτυχία! Αφού μου ‘ρχεται να κλείσω τα πορτοπαράθυρα για να κρατήξει όσο πιο πολύ ώρα μπορεί! Καμιά φορά από τις πολλές γιαγέρνει και πάνω και τση παίρνω ανθοδέσμες…

-Και συμβαίνει αυτό πολύ τακτικά;

-Ναι, ίσως και μια και δυο φορές το χρόνο!…

-Α, και πού θα τηνε βάζεις τοσηνά ευτυχία μπρε κουμπάρε!

-Παλιά ήμουνε πολύ πιο ευτυχής που μου ‘λεγε κάθε μέρα γλυκόλογα και τση ‘λεγα κι εγώ…

-Και δε μου λες, Κρασογιάννη, εκτάτησε αυτό πολύ καιρό.

-Όι πολύ καιρό, μέχρι την Κατοχή. Από κεια κι ύστερα εποκάμανε! Θέμε να τα λέμε, μα δεν μπορούμε.

-Αν ξέραμε κουμπάρε ότι τα δεύτερα χρόνια δεν θα ‘τανε όπως τα πρώτα γλυκοστάλαχτα οι περισσότεροι θα έμεναν απάντρευτοι!

Για πέσμου, τι άλλο σε κάνει ευτυχή κουμπάρε;

-Ε να, άμα περάσει ολόκληρη μια μέρα και δεν γκρινιάζει και δε με κατηγορήσει η κερά μου πάλι.

-Ε, αυτό κάθε πότε… τυχαίνει;

-Ε, όχι πολύ τακτικά μπορώ να πω. Η προτελευταία πρέπει να ‘τανε το 2010 και η τελευταία οψές. Αφού από την πολλή ευτυχία δεν μπορούσα όλη νύχτα να κοιμηθώ!…

Πόσο λίγα πράγματα κουμπάρε Κρασογιάννη χρειαζόμαστε για να νιώσομε την ευτυχία!

Ό,τι σου δείχνει μια λέξη, ένα χάδι μια στιγμή στοργικότητας, τρυφερότητας, αγάπης δεν σου δίνουν 30 ακίνητα… ασυγκίνητα, άψυχα, κι αμίλητα.

-Εμένα τα λες μπρε Κωνσταντή απού ‘χω τα ελέη του Θεού και ούτε… μιλούνε, ούτε λαλούνε, κι άμα ρωσταίνω κι άμα στενοχωριούμαι ούτε τα νοιάζει, ούτε συγκινιούνται και περιμένω μια λέξη από την κερά μου να παρηγοριούμαι!

-Έτσι είναι κουμπάρε μου. Μου είπες λοιπόν πότε είσαι ευτυχής, για πέσμου τώρα πότε δεν είσαι;

-Ε, άμα σου λέω πότε δεν είμαι, δα… βραδιαστούμε!

-Να σου πω μόνο δυο-τρία μα όχι για την κερά μου, γιατί τηνέ λυπούμε την καημένη, οντέ γαυγίζει πικραμένη…! Κι αν πικραίνομαι κι εγώ, μου ‘ρχεται να την δικαιολογώ. Γιατί φωνάζει και τσιρίζει με το παραμικρό και… πονάει στο λαιμό! Λέω τσης οντέ φωνιάζει να ‘χει πού και πού σταματημό, γιατί δα ρωστήσομε κι  δυό και θα πάμε στο γιατρό! Μα δεν είναι λέει εύκολο, ούτε ποθητό, είναι σαν το τσιγάρο και δεν μπορώ να κρατηθώ!

Μα είπες πότε δεν είμαι ευτυχισμένος. Λοιπόν εκτός σπιτιού. Από εξωτερικούς παράγοντες μόνο. Όταν πηγαίνω στην περιουσία μου, στα λιόφυτα μου και να βλέπω χιλιάδες πρόβατα στα δικά μου και σε όλους τους άλλους, να τα καταπατούνε και να τα ρημάζουνε ανελέητα και να μην μπορείς να κάνεις τίποτα, σαν να τα ‘χουνε κάνει κατοχή! Και όλοι οι αρμόδιοι αγρόν ηγόρασαν. Αυτή η αδιαφορία σε θυμώνει, σε εξοργίζει, σε αγαναχτεί.

Επίσης τα σκυλιά δεμένα, κακοποιημένα να γαυγίζουνε τα μεσημέρια, να μην σε αφήνουνε να κοιμηθείς! Τα αυτοκίνητα, τα μηχανάκια, φόβος και τρόμος καθημερινώς!

Να τρέχουνε του σκοτωμού ασυνείδητα και αδιόρθωτα άτομα, μέσα στα στενά και στα πλατιά δρομάκια στα χωριά, με παιδιά μικρά στους δρόμους, με ποδηλατάκι και χωρίς. Να παίζουνε ξένοιαστα, σαν να ‘ταν παιδική χαρά ποτέ κανένας έλεγχος! Έλεος…. έλεος!

Μόνο από θαύμα έχουνε γλιτώσει πολλές φορές!

Επίσης με ενοχλούνε αυτοί που κάνουνε τους ξύπνιους και δεν ξέρουνε να πούνε ούτε μια… έξυπνη βλακεία…

Και οι παινεσάρηδες, οι εγωιστές, οι βάρβαροι, οι μίζεροι.

-Ε, αυτοί, Κρασογιάννη μου, σε ποιον αρέσουνε;…