Ψάχνοντας στο διαδίκτυο, συναντά κανείς πράγματα ενδιαφέροντα… Σύμφωνα με τις στατιστικές, αυτοί από εμάς που ήμασταν παιδιά τις δεκαετίες του 40, 50, 60, πιθανώς, δεν θα έπρεπε να είχαμε επιζήσει. Οι παιδικές αρρώστιες έκαναν θραύση.

Κάθε τόσο κι ένας φίλος ή συμμαθητής πάθαινε ιλαρά, κοκίτη, μαγουλάδες, ανεμοβλογιά κι έλειπε για μέρες, από το σχολείο…

Δεν υπήρχαν καπάκια ασφαλείας στα μπουκάλια με τα φάρμακα, ούτε καπάκια ασφαλείας στις πρίζες του δωματίου, εκείνες τις φτιαγμένες από βακελίτη… Το χειμώνα… σóμπες με ξύλα ή το μαγκάλι με κάρβουνο και πυρήνα, ή με σόμπες πετρελαίου. Που καλοριφέρ τότε… Το (σταθερό, φυσικά) τηλέφωνο στα σπίτια ήταν σπάνιο. Δεν υπήρχαν γραμμές του ΟΤΕ στη γειτονιά.

Υπήρχε και ο θάλαμος του ΟΤΕ, με κερματοδέκτη, με εκείνες τις μάρκες τις χαραγμένες, ή το περίπτερο της γειτονιάς (συντομεύετε, παρακαλώ)… Για τα υπεραστικά, επίσκεψη στο μέγαρο του ΟΤΕ, συμπλήρωση της φόρμας, αναμονή και η πολυπόθητη αναγγελία: Ο κύριος … (τάδε) να περάσει στο θάλαμο Νο 5…

Στο περίπτερο, κρεμασμένα με μανταλάκια τα περιοδικά μας, ο Μικρός Ήρως κι ο Ταρζάν – Γκαούρ, ο Υπεράνθρωπος, κι ακόμα το Ρομάντζο, το Πάνθεον, το Ντομινό, η Βεντέττα, το Πρώτο… για να μην φτάσουμε στο «περιθωριακό» Χτυποκάρδι, για τους πιο μεγάλους…

Άγνωστα τα γαριδάκια, οι πατάτες τσιπς και τα συναφή. Υπήρχαν η σοκολάτα «ΙΟΝ» αμυγδάλου ή γάλακτος, οι πρώτες γκοφρέτες ΜΕΛΟ, το γλυφιτζούρι κοκοράκι, το μαλλί της γριάς στα πρόχειρα λούνα παρκ, οι καραμέλες γάλακτος, τυλιγμένες στο χρυσόχαρτο, το αυθεντικό παστέλι, και το κάτασπρο μαντολάτο. Ακόμα, το καλαμπόκι και τα κάστανα …

Χάθηκαν τα αυθεντικά σουβλάκια με τα ντονέρ, την ξεροψημένη πίτα και το κοκκινοπίπερο. Τα αστικά λεωφορεία Σκάνια Βάμπις, Σκόντα, Βόλβο, Σέτρα κι αργότερα Βritish Leyland, είχαν τη μηχανή μέσα και ήταν συνήθως καλυμμένη με μπλε δερμάτινα καπιτονέ καλύμματα. Βόγκαγαν κάθε φορά που ο οδηγός άλλαζε ταχύτητα.

Καμιά φορά είχε και μια θέση μπροστά δεξιά, δίπλα στη μηχανή, που ήταν η καλύτερή μας … Υπήρχε και ο εισπράκτορας, (με εκείνες τις κερματοθήκες που έβαζε τα κέρματα και που τώρα τελευταία ξανάγιναν της μόδας), στριμωγμένος δίπλα στην πίσω πόρτα με ένα πρωτόγονο μικρόφωνο κι έλεγε τις στάσεις ή φώναζε «τέρμα τα μία και είκοσι»…

