Ο Μανώλης Νικ. Αγγελάκης γεννήθηκε στο Βαχό Βιάννου (Εικ. 1) στις 17 Μαΐου 1935, πρωτότοκος γιος του Νικολάου Αγγελάκη και της Μαρίας Ζερβουδάκη. Από πολύ ενωρίς είχε την τύχη να είναι αποκλειστικός μαθητής του συνονόματου συνταξιούχου δασκάλου και παππού του, Εμμανουήλ Δημ. Αγγελάκη. Η διδασκαλία γινόταν κυρίως τα χειμωνιάτικα βράδια στην παραστιά του σπιτιού και ως πίνακας χρησιμοποιούταν η στάχτη των καμένων ξύλων.
Αυτό δυστυχώς κράτησε μέχρι την 14η/09/1943, όταν ο Παππούς εκτελέστηκε από τους Γερμανούς Ναζί σε ηλικία 71 ετών, μαζί με άλλους πέντε Κατωβαχουδιανούς, δίπλα από τον προαύλειο χώρο της εκκλησίας της Μεταμόρφωσης του Σωτήρα, που βρίσκεται στο μέσο του οικισμού (στην πεζούλα του Πέτρου) (Εικ. 2). Όμως για τον νεαρό Μανώλη είχε γίνει μια πολύ καλή αρχή για μάθηση, όπως φάνηκε από την μετέπειτα πορεία του στο Δημοτικό σχολείο και το Γυμνάσιο Βιάννου, όπου είχε συνεχείς διακρίσεις.
Επίσης έζησε και αναφερόταν συχνά στα δύσκολα χρόνια της Κατοχής. Σε ένα κείμενο του αναφέρει χαρακτηριστικά: “Τα τραγικά γεγονότα της 14ης Σεπτεμβρίου 1943, που έπληξαν το Βαχό, το χωριό μας, σημάδεψαν την παιδική μου ψυχή και έγιναν αφορμή να εγγραφούν ανεξίτηλα στη μνήμη μου φρικτές εικόνες που με ακολουθούν σε όλη την μετέπειτα ζωή μου”. Και συνεχίζει: “Στ’ αυτιά μου φθάνουν ακόμη οι κλαυθμοί και οι οδυρμοί των γυναικών που δονούσαν την ατμόσφαιρα”.
Ο Μανώλης Αγγελάκης από πολύ μικρός ήταν σοβαρός, εργατικός, φιλομαθής, ισχυρός χαρακτήρας χωρίς ανασφάλειες και με απόλυτο σεβασμό στους συνανθρώπους του. Τα μαθητικά του χρόνια, ένοιωθε την υποχρέωση και επιδίωκε να συνδράμει και να βοηθά τους γονείς του στις αγροτικές και οικιακές εργασίες, τις ελεύθερες ώρες του. Αγαπούσε τη φύση, έκανε με ιδιαίτερη επιτυχία εμβολιασμούς άγριων δένδρων, δημιουργούσε αναβαθμίδες και τοίχους αντιστήριξης, χωρίς συνδετικά υλικά, κάποιοι από τους οποίους διατηρούνται ακόμη και σήμερα.
Μετά την αποφοίτηση του από το Γυμνάσιο, πρώτευσε στις εισαγωγικές εξετάσεις του τότε Φυσιογνωστικού (και μετέπειτα Βιολογικού) Τμήματος του Εθνικού και Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών και από τους πρώτους στο Ιατρικό τμήμα του ίδιου Πανεπιστημίου, όπου επέλεξε να συνεχίσει τις πανεπιστημιακές του σπουδές. Στη διάρκεια των σπουδών του είχε την συμπαράσταση και στήριξη των θείων του, μεγαλύτερων αδελφών του πατέρα του, των Ανδρέα και Μύρωνα Αγγελάκη, δικηγόρου και ιατρού-δερματολόγου αντίστοιχα, που τον θεωρούσαν μέλος της οικογένειάς τους.
Οι γονείς Νικόλαος και Μαρία Αγγελάκη, αγρότες, ήταν πολύ υπερήφανοι για τον πρωτότοκο γιο τους, καθώς και η ευρύτερη πολυμελής οικογένεια των παππούδων του Εμμανουήλ Δημ. Αγγελάκη και Νικολάου Ζερβουδάκη και ιδιαίτερα τα εξαδέλφια του, που του είχαν ιδιαίτερη αδυναμία και τον θεωρούσαν ως μεγαλύτερο αδελφό τους, υποδειγματικό άνθρωπο και σύμβουλό τους. Μετά από την επιτυχή ολοκλήρωση των πανεπιστημιακών του σπουδών, ειδικεύθηκε στην Οφθαλμολογία, γιατί θεωρούσε ότι το φως είναι άρρηκτα συνδεμένο με την ίδια τη ζωή.
