Ξαναζώ τις μοναδικές σκέψεις και συναισθήματα που έζησα με την επίσκεψή μου στο έργο και τα επαναδημοσιεύω ως ελάχιστο φόρο τιμής.
Λυχνοστάτης. Ένα όνομα παλιό, πεταμένο στα αζήτητα. Μια έννοια ξεχασμένη, χαμένη στη δίνη της εξέλιξης. Την ανασύρει στην επιφάνεια ο δημιουργός από πολύ βαθιά και της φορτώνει ένα έργο ζωής. Της δίνει τη φωνή της παράδοσης. Μια κραυγή που πρέπει να ακούγεται πάντα.
Δεν υπήρχε καταλληλότερη λέξη για να εκφράσει το βαθύ νόημα του έργου. Δεν θα το ονομάσω Μουσείο. Το αισθάνθηκα ως μία πρωτότυπη ποιητική έκφραση της φύσης και της παράδοσης. Της πείρας και της σοφίας ενός λαού.
Όλο αυτό το έργο είναι το απαύγασμα μιας σκέψης και μιας βούλησης ατομικής ενός φωτισμένου ανθρώπου που στάθηκε αντιμέτωπος με τα μεγάλα προβλήματα της ζωής. Πάλεψε επιτυχώς μαζί τους και τώρα μπορεί να μεταδίδει με το ίδιο πάθος την εμπειρία από την πορεία μιας ζωής δικαιωμένης. Συλλαμβάνει ένα πρωτότυπο τρόπο να μας παγιδέψει και να μας κατευθύνει στη σοφία της φύσης, της επιστήμης, της παράδοσης.
Δεν ενθουσιάζεται από τον σύγχρονο πολιτισμό παρόλο που τον γνωρίζει. Πιάνει από την αρχή το κουβάρι. Ψάχνει στην παράδοση και βρίσκει έναν πρωτόγονο μέσο φωτισμού, τον λύχνο που τον χρειάζεται. Τον ανάβει και τον κρεμά στη θέση του, στον λυχνοστάτη.
Κάτω από το γλυκό φως του λύχνου, δηλαδή της παράδοσης, ανοίγει διάπλατα το βιβλίο της φύσης. Εδώ στο απέραντο αυτό βιβλίο θα βρεις κάθε λεπτομέρεια αρκεί να ξέρεις να το ρωτάς και να αποκωδικοποιείς τη γλώσσα του. Αυτό εξάλλου λέγεται επιστήμη. Η αποκωδικοποίηση των νόμων της φύσης. Η πρακτική χρήση τους, τεχνολογία.
Τάξη, ρυθμό, αρμονία, γνώση, επιστήμη, τέχνη, αρετή, θεό. Όλα συνθέτουν ένα πανάκριβο κόσμημα [κόσμος] που η θέασή του φέρνει την κάθαρση κατά τους Πυθαγόρειους φιλόσοφους. Δεν χρειάζεται την επώνυμη αλήθεια, την ακαδημαϊκή, αν και καθηγητής Πανεπιστημίου. Αναζητά μέσα στην παράδοση την απρόσωπη αλήθεια που προσδιορίζεται αντικειμενικά με κριτήρια παραδεχτά από όλους.
Χρησιμοποιεί κατά κόρον την ανώνυμη λαϊκή σοφία. Και συγκεκριμένα τη φωνή και τη γλώσσα της Κρήτης που [με μαντινάδες τραγουδά, με μαντινάδες κλαίει, φιλοσοφεί, αυτοσαρκάζεται, ερωτεύεται, διασκεδάζει,πονεί]. Δυο φωνές λοιπόν βγαίνουν μέσα από το χώρο έντονα. Της φύσης και της Κρήτης για να μας πουν πόσο απλή, φτηνή και όμορφη είναι η ζωή και πόσο δύσκολη, ακριβή και άσχημη την κάναμε. Απομακρυνθήκαμε από τον παράδεισο, τη φυσική ζωή, και κολλήσαμε στην κόλαση των μεγαλουπόλεων.
Στο μαγικό όχημα του κόσμου, ελάχιστο μόριο, σε προνομιούχο θέση, μας έχει τοποθετήσει ο Δημιουργός. Παραβήκαμε την εντολή του και από τότε αγωνιζόμαστε να Τον φθάσομε. Ξεπεράσαμε τα γήινα όρια της ύπαρξής μας και χαθήκαμε στο κενό. Τα ίδια λόγια του ποιητή ακούω [Άνθρωπε αν δεν έγινες θεός, άνθρωπος πια δεν είσαι].