Τα πελώρια αμερικάνικα ταξί, που άραζαν στις πιάτσες. Και στην Αθήνα, οι πειρατές, ΙΧδες, που με «ένα διφραγκάκι Σύνταγμα», τους έκοβαν το μεροκάματο… και τα υπεραστικά λεωφορεία με τα σκαμνάκια στο διάδρομο, για να μπορεί να πάρει πιο πολύ κόσμο! Ποιος να είχε τότε Ι.Χ… Οι λίγοι τυχεροί αγόραζαν VW σκαραβαίους, ή μεταχειρισμένα Consoul Cortina, Simca, Wartburg, FIAT 500, Opel Caravan…

Το γάλα μας, ήταν μέσα σε γυάλινα μπουκάλια με αλουμινένια καπάκια και o πάγος σε κολώνες, που τις έφερνε ο παγοπώλης με την τρίκυκλη μοτοσυκλέτα του και τις κουβάλαγε με εκείνο τον τεράστιο γάντζο, μέχρι το κεφαλόσκαλο. Και το ψυγείο πάγου, με το δροσερό νερό, τα καλοκαίρια. Που ηλεκτρικά ψυγεία. Αργότερα ήρθαν τα ΠΙΤΣΟΣ, ΙΖΟΛΑ και ΚΕΛΒΙΝΕΪΤΟΡ!

Επαγγέλματα όπως οι παπλωματάδες, οι καρεκλάδες, οι καλαθάδες, οι γανωτζήδες, οι ακονιστές, οι τσαγκάρηδες και ο λούστρος με το κασελάκι του, είχαν πολλή δουλειά. Και ποιος δεν θυμάται τον τσαγκάρη, που μας έβαζε «πεταλάκια», ειδικά μπροστά στη μύτη του παπουτσιού, αλλά και σε άλλα σημεία για να μη φθείρεται η σόλα…

Κι αυτό το μακρύ πανταλόνι, έπρεπε να πάμε Δευτέρα γυμνασίου, για να το φορέσουμε… Στο κομμωτήριο της γειτονιάς, οι κυρίες ψηνόντουσαν με τις ώρες κάτω από τις κάσκες – σεσουάρ, με τα μαλλιά πασαλειμμένα και τυλιγμένα σε ρόλλεϊ … Ο καφές στα καφενεία ήταν μόνο τούρκικος και αργότερα έγινε Ελληνικός. Δεν υπήρχε «Nes», ούτε φραπέ (θεσσαονικιώτικη ανακάλυψη), ούτε καπουτσίνο, ούτε εσπρέσσο, ούτε καν φίλτρου γαλλικός.

Σαββατόβραδο σινεμαδάκι, οι τυχεροί, τη σπουδαία περίοδο του Ελληνικού κινηματογράφου και το βράδυ ταβερνάκι με μπριζολίτσα παιδάκια και μια γουλιά μπύρα που μας έδινε κρυφά η μάνα μας, γιατί «το παιδί δεν πρέπει να πίνει»… Κυριακή πρωί, εκκλησιασμός –με το σχολείο ή «κατά μόνας». Αν ο πατέρας σύχναζε σε καφενείο, προς το μεσημέρι, η βανίλια – υποβρύχιο ήταν εξασφαλισμένη.

Δευτερευόντως, εποφθαλμιούσαμε και το μεζέ από το ούζο της παρέας του πατέρα… Διαφορετικά, μέρος από το χαρτζιλίκι πήγαινε σε λουκουμάδες, μπουγάτσα ή αργότερα σε «ολίγη» μακαρονάδα με κιμά (3,5 δρχ. δηλ. 1 λεπτό!). Αυτό δεν μας έκοβε την όρεξη για μεσημεριανό φαγητό… Και μετά κατά τις τρεις ήταν το γήπεδο… για τους μεγάλους.

Οι μικροί, σπίτι με το αυτί κολλημένο στο ραδιόφωνο για το ματς με τους  Γεωργίου, Γαβάκη, Φώσκολο, Λογοθέτη κι αργότερα απ’ την τηλεόραση, με Διακογιάννη, Φουντουκίδη, Κατσαρό.

Η γλυκύτερη αναμονή το καλοκαίρι ήταν ο παγωτατζής με το ποδήλατο – καρότσι, ΑΣΟΣ, ΕΒΓΑ ή ΚΡΙΝΟΣ, με επιλογές σε ξυλάκι κρέμα ή σοκολάτα.

