Όσα διημείφθησαν τις τελευταίες μέρες σχετικά με την Μονή της Αγίας Αικατερίνης στο Σινά, προκαλούν ξανά λύπη και θλίψη. Αποτελούν μια ακόμα σελίδα στο εφιαλτικό βιβλίο που περιλαμβάνει, μεταξύ των άλλων, την μετατροπή της Αγίας Σοφίας σε τζαμί και στη συνέχεια εκείνα τα γεγονότα στη Μονή της Χώρας.
Για την ώρα, έχουμε μείνει και επαναπαυτεί στη θετική δήλωση του Αιγύπτιου προέδρου Σίσι, ότι η συγκεκριμένη δομή θα διατηρήσει τον προηγούμενο χαρακτήρα της, ως αποτέλεσμα αναμφίβολα της αφόρητης πίεσης από τις αρμόδιες υπηρεσίες μας.
Όμως, για να πάμε λίγο μακρύτερα, ουδείς μπορεί να μας εγγυηθεί ότι σε περίπτωση αλλαγής του καθεστώτος, η κατάσταση θα συνεχίσει να παραμένει ως έχει για τις ελληνο-αιγυπτιακές σχέσεις και για την χριστιανική μονή που αναφερόμαστε, ενός θρησκευτικού μνημείου παγκόσμιας πολιτιστικής κληρονομιάς.
Όμως, όλα αυτά εξελίσσονται στη σκιά της ανήμπορης ελληνικής διπλωματίας να διαγνώσει και να προλάβει τη βαριά μπόρα και τις δυσμενείς εξελίξεις που έρχονταν στο συγκεκριμένο ζήτημα και να προστατεύσει φυσικά και τα ελληνικά συμφέροντα.
Κι όλα αυτά, ενώ -πριν από λίγες μόνο εβδομάδες- ο πρόεδρος της Αιγύπτου βρισκόταν στην Αθήνα και έγιναν κάποιες σχετικές δηλώσεις επ’ αυτού. Τούτο σηματοδοτεί ξεκάθαρα ότι, ή η Κυβέρνηση περί άλλων τύρβαζε, ή δεν κατάλαβε, ή δεν έδωσε στη δημοσιότητα όσα συζητήθηκαν εκεί, ή όλα ήταν προσυνεννοημένα, σύμφωνα με πρόσφατη δημοσίευση ιταλικής εφημερίδας!
Όλες οι πιθανές περιπτώσεις, φυσικά, την αφήνουν στα μάτια μας έκθετη ποικιλοτρόπως, γιατί το θέμα της Μονής του Σινά βρίσκεται στην πρώτη γραμμή των ενδιαφερόντων του ελληνισμού και δεν θα μπορούσε επ’ ουδενί να περάσει έτσι.
Ωστόσο, προστίθεται και αυτό σε μια σειρά άλλων δυσμενών για τη χώρα συμβαμάτων, τα οποία είδαν το φως της δημοσιότητας γύρω στη γειτονιά και τα σύνορα της χώρας μας. Στα Βαλκάνια και στην Ανατολική Μεσόγειο.
Γιατί είναι ηλίου φαεινότερο ότι η πολιτική μας αδυνατεί να προστατεύσει στοιχειωδώς ζωτικής φύσεως ζητήματα του ελληνισμού και της ορθόδοξης χριστιανικής κληρονομιάς μας.
Οι πολίτες ουδόλως γνωρίζουν πώς ασκείται η εξωτερική πολιτική μας, ποιος την ασκεί, ποιος βρίσκεται στο απυρόβλητο, οι βουλευτές της συμπολίτευσης σιωπούν μπροστά σε όλα αυτά, αδύναμοι να αρθρώσουν έστω και ένα προβληματισμό, και η όλη αντιπολίτευση καταγίνεται σε παλιές ιστορίες και σύγχρονες προστριβές, για τα οποία ουδείς δεικνύει το παραμικρό ενδιαφέρον.
Μπροστά σε όλα αυτά τα γεγονότα, τώρα που κατά κάποιο τρόπο κάθισε ο κουρνιαχτός της δυσμενούς επικαιρότητας, είμαστε σε θέση για ακόμη μια φορά να δούμε ξεκάθαρα την ωμή πραγματικότητα χωρίς φίλτρα και ωραιοποιήσεις.
Η εξωτερική πολιτική της χώρας μας είναι δυστυχώς παντελώς αναξιόπιστη, σε φίλους και εχθρούς. Δεν ωφελεί πλέον η σιωπή μας επ’ αυτού. Οι ταπεινώσεις και η ανυποληψία της χώρας μας έρχονται η μια μετά την άλλη, πανταχόθεν, χωρίς να διαφαίνεται στον ορίζοντα κάποια δύναμη ικανή να τις συγκρατήσει.
