Η μάχη των εκλογών του Ιουνίου είναι φύσει αδύνατον να διεξαχθεί στο μέτωπο δεξιά-αντιδεξιά.

Το πεδίο θα είναι ανάμεσα στα μη δεξιά κόμματα και το επίδικο ποιο θα επικρατήσει για να αντιπολιτευθεί αποτελεσματικότερα την, καθεστωτική και γι αυτό επικίνδυνη για τους θεσμούς, δεξιά του Μητσοτάκη και να διεκδικήσει σε επόμενη ευνοϊκότερη συνθήκη, (την οποία το ίδιο θα συνδιαμορφώσει), την κυβερνητική εξουσία.

Προσωπικά  προσβλέπω σε ένα κόμμα που θα εκφράσει και θα  ενοποιήσει δύο υπαρκτές και διακριτές κατηγορίες ενεργών πολιτών.

Τους παλιούς «αριστερούς», νυν πραγματικά ριζοσπάστες, που αμφισβήτησαν ιδεολογικά και απέρριψαν το κομμουνιστικό μοντέλο και τους κεντροαριστερούς, που ήταν αμέτοχοι της πασοκικής νομενκλατούρας, τόσο του διεφθαρμένου τμήματος όσο και της συμβιβασμένης με τη δεξιά εκσυγχρονιστικής περιόδου.

Τέτοιο κόμμα δεν κατάφερε να γίνει ο ΣΥΡΙΖΑ αλλά και δεν μπορούσε ούτε μπορεί να γίνει το ΠΑΣΟΚ-ΚΙΝΑΛ. Για τα αίτια, είναι προφανές ότι δεν είναι η κατάλληλη ώρα.

Εκτιμώ ότι δεν υπάρχει το περιθώριο, μέχρι τις εκλογές του Ιουνίου, να αλλάξουν οι απόψεις και τα χαρακτηριστικά αυτών των κομμάτων, ώστε να κριθεί οριστικά η μεταξύ τους αντιπαλότητα. Ο λόγος τους όμως και ο τρόπος που θα απευθυνθούν στο κοινό τους ακροατήριο θα σημαδέψει τη μετεκλογική τους πορεία.

Εάν ο Ανδρουλάκης επιμείνει στο «δεν θα συνεργαστώ ποτέ με τη ΝΔ» ή θα στείλει στην κάλπη του Μητσοτάκη το σημαντικό μέρος των στελεχών και ψηφοφόρων του, που διακαώς το επιθυμεί ή, σίγουρο ότι θα κερδίσει η δεξιά, θα διεκδικήσει να ρυμουλκήσει αργότερα όλο το κόμμα προς τα εκεί.

Από την άλλη, εάν ο ΣΥΡΙΖΑ,  συνεχίσει να αποδίδει κυρίως στους ψηφοφόρους την ευθύνη για το 40+% της δεξιάς, (με το χυδαίο ΤΨΡΜ),  τα στελέχη που θα σηκώσουν το βάρος της προεκλογικής καμπάνιας του, δεν εμβαθύνουν την αυτοκριτική και δεν δώσουν ελπίδα για το αύριο στον προοδευτικό κόσμο, θα δουν απώλειες και από αριστερά και από δεξιά τους.

Αυτονόητο το κεντρικό βάρος των πρωτοβουλιών του Τσίπρα, στα στενά περιθώρια των 4 εβδομάδων, δεδομένου ότι πέρα και πάνω από το κόμμα παίζει και το προσωπικό του πολιτικό μέλλον.

Εξακολουθώ να πιστεύω ότι παραμένει ο καταλληλότερος να εμπνεύσει ξανά τον κόσμο της «κυβερνώσας αριστεράς», όπως τον περιέγραψα παραπάνω, που προσπαθεί μέσα από μια ήττα, που έρχεται από παλιά, να δει τη μεγάλη πανευρωπαϊκή και παγκόσμια εικόνα, να βγάλει τα σωστά συμπεράσματα και να επαναπροσδιορίσει τους στόχους και τους τρόπους του αγώνα του κατά του νικητή μεν, σε όλα τα πεδία, (ιδεολογία, πολιτισμός, αισθητική), αλλά απάνθρωπου παγκοσμιοποιημένου καπιταλισμού.