Πίναμε νερό κατευθείαν απ’ το λάστιχο (τα εμφιαλωμένα δεν ξέραμε ότι υπήρχαν), τρώγαμε λουκουμάδες με ζάχαρη, κουλούρι και τριγωνάκι κεφαλοτύρι απ’ τον πλανόδιο κουλουρά… αμφίβολης καθαριότητας, τυρόπιτες και σάμαλι, κοκ και κορνέ με σαντιγύ, και πάστες νουγκατίνες σοκολατίνες και σεράνο ή μιλ-φέιγ!

Γευόμασταν μαρμελάδες σπιτικές και σπιτικά γλυκά κουταλιού, συκαλάκι, περγαμόντο, βύσσινο και πορτοκάλι, νερατζάκι, και φαγητά που δεν τα φτιάχνουν τώρα γιατί είναι κουραστικά. Κυριακάτικο ροστ – μπήφ, μελιτζάνες παπουτσάκια, ιμάμ, παστίτσια, μουσακάδες. Και το στάνταρ: κεφτέδες με σάλτσα και πατάτες τηγανιτές!

Κάναμε και ποδήλατο (το ελαφροπέταλο Philips και το ανθεκτικό Bismark), δικό μας ή του κολλητού μας… δεν φορούσαμε κράνος (κακώς) και στην πίσω ρόδα βάζαμε πάντα χαρτόνι από πακέτο τσιγάρα, πιασμένο με ξύλινο μανταλάκι, έτσι για φιγούρα και για να κάνει θόρυβο και να μας θυμίζει μηχανάκι…

Φτιάχναμε και πατίνια με ρουλεμάν και σανίδια και κατεβαίναμε τις κατηφόρες τις γειτονιάς απλά για να διαπιστώσουμε ότι είχαμε ξεχάσει να βάλουμε φρένο!

Είχαμε φίλους κι όχι κινητά… Βγαίναμε στο δρόμο και τους βρίσκαμε ή χτυπούσαμε, απροειδοποίητα την πόρτα του σπιτιού τους. Αν ήταν εκεί, καλώς! Παίζαμε μπάλα και κυνηγητό στους δρόμους. Κι αν κάποιες φορές σπάγαμε και κανένα τζάμι, εξαφανιζόμασταν όλοι μαζί αφήνοντας τη μπάλα στα χέρια κάποιου …συνταξιούχου που την έσκιζε με το σουγιά και την πέταγε στο δρόμο!

Παίζαμε «γυαλένια», σκοινάκι και κουτσό, ακόμα και μαζί με τα κορίτσια. Ακόμα, παίζαμε «πόλεμο», ή «κλέφτες – χωροφύλακες», ή καουμπόηδες – ινδιάνους … ξιφομαχία, όπως στα έργα Ιβανόης και Ρομπέν των Δασών. Δεν είχαμε καν τηλεόραση, ούτε κινητά ούτε υπολογιστές ή internet ούτε βιντεοπαιχνίδια… άντε κανένα ραδιόρφωνο με λυχνίες. Το καλύτερο δώρο ήταν ένα μικρό τρανζιστοράκι με εννιάβολτη Bereck για να ακούμε κάποιο από τους μοναδικούς δύο σταθμούς: Εθνικό Πρόγραμμα, ή Ενόπλων Δυνάμεων…. Ποικιλία!

Και γύρω στην εφηβική ηλικία, τα πάρτυ, με Ταμ-Ταμ (προάγγελος της Κόκα-κόλα), βερμουτάκι και ξηρούς καρπούς…Elvis Pristley, Neil Sedaka, Paul Anka και το μπλουζ να μην έχει τελειωμό, κάποιες φορές… τις φορές που είχες εξασφαλίσει χορό με το «πρόσωπο» και είχες κεράσει το χειριστή του πικ-απ ή του ηλεκτρόφωνου, (συνήθως μικρότερο αδελφάκι φίλου μας), ώστε να σκουντάει το βραχίονα και ο δίσκος να ξεκινά από την αρχή…

[email protected]