Από πού να αρχίσει κανείς και πού μπορεί να τελειώσει; Ο τρόπος με τον οποίο θα μπορούσε να τροποποιηθεί η όλη κατάσταση είναι ένα ερώτημα που θα έπρεπε να απασχολεί ειδικά την αντιπολίτευση με τον δέοντα σεβασμό στα δίκαια του έθνους. Γύρω μας, γεωγραφικά, τις τελευταίες δεκαετίες έλαβαν χώρα και συνεχίζουν να συντελούνται κοσμοϊστορικά γεγονότα και η Ελλάδα είναι εκκωφαντικά απούσα.
Οι καινούργιες χώρες που δημιουργήθηκαν καθώς και οι παλιότερες που άλλαξαν πολιτικές κατευθύνσεις, έθεσαν ως άμεση προτεραιότητα την διαφύλαξη των ιερών και οσίων των κρατών τους και των εθνικών τους συμφερόντων, τοποθετώντας σε δεύτερη μοίρα όσα τους χώριζαν, θέτοντας κόκκινες γραμμές στα πιστεύω τους και με μηδαμινό ίχνος υποχώρησης έναντι οιουδήποτε.
Αντίθετα, στο εσωτερικό της χώρας ακούμε σε συνεχή βάση για την επιθυμητή επίτευξη ειρήνης, για διακοπή των πτήσεων πάνω από το Αιγαίο και όλα τα συναφή, με τα οποία μας «χρυσώνουν» συνεχόμενα το χάπι της δικής τους ανικανότητας.
Πόσο ευτυχής μπορεί να αισθάνεται ο σημερινός πολίτης της χώρας μετά από τις εξελίξεις στο ζήτημα της Βόρειας Μακεδονίας, λοιπόν και την εμφανή και πλήρη απαξίωση από εκείνους της αποκαλούμενης Συμφωνίας των Πρεσπών;
Τι μπορούμε πια να ελπίζουμε ως έθνος μετά από όσα έγιναν τα τελευταία χρόνια, ειδικά στην νότια Αλβανία, έστω τη Βόρεια Ήπειρο, με την υπόθεση του Φρέντη Μπελέρη, με τις περιουσίες των Ελλήνων οι οποίες συνεχίζουν να φυλλορροούν από τα χέρια τους και να οδεύουν, όπως οι ίδιοι οι Αλβανοί στη χώρα μας ανοιχτά παραδέχονται, στα χέρια ημετέρων του καθεστώτος;
Τι έκανε η ελληνική Κυβέρνηση μπροστά σε όλα αυτά τα δραματικά που εξελίσσονται, και μάλιστα από μια χώρα που επιθυμεί να ενταχθεί στην Ε.Ε.; Τι διαδραματίζεται ακόμα στο Αιγαίο, την νοτιοανατολική Μεσόγειο, στους κόλπους της Ευρωπαϊκής Ένωσης, με όλες εκείνες τις εθνικά επιζήμιες συμπεριφορές και αδυναμίες της νυν Κυβέρνησης που τόσο ντροπιάζουν τη χώρα μας;
Ως πού ακριβώς θα φτάσει ή σωστότερα θα σταματήσει ο συνεχής κατήφορος της χώρας; Και για να επανέλθουμε στη χώρα του Φαραώ, τι μέλλει γενέσθαι άραγε όταν έρθει στην εξουσία η μουσουλμανική αδελφότητα η οποία βρίσκεται στο ίδιο μήκος κύματος με την διπλανή μας Τουρκία;
Και το ακόμα χειρότερο: πού πήγε, άραγε, η δική μας καταφανής υποχώρηση σε θαλάσσιες ζώνες στις συμφωνίες που υπογράψαμε από κοινού με την Αίγυπτο προ καιρού;
Αναπάντητα ερωτήματα τα οποία, δυστυχώς, θα παραμείνουν έτσι! Είμαστε ενώπιον κατάρρευσης κάθε έννοιας εξωτερικής πολιτικής και απλώς παρακολουθούμε ανήμποροι τις εξελίξεις που χαράσσουν άλλοι για λογαριασμό μας!
Οδυνηρή εξέλιξη αναμφίβολα για τον τόπο, από μια Κυβέρνηση η οποία αδυνατεί να προασπίσει εθνικά συμφέροντα! Η οποία θα συνεχίσει πάλι να μας εκστομίζει τηλεοπτικά για το μεγάλο της επίτευγμα στον προσωπικό μας αριθμό, ανάμεσα σε πολλά άλλα παρεμφερή!
Ο Γεώργιος Νικ. Σχορετσανίτης είναι τέως διευθυντής Χειρουργικής και συγγραφέας