Στη συνέχεια υπηρέτησε ως ανθυπίατρος στη διάρκεια της στρατιωτικής του θητείας, ως υποδιευθυντής στο Οφθαλμιατρείο Αθηνών, ως προϊστάμενος της Οφθαλμολογικής Κλινικής στο ΙΚΑ Αθηνών και ως ιδιώτης οφθαλμίατρος στην Αθήνα. Τα καλοκαίρια, από τα πρώτα χρόνια της ιατρικής του καριέρας, μέχρι και το περασμένο καλοκαίρι, περνούσε ένα με δύο μήνες στο αγαπημένο του χωριό τον Βαχό, όπου το πατρικό σπίτι μετατρεπόταν σε οφθαλμιατρείο και προσέφερε αφιλοκερδώς τις ιατρικές υπηρεσίες στους συντοπίτες του.
Ο Μανώλης Νικ. Αγγελάκης ήταν άνθρωπος του μέτρου και της αριστοτελικής “μεσότητας.” Πίστευε ότι κάθε είδους έλλειψη και υπερβολή φθείρει και ότι σώζει μόνον η μεσότητα. Επίσης, χαρακτηριζόταν από συνέπεια, ορθολογισμό και ευθύτητα, που στο πρόσωπό του αποκτούσαν το πραγματικό τους περιεχόμενο και νόημα. Ο λόγος και οι πράξεις του βρίσκονταν πάντα σε συμφωνία με τις αρχές του. Εργαζόταν και συμπεριφερόταν με αίσθημα ευθύνης και σοβαρότητα, ενώ διέθετε μια σπάνια οργανωτική ικανότητα.
Ενέπνεε με τη στάση και τη συμπεριφορά του εμπιστοσύνη στους άλλους, που σε δύσκολες στιγμές μπορούσαν να στηριχθούν σε αυτόν. Ήταν απόλυτος και υπερβολικός στην αγάπη και αφοσίωσή του στην επιστήμη του την Οφθαλμολογία, στην οικογένειά του αλλά και στην ανιδιοτελή εξυπηρέτηση των συνανθρώπων του. Είχε ιδιαίτερη αδυναμία στον πρωτότοκο εγγονό του Αντώνη, τον οποίο κάθε καλοκαίρι στο Βαχό προσπαθούσε να μυήσει στην αγάπη για τη φύση και τις ομορφιές του τόπου μας.
Όσοι είχαμε την τύχη και την τιμή να τον γνωρίσουμε και να συνεργαστούμε μαζί του, τον αγαπήσαμε για τη βαθιά καλλιέργειά του, τον αδαμάντινο χαρακτήρα του, την παιδική του ψυχή, την ευθύτητα και την ντομπροσύνη του, την απλότητα και την πραότητα του χαρακτήρα του, το ενδιαφέρον του για τα κοινωνικά δρώμενα, αλλά και για την επιστημονική και επαγγελματική του επάρκεια και προσφορά και θα τον θυμόμαστε πάντα με αγάπη, σεβασμό και ως παράδειγμα προς μίμηση.
Ο Μανώλης Νικ. Αγγελάκης έφυγε ειρηνικά, ανώδυνα και με το κεφάλι ψηλά! Είμαι βέβαιος ότι όσοι τον γνώρισαν και συνεργάστηκαν μαζί του, τον αγάπησαν και θα τον θυμούνται πάντοτε. Ιδιαίτερα η οικογένειά του, η σύζυγός του Μαρία, τα παιδιά του και τα εγγόνια του, τα αδέλφια του Ανδρέας, Πόπη και Αναστασία, και οι λοιποί συγγενείς του θα τον θυμούνται με αγάπη. ΄Ομως, όπως συνήθως συμβαίνει με τους άξιους και ασυμβίβαστους ανθρώπους, η προσφορά του δεν εκτιμήθηκε πάντα όσο θα έπρεπε. Εάν η κοινωνία μας είχε περισσότερους “Αγγελάκηδες” θα ήταν πολύ καλύτερη. Επιστημονικά, επαγγελματικά και κυρίως ανθρώπινα θα παραμείνει αιώνια η μνήμη του.
*Ο Γιάννης Βαρδονικολάκης είναι διδάσκαλος