Η φοβερή τόλμη

μιας στιγμής παραδομού

που η εποχή της φρόνησης

ποτέ δε θ’ αναιρέσει

μ’ αυτή, μόνο μ’ αυτή

έχουμε υπάρξει

Τ.Σ. ΕΛΙΟΤ, ΕΡΗΜΗ ΧΩΡΑ

Οι πρώτες μινωικές εικόνες που θυμάμαι είναι από το βιβλίο της ιστορίας της Α΄ Γυμνασίου. Εκεί υπήρχε ο νέος πρίγκιπας με τη μέση δαχτυλίδι και μια άλλη εικόνα ενός επίσης κομψού εφήβου που μαζεύει λουλούδια.

Ο υπότιτλος κροκοσυλλέκτης δεν μου έλεγε τίποτε, αλλά μέσα μου έτσι περίπου φανταζόμουνα τον εαυτό μου καμιά δεκαριά χρόνια μετά. Αργότερα έμαθα για τον «κρόκο» και τη χρήση του, αλλά είδα κιόλας αυτό το τολμηρό λουλούδι που είχε την περίεργη αγάπη να τρέφεται με την αλμύρα της θάλασσας.

Ένας καλός φίλος αρχαιολόγος, που με οδήγησε στην παραλία του Τσούτσουρου, μου είπε ότι μπορώ να δοκιμάσω να μεταφυτεύσω τον βολβό, αλλά η κακή μου κηπουρική τέχνη ή η ιδιότροπη αγάπη του κρόκου για τη θάλασσα δεν επέτρεψε να ανθίσουν οι βολβοί εκεί, όπου τους φύτεψα.

Έτσι όταν βρεθήκαμε νύχτα με φεγγάρι ν’ αρμενίζουμε νοερά προς τα άστρα και να ακολουθούν τα βλέμματά μας τα δαχτυλίδια του καπνού, το ξάφνιασμα που δέχτηκα ήταν μεγάλο.

Πηγαίναμε βόλτα με τ’ αμάξι στο πουθενά ελέγχοντας τα αδιάκριτα μάτια και αναζητούσαμε χώρο, όπου να μην πατάει ανθρώπου πόδι και να μην ενοχλούν τα φώτα των αυτοκινήτων που προσπερνούσαν ή έρχονταν από απέναντι. Βλέπετε στις πιο ακατάλληλες ώρες ταξιδεύουν οι άνθρωποι.

Έστριψε το τιμόνι σε ένα δρομάκο και προχωρήσαμε με λαχτάρα έξω από τον κεντρικό. Μ’ άρεσε πάντα να καμαρώνω τα λεπτά της δάχτυλα να τινάζουν τη στάχτη του τσιγάρου και το όμορφο στόμα της να αφήνει λόγια – πουλιά να φτερουγίζουν. Γλύκανε ο τόπος και τα μαλλιά της έπλεκαν ύμνους στον ώμο μου.

Απέναντι η θάλασσα με το πετρωμένο νησί και τα φώτα του αεροδρομίου που σπάθιζαν τον αέρα. Όταν κοίταξα χαμηλά φάνηκαν κάποια μικρά άσπρα σημαδάκια και ανοιγόκλεισα τα μάτια, γιατί πίστεψα πως ήταν βαλμένα εκεί κομμένα από την εικόνα του βιβλίου της ιστορίας.

Άλλωστε φεύγαμε μπροστά και πίσω στον χρόνο. Ευχόμασταν να κρατήσει το παραμύθι και αφηγούμασταν ιστορίες από τα παλιά. Εκείνη για τη θάλασσα τη ρηχή και την ήμερη και εγώ για την αετοφωλιά του χωριού μου με τον κάμπο.

Κατέβηκα από το αυτοκίνητο και τα σημάδια επέμεναν. Έσκυψα και η δροσιά της με ξάφνιασε. Έκοψα μερικά και όταν χωρίσαμε, της τα χάρισα μαζί με τα κλαδιά μιας ανθισμένης πικροδάφνης. Τα πήρε και χάθηκε. Ύστερα ήρθαν δίσεκτα χρόνια και καιροί και κάποτε ξαναβρέθηκα στον ίδιο τόπο να αναζητώ τους κρόκους.

Ορκίστηκα να μην επιστρέψω ποτέ πια εκεί. Όχι μόνο γιατί δεν υπήρχαν κρόκοι, κυρίως επειδή είναι μεγάλη πίκρα, όταν συναντάς όνειρα και οράματα νεκρά. Υφαίνεις και ξαναϋφαίνεις τον χρόνο, αγωνίζεσαι ν’ ανακτήσεις στιγμές και μένει στα δάχτυλά σου μόνο άδειος αγέρας από το δροσερό κορμί που αγκάλιασες.

Ο Ζαχαρίας Καραταράκης είναι φιλόλογος