Ο μεγάλος Κρητικός στοχαστής Ν. Καζαντζάκης γράφει: «Ευθύς ως γεννηθούμε αρχίζει η προσπάθεια να δημιουργήσουμε να κάνουμε την ύλη ζωή. Κάθε στιγμή γεννιόμαστε. Γι αυτό πολλοί διαλάλησαν. Σκοπός της εφήμερης ζωής είναι η αθανασία».

Από μια άλλη οπτική, από τη στιγμή, που στρέφουμε τη πλάτη στο θάνατο, που επιβάλλει η σιωπή μας με την αυτοκρατορία του τίποτα και βαδίζουμε προς τη ζωή, ξανασωπαίνουμε αυτή τη φορά από θαυμασμό προς την ανεξάντλητη ποικιλία της ύπαρξης. Ο θάνατος είναι ίσως ένα μυστήριο, αλλά και η ζωή είναι ένα μυστήριο και μάλιστα μεγαλύτερο.

Μπροστά στα μάτια των ζωντανών ανοίγεται το εκπληκτικό θέαμα της ζωής. Όμως η ανθρώπινη φύση είναι απροσδιόριστη. Γιατί κάθε ορισμός αποτελεί μια πράξη, που δεν συμβιβάζεται με την ανθρώπινη πραγματικότητα. Το μόνο, που μπορούμε να αισθανθούμε απέναντι σ ένα μυστήριο, που αντιπροσωπεύει αυτό που είμαστε και ταυτόχρονα ξεπερνά τις ικανότητες της αντίληψης μας είναι το δέος.

Χωρίς να παραβιάσουμε αυτό το μυστήριο μπορούμε ίσως να καταλάβουμε καλύτερα την υποχρέωσή μας για τη διάσωση του είδους, αν τη δούμε απλά σαν μια νέα μορφή σχέσης ανάμεσα στα ανθρώπινα όντα. Επειδή η θέληση να σώσουμε το είδος ερμηνεύεται καλύτερα με τη θέληση να αφήσουμε τους άλλους ανθρώπους να ζήσουν παρά να σώσουμε μόνο τον ίδιο μας τον εαυτό αποτελεί μια μορφή σεβασμού προς τους άλλους ή καλύτερα μια μορφή αγάπης.

Προσωπικά πιστεύω ότι η αγάπη αυτή μοιάζει με εκείνη, που καλλιεργούν οι γονείς απέναντι στα παιδιά τους, που από τη στιγμή, που αποφασίζουν να καταφέρουν στον κόσμο ξέρουν τι μπορούν να ελπίζουν για τη ζωή. Ξέρουν για παράδειγμα πως μόλις γεννηθεί ένα παιδί, μαζί του ξαναγεννιέται και ένας ολόκληρος κόσμος όπως συμβαίνει με την ανατολή του ηλίου, εφόσον ο ανθρώπινος κόσμος υπάρχει μέσα στο νου, την καρδιά και το πνεύμα του κάθε ανθρώπου.

Αν το ιδανικό της σχέσης ανάμεσα στους ζωντανούς είναι η αδελφική αγάπη, τότε το ιδανικό της σχέσης ανάμεσα στους ζωντανούς και τους αγέννητους θα πρέπει να είναι η αγάπη των γονιών προς τα παιδιά.

Η παγκόσμια αδελφική αγάπη, επιδιώκοντας τη διαφύλαξη της υφιστάμενης ζωής, εμπεριέχει την αλληλεγγύη και βρίσκει την ιδανικότερη έκφραση στην ηθική εντολή “ου φονεύσεις”. Κατά συνέπεια στην απόλυτη καταδίκη του πολέμου πάνω στον πλανήτη μας. Η αγάπη των γονιών προς τα παιδιά, επιδιώκοντας να φέρει νέες ζωές στον κόσμο, θα πρέπει να εμπεριέχει τη δημιουργική γενναιοδωρία του έρωτα, γι αυτό και προσφέρεται χωρίς όρους.

Δεν εξαρτάται από τη μια ή την άλλη αρετή του αγαπημένου προσώπου. Επιδιώκει μόνο την ύπαρξή του. Αλλά και  κάθε άλλη μορφή αγάπης αν είναι αρκετά βαθιά, έχει ακριβώς το ίδιο χαρακτηριστικό. Η αγάπη δεν κρατά λογαριασμούς και επίσης δεν είναι αγάπη όταν μεταβάλλεται. Μοιάζει σαν ένα περίσσευμα, που ξεπερνάει την κάλυψη των αναγκών κάθε γενιάς και διογκώνεται ασταμάτητα επιτρέποντας σε όλες τις γενιές να παίρνουν μέρος στη ζωή της ανθρωπότητας, που υπερβαίνει την ατομική ζωή και δεν επηρεάζεται από τον ατομικό θάνατο.

Γι αυτό ο πόλεμος είναι ένας δεύτερος θάνατος, που εξοντώνει τη ζωή. Εφόσον οι μελλοντικές γενιές θα κάνουν σφάλματα και θα υποφέρουν από αυτά, ένα δείγμα της αγάπης μας προς αυτές είναι να καταπολεμήσουμε τον πόλεμο.

Το να επιλέξει κανείς τις χαρές της ζωής με όλα τα βάσανα, τους πόνους και τις θλίψεις που συνεπάγεται, δεν είναι εύκολο, αλλά ούτε και παράλογο. Η επικύρωση της απόφασης βρίσκεται τόσο στη μορφή της αγάπης των γονιών προς τα παιδιά, όσο και στο πλαίσιό της θρησκευτικής πίστης, ΄πως μας βεβαιώνει το παράδειγμα του Ιώβ. Μετά τον προσηλυτισμό του στο Χριστιανισμό ο Αυγουστίνος έγραψε: “Δεν επιθυμώ πλέον τα καλύτερα πράγματα γιατί υιοθέτησα τη σκέψη, πως ενώ πράγματι τα ανώτερα πράγματα είναι καλύτερα από τα καλύτερα, όλα μαζί τα πράγματα εξαιτίας του γεγονότος ότι υπάρχουν είναι καλά”. Ένας Ιάπωνας βουδιστής μοναχός εξέφρασε την ίδια έννοια με απλούστερο τρόπο “Κάθε μέρα είναι μια καλή μέρα”.

Βασική αρχή στο πλαίσιο της νέας εποχής για την ανθρωπότητα, θα πρέπει να είναι ο σεβασμός προς τα ανθρώπινα όντα γεννημένα ή αγέννητα, θεμελιωμένη στη κοινή μας αγάπη για τη ζωή και στο κοινό μας φόβο απέναντι στις  καταστροφικές τάσεις και δυνάμεις.

Ο σεβασμός, αυτός θα εκπορεύεται από την ευγνωμοσύνη κάθε γενιάς προς τις προηγούμενες που της επέτρεψαν να υπάρξει. Κάθε γενιά ζωντανών πρέπει να δει τον εαυτό της σαν αντιπροσωπεία, που επιλέχθηκε από τη γενική συνέλευση όλων των νεκρών και όλων των αγέννητων για να τους εκπροσωπήσει στη ζωή με σεβασμό προς τη δημιουργία. Και τότε μόνο τα πράγματα ξαναγίνονται όπως ήταν που σημαίνει ότι επανέρχονται στο ‘αρχαίον κάλλος” όπου υπεράνθρωπες δυνάμεις πραγματοποιούν το θαύμα και τα ανθρώπινα όντα χαίρονται τους καρπούς.

* Η Ειρήνη Κουτσαντωνάκη είναι μαθηματικός